Πρώτα πρώτα, ο έρωτας έχει το προνόμιο μιας αχρέωστης ερωτικής επιλογής.
Το να αγαπιέμαι από κάποιον και να ανταποκρίνομαι στην αγάπη του, δεν έχει καμία σχέση με τις αρετές μου ή τις αρετές του.
Κανένα ιδιαίτερο προσόν ή ψυχική ευγένεια δε βαραίνει στην ερωτική επιλογή.
Μπορούμε να νιώσουμε το ίδιο ξέφρενο πάθος για ένα δειλό ή έναν ήρωα.
Έτσι, ακόμα και η δημοκρατικότερη κοινωνία δε θα μπορούσε ποτέ να διορθώσει αυτή τη θεμελιώδη αδικία που συνίσταται στο αυθαίρετο της ερωτικής επιλογής.
Ως προς αυτό, ο έρωτας αποτελεί μια κατάφωρη διάψευση όλων των ουτοπιών της δικαιοσύνης, μπορεί να φτάσει σε μεγαλειώδη ύψη ή να εκπέσει σε βάραθρα σιχαμερότητας, είναι εντελώς ξένος προς τις έννοιες της προόδου και της αξίας.
Ο έρωτας του άλλου δεν είναι κάτι που το κερδίζω με την αξία μου, μου προσφέρεται δωρεάν σαν μια ανείπωτη χάρη.
Το να θέλουμε να θεραπεύσουμε το συναίσθημα από τον ίδιο τον εαυτό του, από τη σκοτεινή πλευρά του, είναι σαν να θέλουμε να το στειρώσουμε.
Με την ικανότητά της να μεταμορφώνει ένα τυχαίο πλάσμα σε «πλάσμα ψυχής» (Προυστ), η καρδιά προσδίδει στο αγαπώμενο πρόσωπο, ακόμα και στο πιο ταπεινό, μια πληρότητα, ένα μεγαλείο που το ξεχωρίζει από τους κοινούς θνητούς.
Χάρη στον έρωτά μου, το λατρεμένο πλάσμα γίνεται μια τρομακτική και ελεύθερη δύναμη που μάταια προσπαθώ να την εξημερώσω.
Όσο περισσότερο προσκολλώμαι σε αυτό, τόσο περισσότερο απομακρύνεται από μένα, τόσο πιο απρόσιτο γίνεται, αποκτά διαστάσεις ασύλληπτες.
Αγαπώ σημαίνει παραχωρώ στον άλλο, με την πλήρη θέλησή μου, κάθε εξουσία επάνω μου, υποτάσσομαι στα καπρίτσια του, τίθεμαι κάτω από την κυριαρχία ενός δεσπότη ευμετάβολου όσο και γοητευτικού.
Με μια λέξη του, με μια ανάλογη αλλαγή της συμπεριφοράς του, ο αγαπημένος μπορεί να με ανεβάσει στα ουράνια ή να με ρίξει στα τάρταρα.
Όταν δενόμαστε με εκείνον ή με εκείνη, για τους οποίους δε γνωρίζουμε πια τίποτα άλλο παρά μόνο πως τους λατρεύουμε, τοποθετούμαστε σε κατάσταση τρωτότητας, εμφανιζόμαστε γυμνοί, ανυπεράσπιστοι.
Και στο μέτρο που οι σχέσεις μας με αυτό γίνονται όλο και πιο στενές, το αγαπημένο πλάσμα δε μεταμορφώνεται μόνο σε έναν ξένο, αλλά προπάντων αντιπροσωπεύει τη δυνατότητα τόσο της έκστασης όσο και της πτώσης.
Ακούγοντάς το, λατρεύοντάς το, περιμένοντάς το, υποτασσόμαστε σε μια τελεσίδικη ετυμηγορία: γινόμαστε αποδεκτοί ή απορριπτόμαστε.
Από αυτόν λοιπόν που αγαπώ περισσότερο, μπορώ να φοβάμαι και το χειρότερο: ο χαμός ή η φυγή του, που θα μου απόκοβε ένα ουσιαστικό τμήμα του εαυτού μου.
Ο έρωτας μας λυτρώνει από το αμάρτημα της ύπαρξης -όταν αποτυχαίνει, νιώθουμε συνθλιμμένοι από τη ματαιότητα της ζωής.
Το φρικιαστικό στην ερωτική οδύνη είναι πως τιμωρούμαστε, επειδή αγαπώντας τον άλλο, θελήσαμε ό,τι το καλό γι’ αυτόν.
Δεν πληρώνουμε για ένα σφάλμα, αλλά για μια μη αποδεκτή προσφορά.
Και αυτοί που απορρίπτονται στις εξετάσεις του έρωτα, δε μπορούν να προσφύγουν σε αναθεώρηση -δε μπορούν να ενοχοποιήσουν κανέναν άλλο και μένουν εγκαταλειμμένοι και αθόρυβοι.
Πασκάλ Μπρυκνέρ, “Ο Πειρασμός της Αθωότητας”, εκδόσεις Αστάρτη, απόσπασμα
Photo cover:pixabay.com/adriankirby/iceland
Διαβάστε επίσης: