Η ζωή του Ζυλ Ντασέν έμελλε να συνδεθεί με την Ελλάδα με έναν τρόπο καρμικό. Το όγδοο παιδί ενός ρωσοεβραίου κουρέα, που ξεκίνησε την κινηματογραφική του πορεία ως μαθητευόμενος στο πλευρό του Άλφρεντ Χίτσκοκ, μάλλον δεν θα είχε ποτέ φανταστεί πως η μοίρα θα τον έφερνε στη μακρινή χώρα μας, εκεί όπου θα έκανε μια δεύτερη καριέρα και θα ζούσε τον αληθινό και παντοτινό έρωτα με τη Μελίνα Μερκούρη.
Ο Ζυλ Ντασέν, ο οποίος έφυγε σαν σήμερα (31/3 το 2008) από τη ζωή, μετά τον Χίτσκοκ συνεργάστηκε με τον Μαρκ Χέλνγκερ, με τον οποίο έκανε δύο ταινίες. Κι ενώ η καριέρα του στο Χόλιγουντ είχε ξεκινήσει με τις καλύτερες περγαμηνές, η συνεργασία τους διακόπηκε, όταν αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί τη σκοτεινή εποχή του Μακαρθισμού, λόγω των διώξεων και των παρεμβάσεων που δεχόταν στη δουλειά του. Όταν κλήθηκε να απολογηθεί στο Κογκρέσο, κατηγορούμενος για αντιαμερικανική δράση, γύριζε την ταινία «Night and the City».
Όταν τον “εξόρισε” ο Ελία Καζάν
Ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ’40, όταν ο σκηνοθέτης «δραπετεύει» με άκρα μυστικότητα από τις Η.Π.Α. και ταξιδεύει στο Λονδίνο, για να γλιτώσει από τον μακαρθισμό. Το δόγμα Μακάρθι (ονομάστηκε έτσι από το γερουσιαστή Μακάρθι) ήταν το κυνήγι των κομμουνιστών στις Η.Π.Α. κατά την περίοδο του ψυχρού πολέμου. Οι έρευνες στράφηκαν και στο Χόλιγουντ, καθώς θεωρήθηκε ότι ήταν ένας χώρος στον οποίο θα μπορούσαν να έχουν παρεισφρήσει κομμουνιστές, ντόπιοι αλλά και σοβιετικοί.
Ο Ελία Καζάν ήταν ένας από τους κορυφαίους σκηνοθέτες. έχοντας στο ενεργητικό του μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες που έμειναν κλασικές, όπως το «Λεωφορείο ο πόθος», «Αμέρικα Αμέρικα», «Ανατολικά της Εδέμ». Εξάλλου, ο Έλληνας σκηνοθέτης από την Κωνσταντινούπολη ήταν εκείνος που ανέδειξε τον Μάρλον Μπράντο και τον Γουόρεν Μπίτι.
Ο Ντασέν βρέθηκε στη μαύρη λίστα του Χόλιγουντ μετά από καταγγελία του Καζάν. Αρνήθηκε, ωστόσο, να καταθέσει, στην αντικομουνιστική «Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών» και βρέθηκε διωκόμενος. Τότε, τον βοήθησε ο φίλος του και διευθυντής της εταιρίας Φοξ, Ντάριλ Ζανούκ να φύγει για την Ευρώπη, αναζητώντας καταφύγιο. Αρχικά, έμεινε στο Λονδίνο και αργότερα στη Γαλλία, όπου συνέχισε να δημιουργεί ταινίες.
Ο σκηνοθέτης δεν ξέχασε ποτέ την εις βάρος του καταγγελία από τον Καζάν και όταν το 1999, η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου τίμησε τον τίμησε με Όσκαρ, για το σύνολο της προσφοράς του στο κινηματογράφο, ο Ντασέν ξέσπασε, δημοσιεύοντας στην εφημερίδα «Hollywood reporter» μια διαφήμιση εναντίον της επιτροπής και του ίδιου του Καζάν, λέγοντας ότι «αν του είχε απομείνει λίγη αξιοπρέπεια θα έπρεπε να απορρίψει το βραβείο».
Ο Ντασέν χρόνια μετά και δεν είχε ξεχάσει και ούτε είχε συγχωρήσει τον Έλληνα σκηνοθέτη. «Ο Καζάν ήταν κάποιος που αγαπούσα και ποτέ δεν ξεπέρασα αυτό που έκανε… Υπάρχουν πράξεις, μετά τις οποίες κάποιες πόρτες και κυρίως κάποιες αγκάλες δεν πρέπει ποτέ να ξανανοίγουν», είχε δηλώσει μεταξύ άλλων.
Η γνωριμία με τη Μελίνα
Μπορεί ο θυμόσοφος λαός να λέει πως “ενός κακού, μύρια έπονται”, όμως, στην περίπτωση του Ζυλ Ντασέν, ο διωγμός από την Αμερική, μόνο καλό του έκανε. Στην Ευρώπη θα ξεκινήσει μία δεύτερη καριέρα ενώ αργότερα θα γνωρίσει και τη γυναίκα της ζωή του, τη Μελίνα Μερκούρη.
Εγκαταστάθηκε στη Γαλλία κι εκεί γύρισε την ταινία “Ριφιφί”, ένα από τα σημαντικότερα κινηματογραφικά φιλμ νουάρ της παγκόσμιας κινηματογραφίας, με το οποίο κέρδισε το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Κανών το 1955.
Στη Γαλλία, παντρεύτηκε την Μπεατρίς Λονέρ, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον διάσημο Γάλλο τραγουδιστή Τζο Ντασέν (1938-1980) και την ηθοποιό Ζουλί Ντασέν.
Ωστόσο, η ζωή του σε προσωπικό κι επαγγελματικό επίπεδο έκανε το μεγάλο restart, όταν γνώρισε την Ελληνίδα ηθοποιό.
Όλα ξεκίνησαν το 1955 στπ Φεστιβάλ των Καννών, όπου ο σκηνοθέτης είχε πάει με την ταινία του “Ριφιφί” και η Μελίνα με τη “Στέλλα” του Μιχάλη Κακογιάννη.
«Όταν η ταινία τελείωσε, ακούστηκαν θερμά χειροκροτήματα. Κόσμος ερχόταν να μας συγχαρεί. Αλλά ένας άνθρωπος ήρθε πηδώντας πάνω απ` τα καθίσματα, σαν κατσίκι του βουνού. Ο Μιχάλης είπε: “Να σας συστήσω”. Τα μάτια του ήταν πολύ γαλανά. “Η Μελίνα Μερκούρη, ο Γιώργος Φούντας, ο Ζυλ Ντασέν”. Θυμόμουν ότι είχα διαβάσει για τον Ζυλ Ντασέν το 1948. Σε μια κριτική μιας ταινίας που είχε σκηνοθετήσει, με τίτλο Γυμνή Πόλη αναφερόταν ως “ο πατέρας του νεορεαλισμού στον αμερικανικό κινηματογράφο”», είχε διηγηθεί η Μελίνα για την πρώτη γνωριμία τους, στην αυτοβιογραφία της: «Γεννήθηκα Ελληνίδα…».
Ένας παντοτινός έρωτας
Παντρεύτηκαν 11 χρόνια μετά και συγκεκριμένα το 1966, με τον Ζυλ Ντασέν να παίρνει την ελληνική υπηκοότητα. Τη χώρα μας τη γνώρισε και τη λάτρεψε μέσα από τα μάτια και την ψυχή της Μελίνας και πάντα στο πλευρό της τη στήριξε στο μεγάλο της όραμα για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα. Μαζί ανέπτυξαν κι έντονη αντιδικτατορική δράση την περίοδο της χούντας των συνταγματαρχών και με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974 επέστρεψαν μόνιμα στην Ελλάδα.
Επαγγελματικά, οι περισσότερες ταινίες που σκηνοθέτησε ο Ντασέν είχαν πρωταγωνίστρια τη Μελίνα. Μαζί γύρισαν συνολικά εννέα ταινίες, μεταξύ των οποίων το “Τοπκαπί”, η “Φαίδρα” και το “Ποτέ την Κυριακή”, που τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ Κανών το 1960. Η ίδια ταινία ήταν υποψήφια για Όσκαρ σκηνοθεσίας και σεναρίου, όμως τελικά απέσπασε το Όσκαρ καλύτερης μουσικής και τραγουδιού για “Τα Παιδιά του Πειραιά” του Μάνου Χατζιδάκι.
Ο Ζυλ Ντασέν και μετά τον θάνατο της Μελίνας, δε σταμάτησε τον αγώνα του για να πάρει σάρκα και οστά το όραμά της για τα Γλυπτά. Έτσι, δημιούργησε στη μνήμη της το Ίδρυμα “Μελίνα Μερκούρη”, με στόχο την προώθηση της δημιουργίας του νέου Μουσείου της Ακρόπολης και την προβολή του ελληνικού πολιτισμού.