Νύχτωνε γρήγορα.
Ο αγέρας ερχόταν από μακριά μυρίζοντας βροχή
και πόλεμο.
Τα τρένα γεμάτα φαντάρους περνούσαν βιαστικά
μόλις προφταίναμε πίσω απ’ τα τζάμια να τους δούμε.
Μεγάλα σιδερένια κράνη κλείναν τον ορίζοντα.
Γυάλιζε η άσφαλτος βρεγμένη. Πίσω απ’ τα παράθυρα
καθαρίζοντας λίγα ξερά κουκιά σωπαίναν οι γυναίκες.
Και το βήμα της περίπολος
έπαιρνε τη σιωπή απ’ το δρόμο κι απ’ τον κόσμο τη ζεστασιά.
Γύρισε λοιπόν τα μάτια σου να κοιτάξω τον ουρανό
δωσ’ μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.
Πόσο χλωμή είσαι, αγαπημένη μου!
Σα να χτυπούσε η πόρτα μας τη νύχτα. Η μητέρα σου
σέρνοντας τα χοντρά της τσόκαρα πήγαινε ν’ ανοίξει.
Κανείς. Κανείς, ξανάλεγε. Ο αγέρας θα ‘ναι.
Εμείς σφιγγόμαστε ο ένας πλάι στον άλλο. Γιατί ξέραμε
το ξέραμε, αγαπημένη μου, πως δεν ήταν ο άνεμος.
Χιλιάδες άνθρωποι πεθαίναν έξω απ’ την πόρτα μας.
Κοίταξε πως ρήμαξε η γειτονιά μας, αγαπημένη μου.
Ο άνεμος μπαινοβγαίνει μες στις χαραμάδες των σπιτιών
οι τοίχοι μουσκεύουνε, φουσκώνουν, ύστερα γκρεμίζονται.
Που πήγαν τόσοι γειτόνοι μας χωρίς να μας χαιρετίσουν
αφήνοντας μισοασβεστωμένο το πεζούλι τους
το χαμόγελό τους μισοτελειωμένο.
Έτσι να στρίψει κανείς τη γωνιά και δεν τον ξαναβλέπουμε.
Λέγαμε καλημέρα και έπεφτε άξαφνα το βράδυ.
Που πάνε λοιπόν τόσα παιδιά;
Κι εκείνος ο ξανθός ομπρελάς που τραγουδούσε τα πρωινά
ντουφεκίστηκε
κι ο περιπτεράς που μας άπλωνε τα ρέστα χαμογελώντας
ντουφεκίστηκε
και το παιδί που μας ζύγιζε τα κάρβουνα – το θυμάσαι, αλήθεια;
ντουφεκίστηκε.
Το καρότσι του αναποδογυρισμένο σε μια γωνιά.
Η αγαπημένη τους θα κοιτάει τώρα κατάματα τη νύχτα
θα χώνει σα σκυλί το πρόσωπο και θα μυρίζει το πουκάμισό τους.
Κι ο ταχυδρόμος που άνοιγε με τη φωνή του τα παράθυρα
ντουφεκίστηκε.
Πάρε λοιπόν το κόκκινο στόμα σου από κοντά μου, Μαρία.
Κρυώνω.
Σ’ όλους τους τοίχους απόψε ντουφεκίζεται η ζωή.
Αγαπημένη μου
σ’ αγαπώ πιο πολύ απ’ ότι μπορώ να σου πω με λόγια
θα ‘θελα να πεθάνω μαζί σου, αν κάποτε πέθαινες
κι όμως, αγαπημένη μου
δεν μπορούσα
δεν μπορούσα πια να σ’ αγαπώ όπως άλλοτε.
Κλείναμε πίσω μας την πόρτα και κρυώναμε
κλείναμε τα παράθυρα και κρυώναμε πιο πολύ
και καθώς γύριζα να δω τα μάτια σου
έβλεπα τα μάτια της γειτόνισσας που της σκοτώσαν τέσσερα
παιδιά
και καθώς άπλωνα να βρω το χέρι σου
ήταν σα να ‘κλεβα το ψωμί απ’ τα χέρια των πεινασμένων.
Μ’ αγκάλιαζες
μα εγώ πάνω απ’ τον ώμο σου κοίταζα το δρόμο.
Κι όταν θέλαμε να μιλήσουμε σωπαίναμε ξαφνικά.
Αφουγκραζόμαστε από τ’ ανοιχτό παράθυρο μακριά
το βήμα των μελλοθανάτων.
Πώς να ζεστάνει πια η κουβέρτα μας τόση παγωνιά
πώς να μας προστατέψει η πόρτα μας απ’ όλη αυτή τη νύχτα.
Ανάμεσά μας ρίχναν οι άνθρωποι το μεγάλον ίσκιο τους.
Τι θ’ απογίνουμε, αγαπημένη;
Αγαπημένη μου, ακούς;
Όχι, δεν είναι ο άνεμος, φτάνει από πιο μακριά
θα ‘λεγες πως χιλιάδες βήματα κατηφορίζουνε στους δρόμους
χιλιάδες αρβύλες που βροντάνε τα καρφιά τους πάνω στην
άσφαλτο.
Που πάνε; Πως μπορούν και φεύγουν;
Πως θα μπορούσα να ζήσω μακριά σου, αγαπημένη μου,
πως θ’ άναβα μια λάμπα αφού δε θα ‘τανε για να σε δω
πώς να κοιτάξω έναν τοίχο που δε θα περνοδιαβαίνει ο ίσκιος σου
πως ν’ ακουμπήσω σ’ ένα τραπέζι που δεν θ’ ακουμπάς τα χέρια
σου
μια φέτα ψωμί που δε θα τη μοιραζόμαστε πώς να την αγγίξω;
Μα όσο πάει και μεγαλώνει αυτός ο θόρυβος.
Δεν έχει τόπο να κοιμηθείς. Γωνιά δεν είναι
να καθίσεις.
Όχι, δεν είναι ο άνεμος, φτάνει από πιο βαθιά.
Κόψε λοιπό, αγαπημένη, το σεντόνι μας
σκίσε το φόρεμά σου και βούλωσε τις χαραμάδες.
Οι άνθρωποι ρίχνουν βιαστικά στο μπόγο τους όλο το σπιτικό
τους
γιατί όλο τους το σπιτικό δεν είναι
παρά λίγο ψωμί, ένα ενθύμιο κι η αγάπη τους στη ζωή.
Ύστερα φιλιούνται και χάνονται μέσα στη νύχτα.
Ύστερα μένουμε εμείς. Που μένουμε; Γιατί μένουμε;
Πως θ’ άνοιγα μια πόρτα όταν δε θα ‘τανε για να σε συναντήσω
πώς να διαβώ ένα κατώφλι αφού δεν θα ‘ναι για να σε βρω.
Όχι, δε θα μπορούσα να ζήσω μακριά σου, αγαπημένη μου.
Μα απόψε σ’ όλες τις γωνιές μας περιμένουν οι άνθρωποι.
Δώσε μου μια στιγμή το στόμα σου. Κι ετοίμασέ μου το μπόγο
μου Μαρία.
Τάσος Λειβαδίτης, “Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας”
Photo cover:pixabay.com/ArtTower-abstract
Διαβάστε επίσης: