Σαράντα έξι χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την ημέρα που σίγησε για πάντα η φωνή της Ελλάδας. Η φωνή της Νίκης, η φωνή που νίκησε τον φασισμό, η Σοφία Βέμπο. Ήταν 11 Μαρτίου του 1978, όταν η σπουδαία αυτή τραγουδίστρια που συνέδεσε το όνομά της με το Αλβανικό Έπος, έφυγε από τη ζωή, με την κηδεία της να μετατρέπεται σε ένα πάνδημο συλλαλητήριο.

Κι αν για την τραγουδίστρια Βέμπο γνωρίζουμε πολλά, για τη γυναίκα Σοφία και τη συναρπαστική της ζωή δεν γνωρίζουμε και τόσα. Ας, λοιπόν, την ανακαλύψουμε καλύτερα με άγνωστες πτυχές της ζωής της.

Όλα ξεκίνησαν πάνω σε ένα πλοίο

Η Σοφία Μπέμπου, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1910 στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Τσαριτσάνη της Λάρισας και κατόπιν στο Βόλο, όπου οι γονείς της εργάστηκαν ως καπνεργάτες.

Τον Σεπτέμβριο του 1933 αποφάσισε να πάει στη Θεσσαλονίκη να βρει τον αδελφό της Τζώρτζη που σπούδαζε εκεί. Έτσι, παίρνοντας την κιθάρα της επιβιβάστηκε στο Α/Π Κεφαλληνιά, και στη διάρκεια του ταξιδιού της άρχισε με την κιθάρα της το τραγούδι. Σε ελάχιστο χρόνο όλοι οι επιβάτες του πλοίου και το πλήρωμα βρίσκονταν γύρω της και την χειροκροτούσαν ενθουσιασμένοι από τη φωνή της. Αυτή θεωρητικά ήταν και η πρώτη καλλιτεχνική εμφάνιση της Βέμπο με κοινό.

Μεταξύ των επιβατών ήταν και ένας καλλιτεχνικός διευθυντής που, ακούγοντάς την, ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, που στο τέλος την πλησίασε και της συστήθηκε. Ήταν ο Κωνσταντίνος Τσίμπας, ο μεγαλύτερος ιμπρεσάριος της Θεσσαλονίκης (που αργότερα βέβαια αποδείχθηκε και πράκτορας των Γερμανών), ο οποίος και της πρότεινε με την άφιξή της στη Θεσσαλονίκη να δουλέψει στο μεγάλο κοσμικό κέντρο ΑΣΤΟΡΙΑ.

Η κάθοδος στην Αθήνα και η Μπέμπο που έγινε Βέμπο

Αφού ο αδελφός της έδωσε τη συγκατάθεσή του, ξεκίνησε τις πρώτες εμφανίσεις, γνωρίζοντας επιτυχία. Μάλιστα, μέσα σε μια μόλις εβδομάδα η φήμη της φθάνει στην Αθήνα, και αμέσως της γίνεται πρόταση να εμφανιστεί στο θέατρο του Φώτη Σαμαρτζή.

Η Σοφία Βέμπο αποδέχεται την πρόταση και στις 25 Οκτωβρίου του 1933 βρίσκεται στην αθηναϊκή σκηνή του θεάτρου «Κεντρικόν» του Φώτη Σαμαρτζή, στην πλατεία Κολοκοτρώνη, συμμετέχοντας στην επιθεώρηση «Παπαγάλος 33» με τον θίασο Σαμαρτζή-Μηλιάδη.

Στην επιθεώρηση αυτή ενσάρκωνε μία τσιγγάνα με μια κιθάρα, με την οποία και απέδιδε το πρώτο της τραγούδι, το «Μια γυναίκα πέρασε». Η επιτυχία που είχε ήταν μεγάλη με το κοινό να την αποθεώνει.

Σε αυτή η παράσταση Πολ Νορ την βάπτισε καλλιτεχνικά Σοφία Βέμπο (αντί Έφη Μπέμπο). Από εκείνη την πρώτη παράσταση η καλλιτεχνική εξέλιξή της υπήρξε αλματώδης.

Το έπος του ’40 και η γνωριμία με τον Τραϊφόρο

Ήταν καλοκαίρι του 1940, όταν ο ποιητής και στιχουργός Μίμης Τραϊφόρος μεγαλουργεί, ως κομπέρ στην περίφημη «Όασι» του Ζαππείου, ενώ η Βέμπο γνωρίζει την αποθέωση στο θέατρο. Λέγεται πως εκείνη πήγε να τον δει με την παρέα της, κι εκείνος κάτι σχολίασε που την πείραξε.

«Δεν θέλω να τον συναντήσω ποτέ. Ούτε καλλιτεχνικά ούτε και στη ζωή μου», δήλωσε η Βέμπο.

Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, όλα τα θέατρα ανεβάζουν «πατριωτικές επιθεωρήσεις» που σκίζουν μες στη ευφορία που δημιουργούν οι νίκες του ελληνικού στρατού στο μέτωπο. Στα παρασκήνια του θέατρου «Μοντιάλ» η Βέμπο προσεγγίζει τον Τραϊφόρο και του ζητάει να της γράψει ένα πολεμικό τραγούδι, πάνω στη μουσική της «Ζεχρά».

Για χάρη της, γράφει σε ένα διάλειμμα της παράστασης το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά». Της το διαβάζει, αλλά η Σοφία βρίσκει σκληρό το τέλος που λέει «αν δεν΄ρθείτε νικηταί, να μην έρθετε ποτέ». Του ζητά να το αλλάξει κι ο Τραϊφόρος αντικαθιστά τον στίχο με το «με της νίκης τα κλαδιά, σας προσμένουμε παιδιά».

Το ίδιο βράδυ κιόλας, η Βέμπο το παρουσιάζει στη σκηνή, με το κοινό να την αποθεώνει. Η «τραγουδίστρια της νίκης» έχει μόλις γεννηθεί, ενώ τον χαρακτηρισμό αυτό της απέδωσε ο Αχιλλέας Μαμάκης. Όμως γεννήθηκε κι ένας μεγάλος, ισοπεδωτικός έρωτας με τον Τραϊφόρο.

Η επίθεση από Ιταλό

Η φήμη της Βέμπο έφτασε μέχρι και στους Ιταλούς, και κάποιοι θέλησαν να την εκδικηθούν. Προσπάθησαν πολλές φορές να την τρομοκρατήσουν, ενώ λέγεται πως έφτασαν ακόμη και σε άνανδρες επιθέσεις.

Ένα βράδυ ενώ επέστρεφε από τη βραδινή της παράσταση, ένας Ιταλός την πλησίασε και τη χτύπησε δυνατά με σιδερογροθιά στο πρόσωπο. Όταν την ενημέρωσαν αργότερα, ότι την χτύπησαν για να την παραμορφώσουν ώστε να μην εμφανίζεται στο θέατρο, εκείνη απάντησε: «Θα τραγουδάω στο ραδιόφωνο».

Τον Αύγουστο του 1941 κλήθηκε στην Αστυνομία Αθηνών, όπου ενημερώθηκε, ότι δεν θα μπορούσε να ξανατραγουδήσει και να εμφανιστεί στο θέατρο. Μετά τις αντιδράσεις του κόσμου, η απόφαση άλλαξε και επέστρεψε στη σκηνή υπό αυστηρούς όρους για το ρεπερτόριό της. Ωστόσο, Ιταλοί και Γερμανοί πραγματοποιούσαν συνεχώς εφόδους στο σπίτι της, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να τη συλλάβουν και να καταλήξει στις φυλακές Αβέρωφ. Όταν τελικά την άφησαν ελεύθερη, είχε έρθει πλέον η ώρα να εγκαταλείψει την Ελλάδα.

Η φυγή στην Αίγυπτο και ο γάμος με τον Τραϊφόρο

Με την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα φυγαδεύεται μεταμφιεσμένη σε καλόγρια στη Μέση Ανατολή, όπου συνεχίζει να τραγουδά για τα εκεί ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα.

Βέμπο και Τραϊφόρος, το 1942, αρραβωνιάστηκαν στην Αίγυπτο. Μετά την απελευθέρωση επέστρεψαν στην Αθήνα, όμως το 1946, και ενώ η επιθεώρησή τους «Ελλάδα μου κουράγιο» γνωρίζει εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία, ο αδελφός της Σοφίας Βέμπο ανακοινώνει ότι η τραγουδίστρια θα πάει στην Αμερική για περιοδεία.

Ο Τραϊφόρος προσπαθεί να την μεταπείσει να μείνει στην Ελλάδα, αλλά οι προσπάθειές του πέφτουν στο κενό. Όταν, ύστερα από καιρό, λαμβάνει ένα μάλλον ψυχρό και αδιάφορο γράμμα από τη Σοφία, εκείνος, αντί για απάντηση, της γράφει τους στίχους του τραγουδιού: «Ας ερχόσουν για λίγο, μοναχά για ένα βράδυ/ να γεμίσεις με φως το φριχτό μου σκοτάδι».

Το τραγούδι σημειώνει τεράστια επιτυχία με πρώτη ερμηνεύτρια τη Δανάη Στρατηγοπούλου. Εκείνη συγκινείται και επιστρέφει. Παντρεύτηκαν το 1957 και απέκτησαν μία κόρη, τη Χάιδω. Ωστόσο η σχέση τους υπήρξε θυελλώδης, γεμάτη ζήλειες, εντάσεις, χωρισμούς και επανασυνδέσεις.

Σε συνέντευξή της στο περιοδικό “Πρώτο”, είχε πει για τον Τραϊφόρο: «Την αγάπη την βρήκα στον άντρα μου τον Μίμη Τραϊφόρο. Είναι υπέροχος, χρυσός, αλλά πιο κοντός από μένα»!

Η Βέμπο στο σινεμά

Η Σοφία Βέμπο εμφανίστηκε και στον κινηματογράφο. Μετά το ντεμπούτο της το 1938 στην «Προσφυγοπούλα», η τραγουδίστρια εμφανίζεται ξανά στην μεγάλη οθόνη. Συγκεκριμένα, το 1955 στη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη, όπου υποδυόταν τη Μαρία, φίλη της Στέλλας και τραγουδίστρια στον “Παράδεισο”. Η εμφάνισή της προκάλεσε αίσθηση κι απέσπασε θετικές κριτικές.

Το 1959 πρωταγωνίστησε στην ταινία «Στουρνάρα 288», όπου υποδύεται μια διάσημη τραγουδίστρια που ξεχάστηκε από τους θαυμαστές της κι εργαζόταν ως καθηγήτρια πιάνου. Από εκεί και πέρα δεν την είδαμε ξανά στη μεγάλη οθόνη και όπως είχε πει η ίδια, στο περιοδικό “Πρώτο”, δεν την είχαν ζητήσει ξανά σε κάποιο ρόλο.

Όταν άνοιξε την πόρτα της σε φοιτητές

Από τις αρχές του 1970 είχε κόψει δεσμούς με την τέχνη του τραγουδιού και του θεάτρου. Ζούσε με τον σύζυγο, Μίμη Τραϊφόρο, εθισμένη στο αλκοόλ και τα ηρεμιστικά, ενώ είχε κάποιες συμμετοχές στις κιτς φιέστες της χούντας, τραγουδώντας τα πατριωτικά άσματα του Έπους του ΄40, προκαλώντας μόνο κακό στην εικόνα της.

el.wikipedia.org

Τη βραδιά του Πολυτεχνείου, η Σοφία Βέμπο βρισκόταν στο διαμέρισμα της επί της οδού Στουρνάρα και παρακολουθούσε τα τανκς από το μπαλκόνι της να εισβάλλουν στο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Λίγο αργότερα κατέβηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας της, άνοιξε την πόρτα και έβαλε μέσα, στο σπίτι της, όσους φοιτητές έβλεπε να περνάνε αλαφιασμένοι από μπροστά της. Η κίνηση της αυτή μαθεύτηκε, διαδόθηκε αμέσως και έτσι η Ασφάλεια χτύπησε το κουδούνι της. Η ίδια αρνήθηκε ότι συμβαίνει κάτι και οι ασφαλίτες αποχώρησαν.

Η εμφάνισή της στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Καλλιμάρμαρο για την επάνοδο της Δημοκρατίας, τραγουδώντας «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά, / και τα τανκς γονάτισαν κείνη τη βραδιά…» ήρθε να απαλύνει τις θλιβερές εντυπώσεις από την παρουσία της πάνω στα κακόγουστα άρματα στις φιέστες των συνταγματαρχών λίγα χρόνια πριν στον ίδιο χώρο

Η Σοφία Βέμπο έφυγε από τη ζωή στις 11 Μαρτίου του ’78 , από εγκεφαλικό επεισόδιο.

Διαβάστε επίσης