Εικόνες του Ιωνάθαν, έργα ραμφισμένα σε ψαμμόλιθο που τον έδειχναν με μεγάλα θλιμμένα μάτια από μοβ κοχύλια, ξεπήδησαν σε όλη την ακτή, σε κάθε τύμβο και αντίγραφο τύμβου, κέντρα μιας λατρείας, που είχε γίνει κι αυτή εξίσου βαριά με τις πέτρες των τύμβων.

Σε λιγότερο από διακόσια χρόνια σχεδόν κάθε στοιχείο της διδασκαλίας του Ιωνάθαν είχε αφαιρεθεί από την καθημερινή πρακτική απλά και μόνο επειδή ήταν Ιερό, και επομένως ξεπερνούσε τις φιλοδοξίες των κοινών γλάρων που ήταν πιο ταπεινοί κι απ’ τις ψείρες της θάλασσας. Με το πέρασμα του χρόνου, οι τελετές και οι ιεροτελεστίες που αναπτύχθηκαν γύρω από το όνομα του Γλάρου Ιωνάθαν πήραν χαρακτηριστικά μονομανίας. Από την άλλη μεριά, οι γλάροι που είχαν ανεξάρτητη σκέψη έφταναν στο σημείο να αλλάζουν πορεία καθώς πετούσαν, για να μη βλέπουν καν τους τύμβους, επειδή ήταν προϊόντα τελετουργίας και δεισιδαιμονίας εκείνων που προτιμούσαν τις δικαιολογίες για την αποτυχία τους αντί για τη σκληρή δουλειά και το μεγαλείο. Έτσι, συνέβη το παράδοξο, οι σκεπτόμενοι γλάροι να κλείνουν τη σκέψη τους μόλις άκουγαν ορισμένες λέξεις: «Πτήση», «Τύμβος», «Μεγάλος Γλάρος», «Ιωνάθαν». Σε όλα τα άλλα θέματα ήταν τα πιο λογικά και έντιμα πουλιά στο Σμήνος, όπως ήταν και ο Ιωνάθαν, αλλά μόλις ακουγόταν το όνομά του ή οποιαδήποτε από τις λέξεις που κακοποιούσαν τόσο άσχημα οι Επίσημοι Τοπικοί Μαθητές, το μυαλό τους έκλεινε ερμητικά και αρνιούνταν να ακούσουν.

Επειδή ήταν περίεργοι, άρχισαν να πειραματίζονται με την πτήση, αν και δεν χρησιμοποιούσαν ποτέ αυτή τη λέξη. «Δεν είναι πτήση», διαβεβαίωναν ξανά και ξανά τον εαυτό τους. «Είναι απλώς ένας τρόπος για να διαπιστώσουμε τι είναι αλήθεια». Έτσι, απορρίπτοντας τους «Μαθητές» έγιναν μαθητές οι ίδιοι. Απορρίπτοντας το όνομα του Γλάρου Ιωνάθαν, εφάρμοζαν το μήνυμα που είχε φέρει στο Σμήνος.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι έγινε καμία θορυβώδης επανάσταση. Δεν υπήρχαν ούτε φωνές ούτε λάβαρα. Όμως κάποιοι γλάροι όπως ο Γλάρος Άντονι, για παράδειγμα, που δεν είχε αποκτήσει ακόμη τα φτερά της ενηλικίωσης, άρχισαν να κάνουν ερωτήσεις.

«Κοίτα», είπε στον Επίσημο Τοπικό Μαθητή. «Τα πουλιά που έρχονται να σ’ ακούσουν κάθε Τρίτη έρχονται για τρεις λόγους, έτσι δεν είναι; Επειδή πιστεύουν ότι θα μάθουν κάτι ή επειδή πιστεύουν ότι βάζοντας άλλο ένα βότσαλο στον Τύμβο θα γίνουν άγιοι ή επειδή οι άλλοι περιμένουν από αυτούς να έρθουν. Σωστά;»
«Κι εσύ δεν έχεις τίποτα να μάθεις, νεοσσέ μου;»
«Όχι. Υπάρχει κάτι να μάθω, αλλά δεν ξέρω τι είναι. Ένα εκατομμύριο βότσαλα δεν θα με κάνουν άγιο αν δεν το αξίζω, και δεν με νοιάζει τι σκέφτονται οι άλλοι γλάροι για μένα».
«Και ποια είναι η δική σου απάντηση, νεοσσέ;» ρώτησε ο Επίσημος Τοπικός Μαθητής, λιγάκι ταραγμένος από αυτές τις αιρετικές απόψεις. «Δεν βλέπεις το θαύμα της ζωής; Ο Μέγας-Γλάρος-Ιωνάθαν-που-Άγιο-να-Είναι-τ’-Όνομά-του είπε ότι η πτήση…»
«Η ζωή δεν είναι θαύμα, Επίσημε, είναι σκέτη ανία. Ο Μέγας Γλάρος Ιωνάθαν είναι ένας μύθος που έφτιαξε κάποιος πριν από πολύ καιρό, ένα παραμύθι που πιστεύουν οι αδύναμοι επειδή δεν αντέχουν να αντιμετωπίσουν τον κόσμο όπως είναι. Φαντάσου! Ένας γλάρος που πετούσε με διακόσια μίλια την ώρα! Το δοκίμασα, και το πιο γρήγορο που μπορώ να πάω είναι πενήντα μίλια, με κάθετη βουτιά, και ακόμη και στα πενήντα μίλια ουσιαστικά δεν έχω κανέναν έλεγχο. Υπάρχουν νόμοι της πτήσης που δεν παραβιάζονται και, αν δεν το πιστεύεις, πήγαινε και δοκίμασε! Πιστεύεις ειλικρινά -ειλικρινά όμως- ότι ο μεγάλος σας Γλάρος Ιωνάθαν πετούσε με διακόσια μίλια την ώρα;»
«Κι ακόμη παραπάνω», είπε ο Επίσημος, με απόλυτη τυφλή πίστη. «Και δίδαξε και άλλους να πετούν τόσο γρήγορα».
«Έτσι λέει το παραμύθι σας. Όμως, όταν μου δείξεις ότι μπορείς να πετάξεις τόσο γρήγορα, Επίσημε, τότε θα αρχίσω να ακούω αυτά που λες».

Να το κλειδί λοιπόν – ο Γλάρος Άντονι το κατάλαβε τη στιγμή που είπε αυτά τα λόγια. Δεν ήξερε τις απαντήσεις στα ερωτήματά του, ήξερε όμως ότι θα έδινε ευχαρίστως τη ζωή του για να ακολουθήσει οποιονδήποτε γλάρο θα μπορούσε να του αποδείξει αυτά που έλεγε, να του δείξει μερικές λύσεις που να είναι αποτελεσματικές στην πράξη, που να φέρνουν τελειότητα και χαρά στην καθημερινή ζωή. Μέχρι να βρει αυτόν το γλάρο, η ζωή θα παρέμενε γκρίζα και ζοφερή, παράλογη, χωρίς σκοπό. Κάθε γλάρος θα παρέμενε μια συμπτωματική συλλογή από σάρκα και φτερά που κατευθυνόταν προς τη λήθη.

Ο Γλάρος Άντονι τράβηξε τον δικό του δρόμο, όπως έκαναν όλο και περισσότεροι νεαροί γλάροι, απορρίπτοντας τις απολιθωμένες τελετές και τελετουργίες που γίνονταν στο όνομα του Γλάρου Ιωνάθαν, θλιμμένοι με τη ματαιότητα της ζωής, αλλά τουλάχιστον ειλικρινείς με τον εαυτό τους και αρκετά γενναίοι για να δεχθούν ότι η ζωή ήταν μάταιη.

Ένα απόγευμα ο Άντονι πετούσε πάνω από τη θάλασσα και, όπως σκεφτόταν ότι η ζωή είναι ανώφελη και κάτι ανώφελο εξ ορισμού δεν έχει νόημα, του φάνηκε πως η μοναδική σωστή πράξη ήταν να βουτήξει κάτω στον ωκεανό και να πνιγεί. Καλύτερα να μην υπήρχε καθόλου παρά να υπήρχε όπως τα φύκια, δίχως νόημα ή χαρά.

Ήταν ένα καθαρά λογικό συμπέρασμα, και ο Γλάρος Άντονι προσπαθούσε σε όλη του τη ζωή να είναι ειλικρινής και λογικός. Έτσι κι αλλιώς, αφού θα πέθαινε αργά ή γρήγορα, δεν έβλεπε κανένα λόγο να παρατείνει την οδυνηρή ανία της ζωής.

Έτσι, ανέβηκε στα εξακόσια μέτρα και άρχισε μια βουτιά ίσια προς το νερό, κατεβαίνοντας σχεδόν με πενήντα μίλια την ώρα. Ένιωθε μια παράξενη αγαλλίαση επειδή είχε πάρει την απόφαση επιτέλους. Είχε βρει τη μοναδική απάντηση που είχε κάποια λογική.

Περίπου στα μισά αυτής της βουτιάς θανάτου, με τη θάλασσα να παίρνει κλίση και να γίνεται μια απέραντη επιφάνεια από κάτω του, ακούστηκε ένα δυνατό σφυριχτό βουητό δίπλα στο δεξί του φτερό και ένας άλλος γλάρος τον προσπέρασε… τον προσπέρασε λες και στεκόταν ακίνητος στην παραλία. Φαινόταν μόνο μια λευκή γραμμή να κατεβαίνει αστραπιαία, ένας θολός μετεωρίτης από το διάστημα. Ο Άντονι, ξαφνιασμένος, φρενάρισε καμπυλώνοντας τα φτερά του και απέμεινε να κοιτάζει απορημένος και ανήμπορος το θέαμα.

Ο γλάρος συνέχισε να κατεβαίνει προς τη θάλασσα, μια θολή λευκή κουκκίδα που μίκραινε, μέχρι που πέρασε ξυστά πάνω από τα κύματα κι άρχισε να ανεβαίνει πάλι κάθετα, με το ράμφος να δείχνει στον ουρανό, ενώ ταυτόχρονα εκτελούσε μια μεγάλη αργή κατακόρυφη περιστροφή γύρω από τον άξονά του, για να κλείσει διαγράφοντας έναν απίστευτο τέλειο κύκλο στον αέρα.

Ο Άντονι έχασε την ισορροπία του εκεί που παρακολουθούσε κι άρχισε να πέφτει. Ξέχασε πού βρισκόταν και την έχασε πάλι. «Παίρνω όρκο», είπε δυνατά, «παίρνω όρκο ότι αυτό ήταν γλάρος!» Γύρισε αμέσως προς το άλλο πουλί, που έδειχνε να μην τον έχει προσέξει. «Ε!» φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. «Ε! ΠΕΡΙΜΕΝΕ!»

Ο γλάρος αμέσως έστριψε παίρνοντας κλίση και, πετώντας με τρομερή ταχύτητα, κατευθύνθηκε προς το μέρος του. Ο Άντονι, ενώ πετούσε οριζόντια, σηκώθηκε κατακόρυφα προς τα πάνω και σταμάτησε ξαφνικά στον αέρα, όπως σταματά ένας σκιέρ την κάθοδό του στο τέλος της πλαγιάς.

«Ε!» Ο Άντονι ήταν λαχανιασμένος. «Τι… τι κάνεις εκεί;» Ήταν ανόητη ερώτηση, αλλά δεν ήξερε τι άλλο να πει.
«Με συγχωρείς αν σε ξάφνιασα», είπε ο άγνωστος, με μια φωνή καθαρή και φιλική σαν τον άνεμο. «Δεν υπήρχε κίνδυνος, σ’ έβλεπα συνέχεια. Απλώς έπαιζα… Δεν θα σε χτυπούσα».
«Όχι! Όχι, δεν εννοώ αυτό». Ο Άντονι ένιωθε ξύπνιος και ολοζώντανος για πρώτη φορά στη ζωή του, ένιωθε εμπνευσμένος. «Τι ήταν αυτό που έκανες;»
«Α, μερικοί ωραίοι ελιγμοί, μάλλον. Βουτιά και κατακόρυφη έξοδος με αργή περιστροφή και μετά μια λούπα στο τέλος. Απλώς παίζω. Αν θέλεις να το κάνεις καλά, χρειάζεται λίγη εξάσκηση, όμως είναι ωραίος ελιγμός, δεν νομίζεις;»
«Ωραίος; Είναι, είναι… υπέροχος, αυτό είναι! Αλλά δεν σ’ έχω δει ποτέ στο Σμήνος. Ποιος είσαι;»
«Μπορείς να με λες Ίωνα».

Richard Bach: Ο Γλάρος Ιωνάθαν, Το κρυμμένο για χρόνια Τέταρτο Μέρος, απόσπασμα

Photo cover:pixabay.com/lizzyliz-gull

Διαβάστε επίσης: