Αυτό δεν είναι ταξίδι με πλοίο, είναι ταξίδι στ’ όνειρο.

Στο Ελληνικό Αρχιπέλαγος, είχα την αντίθετη εντύπωση.

Στον κύκλο του ορίζοντα ξεπρόβαλλαν ολοένα νέα νησιά.

Οι άδεντρες ραχοκοκαλιές τους χάραζαν τα όρια τ’ ουρανού, οι απότομες όχτες τους έρχονταν σ’ αντίθεση με τη θάλασσα.

Καμιά περίπτωση συγχύσεως.

Μεσ’ στο καθάριο φως, όλα ήταν σημεία αναγνωρίσεως.

Με το μικρό μας πλοίο που προχωρούσε αργά απ’ το ένα νησί στο άλλο, είχα την εντύπωση ότι γλιστρούσα νύχτα μέρα στη ράχη χαμηλών δροσερών κυμάτων, σ’ ένα ταξίδι γεμάτο αφρό και γέλια.

Η Ελλάδα άφησε μέσα μου κάτι τι, μαζεύτηκε ανάλαφρη μέσα μου, σε μια γωνιά της μνήμης μου, απ’ τον καιρό εκείνο.

Ορίστε τώρα, παρασύρομαι, γίνομαι λυρικός, σταματήστε με, σας παρακαλώ, για όνομα του Θεού.

Επί τη ευκαιρία, την ξέρετε την Ελλάδα;

Όχι; Τόσο το καλύτερο.

Τι δουλειά έχουμε εμείς εκεί πέρα, σας παρακαλώ;

Χρειάζεται καθαρή καρδιά για να πας στην Ελλάδα.

Ξέρετε πως εκεί κάτω, οι φίλοι περπατούν στους δρόμους δυο-δυο κρατημενοι χέρι με χέρι;

Μάλιστα οι γυναίκες μένουν κλεισμένες στο σπίτι και βλέπεις άντρες ώριμους, αξιοπρεπείς, με μουστάκια, να περπατούν αργά στο πεζοδρόμιο κρατώντας σφιχτά το χέρι του φίλου.

Και στην Ανατολή γίνεται το ίδιο; Μπορεί.

Μα πήτε μου, θα παίρνατε ποτέ το χέρι μου στους δρόμους του Παρισιού;

Πώς; Αστειεύομαι, έχουμε την αίσθηση του “καθωσπρεπισμού” εμείς, κι η βρωμιά μας μας δίνει ένα βερνίκι πολιτισμού.

Προτού εμφανιστούμε στα Ελληνικά νησιά, θ’ άπρεπε να πλυθούμε καλά.

Εκεί ο αέρας είναι καθαρός, η θάλασσα κι η χαρά, άσπιλες.

Κι εμείς…


Αλμπέρ Καμύ, “Πτώση” (1946), μετάφραση Λέανδρος Πολενάκης, εκδ. “Άγκυρα”, απόσπασμα

Photo cover:pixabay.com/Thanasis P.

Διαβάστε επίσης: