Το ημερολόγιο γράφει 25 Φεβρουαρίου 1973. Η Αθήνα βρίσκεται σε ρυθμούς Αποκριών και ο κόσμος βγαίνει έξω να διασκεδάσει την τελευταία Κυριακή. Το ίδιο έκαναν και δύο αδέλφια: ο Νίκος και ο Δημοσθένης Κοεμτζής, οι οποίοι επισκέφτηκαν μαζί με άλλες δύο κοπέλες, το νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα» της Κυψέλης που τραγουδούσε ο Κώστας Καρουσάκης.

Ο πορτιέρης αρχικά δεν αφήνει την παρέα να μπει μέσα, γίνεται μια παρεξήγηση και με τα πολλά περνάνε. Το κέφι, όμως, του 25χρονου τότε Νίκου Κοεμτζή, ο οποίος είχε μόλις αποφυλακιστεί μετά την έκτιση ποινής για κλοπές, είχε χαλάσει. Όλο το βράδυ έμοιαζε με σπίρτο έτοιμο να ανάψει. Και η… ευκαιρία δεν άργησε να έρθει. Το αλκοόλ στην παρέα έρεε άφθονο.

«Είναι παραγγελιά ρεεεεε»

Κάποια στιγμή ζητά από τον μικρότερο αδελφό του να χορέψει ένα ζεϊμπέκικο για να τον καμαρώσει, με τον 28χρονο να δίνει «παραγγελιά» για τις «Bεργούλες» του Μάρκου Βαμβακάρη. Ο Τάκης Αθανασιάδης, ο άλλος τραγουδιστής του κέντρου, ζητά από τον κόσμο που είναι στην πίστα να αποχωρήσει γιατί θα τραγουδήσει «παραγγελιά».

Ο άγραφος νόμος της νύχτας έλεγε τότε πως η παραγγελιά είναι κάτι σαν ιερή στιγμή γι΄ αυτόν που την δίνει και οι υπόλοιποι τη σέβονται. Οι πρώτες νότες από τις “Βεργούλες” παίζουν και ο Δημοσθένης Κοεμτζής ρίχνει τις πρώτες στροφές. Στο κέντρο εκείνο το βράδυ ήταν και μία παρέα χωροφυλάκων με πολιτικά. Μαθημένοι με το “αποφασίζομεν και διατάσσομεν” της Χούντας, δύο από αυτούς ανεβαίνουν επιδεικτικά στην πίστα κι αρχίζουν να χορεύουν, σπάζοντας τον νόμο της παραγγελιάς.

Οι δύο χωροφύλακες περισσότερο προκαλούν τον 28χρονο παρά χορεύουν, ενώ κάνουν ότι δεν ακούν τον τραγουδιστή Τάκη Αθανασιάδη ο οποίος φωνάζει από το μικρόφωνο ότι το τραγούδι είναι «παραγγελιά», θέλοντας να αποφύγει μία συμπλοκή.

Ο Νίκος Κοεμτζής θολώνει. Βγάζει το στιλέτο από την τσέπη του και ορμάει με μένος στους χωροφύλακες, φωνάζοντας «παραγγελιάάάάάάάάάάάά ρε, παραγγελιάάάάάάά». Μέσα σε λιγότερο από ενάμιση λεπτό η πίστα βάφεται κόκκινη από το αίμα των χωροφυλάκων και τουλάχιστον έξι θαμώνων, με τον Νίκο Κοεμτζή να μαχαιρώνει όποιον βλέπει μπροστά του.

Ο κόσμος τρέχει πανικόβλητος έξω από το μαγαζί για να σωθεί από το δολοφονικό αμόκ. Τα δύο αδέρφια φεύγουν τρέχοντας από τη «Νεράιδα», αφήνοντας πίσω τους τρεις νεκρούς και έξι τραυματίες. Οι εφημερίδες της εποχής θα γράψουν ότι νεκροί είναι ο 28χρονος υπενωμοτάρχης Μανώλης Χριστοδουλάκης, ο 31χρονος αστυφύλακας Δημήτρης – Μιχαήλ Πεγιάς και ο 34χρονος φανοποιός Γιάννης Κούρτης.

Καταδικάστηκε τρεις φορές σε ισόβια

Λίγα 24ωρα μετά ο Κοεμτζής θα συλληφθεί στην περιοχή της Δάφνης με περιπετειώδη τρόπο, αφού αντιστάθηκε στη σύλληψη, απειλώντας τους αστυνομικούς με μαχαίρι. Δικάζεται τρεις φορές σε θάνατο και οκτώ φορές σε ισόβια, για ανθρωποκτονίες από πρόθεση.

Το 1977 καταργείται στη χώρα μας η θανατική ποινή κι έτσι ο Κοεμτζής γλιτώνει την εις θάνατον εκτέλεσή του και η ποινή του μετατρέπεται σε ισόβια. Παραμένει στη φυλακή για 23 χρόνια. Αποφυλακίζεται στις 29 Μαρτίου του 1996, λόγω καλής διαγωγής.

Στη φυλακή ο Νίκος Κοεμτζής είχε γράψει την αυτοβιογραφία του και με τη βοήθεια κάποιων ανθρώπων θα την εκδώσει σε βιβλίο και θα αρχίσει να την πουλάει τις καθημερινές έξω από τα δικαστήρια της οδού Ευελπίδων και κάθε Κυριακή στο Μοναστηράκι, υπογράφοντας αφιερώσεις στην πρώτη σελίδα.

Η ταινία «Παραγγελιά»

Η αιματοβαμμένη παραγγελιά θα αποτελέσει πηγή έμπνευσης για αρκετούς καλλιτέχνες, ενώ έγινε και ταινία με τον ομώνυμο τίτλο από τον Παύλο Τάσσιο, με τον Αντώνη Αντωνίου στον ρόλο του Νίκου Κοεμτζή και τον Αντώνη Καφετζόπουλο σε αυτόν του Δημοσθένη.

Μια ταινία που χαρακτηρίστηκε αριστούργημα, αν και αρκετοί κατηγόρησαν – κατά κάποιον τρόπο – τον Τάσσιο πως προσπάθησε μέσα από τη σκηνοθετική του ματιά να δικαιολογήσει τον Κοεμτζή. “Ντύνει” το μακελειό της Νεράιδας με τον μανδύα της αντίστασης κατά της εξουσίας, ενώ τα ποιήματα της Κατερίνας Γώγου με την ανατριχιαστική απαγγελία της εξυπηρετούν αυτό το σκοπό.

Ο Αντώνης Αντωνίου στον ρόλο του Κοεμτζή είναι ανατριχιαστικός. Και να σκεφτεί κανείς πως δεν ήταν η πρώτη επιλογή του σκηνοθέτη. Αν και ο ηθοποιός ήθελε πολύ τον ρόλο αυτό, ο Τάσιος τον προόριζε για το Νίκο Κούρκουλο. Όμως, εκείνος τον είχε αρνηθεί, καθώς – όπως είχε πει – “εγώ δεν παίζω αυτόν τον εγκληματία”.

Οι αιματοβαμμένες «Βεργούλες»

Το 1940 ο Μάρκος Βαμβακάρης γραμμοφωνεί το υπέροχο απτάλικο: “Τα δυο σου χέρια πήρανε” με συνοδεία του Απόστολου Χατζηχρήστου. Οι στίχοι του έχουν κάτι από τη στιχουργική λογική του δημοτικού μας τραγουδιού.

Το τραγούδι ανακαλύφθηκε ξανά είκοσι χρόνια αργότερα όταν η Κολούμπια αποφάσισε να ηχογραφήσει ξανά τα τραγούδια του Μάρκου με τη φωνή του Μπιθικώτση και με νέα ενορχήστρωση. Οι θρυλικές “Βεργούλες” έσπασαν τα ταμεία και η επιτυχία του τραγουδιού αποδεικνύεται από το γεγονός πως καθιερώθηκε ως ένα από “στάνταρ” ζεϊμπέκικα στα νυχτερινά μαγαζιά.

Γι’ αυτό ενδεχομένως και εκείνο το βράδυ του μακελειού, ο Κοεμτζής έκανε παραγγελιά της “Βεργούλες” που έκτοτε συνδέθηκαν με το τριπλό φονικό της Νεράιδας.

Ποιος ήταν ο Νίκος Κοεμτζής

Ο Νίκος Κοεμτζής γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1938 στο Αιγίνιο Πιερίας από μια φτωχή οικογένεια και μεγάλωσε με δυσκολίες και κακουχίες. Ήταν γιος του Παναγιώτη και της Αναστασίας Κοεμτζή, οι οποίοι, λόγω της συμμετοχής τους στο ΕΑΜ στην Κατοχή, υπέστησαν διώξεις από τις κρατικές αρχές.

Ο ίδιος μεγαλώνοντας είχε πάντα προβλήματα με την αστυνομία. Όταν δε άρχισαν να κυνηγούν τον ίδιο, λόγω του αριστερού παρελθόντος του πατέρα του, και να τον τραβολογούν κάθε τόσο στην Ασφάλεια, αλλά και να τον κακομεταχειρίζονται, το μίσος μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο. Ο ίδιος, πάντως, θεωρούσε πως οι αστυνομικοί που διασκέδαζαν το μοιραίο βράδυ στη «Νεράιδα» τον είχαν αναγνωρίσει και γι’ αυτό παρενόχλησαν την παρέα του.

Ο θάνατος του Κοεμτζή

Στις 23 Σεπτεμβρίου του 2011, ενώ βρισκόταν στο Μοναστηράκι και πωλούσε τα βιβλία του, καθισμένος στο μικρό ξύλινο τραπεζάκι του, ο Νίκος Κοεμτζής έπαθε έμφραγμα και λίγη ώρα μετά πέθανε από ανακοπή, στα 73 του χρόνια. «Πέθανε από την αφαγία και τη ζέστη», είπε ο Γιώργος Λιάνης, πρώην βουλευτής και υπουργός, και φίλος του Κοεμτζή, με τον οποίο είχαν έρθει πολύ κοντά, όταν ακόμα ήταν στη φυλακή στην Κέρκυρα και ο ίδιος δούλευε ως δημοσιογράφος στα «Νέα».

Διαβάστε επίσης