Πληθωρική, ισχυρή προσωπικότητα, η ρεμπέτισσα Μαρίκα Νίνου υπήρξε μία από τις καλύτερες φωνές που πέρασαν ποτέ από την Ελλάδα. Και μπορεί να έφυγε νωρίς από τη ζωή, όμως, πρόλαβε να αφήσει το δικό της στίγμα στο ελληνικό τραγούδι. Όπως άφησε εποχή και η συνεργασία της με τον Βασίλη Τσιτσάνη, με τον οποίο έζησε μία θυελλώδη, παράνομη σχέση, αφού και οι δύο ήταν παντρεμένοι, με τον σπουδαίο συνθέτη στο τέλος να επιλέγει την οικογένειά του, με τη Νίνου να πληγώνεται βαθιά από την απόρριψη αυτή.
Τα πρώτα χρόνια της ρεμπέτισσας
Το πραγματικό της όνομα ήταν Ευαγγελία Νικολαΐδου, ήταν Αρμένικης καταγωγής, όμως οι απόψεις σχετικά με το πού γεννήθηκε διίστανται. Άλλοι θεωρούν ότι γεννήθηκε στον Καύκασο, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι είδε το πρώτο φως πάνω στο πλοίο «Ευαγγελίστρια» -γι’ αυτό την βάφτισαν Ευαγγελία- που μετέφερε την οικογένεια της από τη Σμύρνη στον Πειραιά.
Το σίγουρο πάντως ήταν ότι η Μαρίκα δυσκολεύτηκε να έρθει σε αυτό τον κόσμο. Γεννήθηκε με μελανιές σε όλο της το σώμα και η οικογένεια της πίστεψε πως αποκλείεται να επιβιώσει, εκείνη όμως από νεογέννητο απέδειξε ότι είναι μαχήτρια.
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, με την οικογένειά της βρέθηκε στον Πειραιά και στο δημοτικό με παρότρυνση του δασκάλου της άρχισε να μαθαίνει μαντολίνο, ενώ συμμετείχε και στη σχολική χορωδία. Το ταλέντο της έλαμπε και η μητέρα της ήξερε ότι η κόρη της δεν υπήρχε περίπτωση να ακολουθήσει την προδιαγεγραμμένη πορεία των κοριτσιών της εποχής.
Οι δύο γάμοι
Στα δεκαεπτά της παντρεύτηκε τον πρώτο της άνδρα με προξενιό. Ήταν κι εκείνος Αρμένιος και κλειδαράς στο επάγγελμα. Μαζί του έκανε τον γιο της, τον Οβανές.
Ο γάμος τους έληξε το 1943, ενώ σε σύντομο χρονικό διάστημα η Βαγγελιώ (όπως την φώναζαν) γνωρίζει τον ακροβάτη, Νίκο -Νίνο- Νικολαΐδη, με τον οποίο παντρεύονται. Οι δύο τους ως Ντούο Νίνο εμφανίζονται σε διάφορα νυχτερινά κέντρα, κάνοντας ακροβατικά νούμερα. Στο σχήμα τους εντάσσουν και τον μικρό Οβανές και έτσι μετονομάζονται σε Δυόμισι Νίνο. Το όνομα Μαρίκα τής το έδωσε η πεθερά της επειδή της θύμιζε τη Μαρίκα Κοτοπούλη.
Η βελούδινη φωνή της και η ικανότητά της να εκφράζει τον πόνο του έρωτα αλλά και της ξενιτιάς χαρακτήριζαν τις ερμηνείες της, ενώ η πληθωρική της προσωπικότητα δεν περνούσε ποτέ απαρατήρητη. Σε μια από τις εμφανίσεις της την είδε ο Πέτρος Κυριακός, γνωστός θεατράνθρωπος την εποχής, που τη σύστησε στον Μανώλη Χιώτη, με τον οποίο ηχογράφησε δυο τραγούδια. Τον Οκτώβριο του 1948, ο Στελλάκης Περπινιάδης την ανέβασε στο πάλκο για πρώτη φορά, στο κέντρο «Φλόριντα» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Δίπλα του η Μαρίκα Νίνου έμαθε όλα τα μυστικά του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Η μοιραία γνωριμία με τον Τσιτσάνη
Ήταν το 1949, όταν ο Βασίλης Τσιτσάνης γνώρισε τη Μαρίκα Νίνου. Εκείνη την εποχή, ο συνθέτης εμφανιζόταν στο μαγαζί του «Τζίμη του χοντρού» στην Αχαρνών με τη Σωτηρία Μπέλλου. Κάποια στιγμή η Μπέλλου μπλέχτηκε σε καυγά με κάποιους βασιλικούς θαμώνες και έτσι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχήμα. Ο Τσιτσάνης τότε ζήτησε την Νίνου από τον Περπινιάδη για να την αντικαταστήσει.
Αν και δεν είχε τη φωνή της Μπέλλου, έβαζε ένα μοναδικό πάθος στις ερμηνείες της που τα τραγούδια μιλούσαν απευθείας στο συναίσθημα του κόσμου. Η συνεργασία αυτή στέφθηκε με επιτυχία και η προσωρινή αντικατάσταση της Νίνου έγινε μόνιμη συνεργασία. Τσιτσάνης – Νίνου σύντομα έγιναν ένα δυναμικό δίδυμο που έκανε θραύση στα πάλκα της εποχής.
Ο Τσιτσάνης άρχισε να ηχογραφεί τα καινούργια του τραγούδια με την φωνή της Νίνου και οι επιτυχίες διαδέχονταν η μια την άλλη. Η δεκαετία του ’50 θα μπει με τον καλύτερο τρόπο για το καλλιτεχνικό ζευγάρι, μιας και τα επόμενα χρόνια αποτέλεσαν ένα από τα πιο δημοφιλή ντουέτα της δισκογραφίας και της διασκέδασης. Οι δύο συνεργάτες ήρθαν πολύ κοντά και η σχέση τους δεν άργησε να περάσει από το πάλκο και στη ζωή.
Ο θυελλώδης παράνομος έρωτάς τους
Τσιτσάνης και Νίνου έγιναν ζευγάρι. Εκεί, στα κρυφά ξεκίνησαν να ζουν έναν παράνομο έρωτα, αφού και οι δύο ήταν παντρεμένοι με παιδιά. Ήξεραν ότι η σχέση αυτή δεν θα οδηγούσε κάπου, όμως, παραδόθηκαν και οι δύο στο πάθος. Ειδικά, ο Τσιτσάνης φέρεται να είχε ξεκαθαρίσει στην ερωμένη του πως δεν θα έπρεπε να περίμενε από εκείνον πολλά, αφού δεν ήταν διατεθειμένος να διαλύσει την οικογένειά του.
Όμως, η Μαρίκα Νίνου ήταν μια γυναίκα ερωτευμένη και προσπάθησε να τον κάνει δικό της με κάθε τρόπο. Ανέλαβε χρέη μάνατζερ και έκλεινε τις συμφωνίες για τις εμφανίσεις τους. Φρόντιζε –με πρόσχημα τις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις- να περνά περισσότερο χρόνο με εκείνη και όχι με την οικογένειά του. Ενώ λέγεται ότι ερχόταν συνεχώς σε προστριβές με άλλους συναδέλφους, αλλά και με την ίδια την οικογένεια του Τσιτσάνη.
Και κάπου εκεί, μοιραία ήρθαν τα πρώτα σύννεφα στη σχέση τους Ωστόσο, η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε μετά από ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, το 1951 όπου εκείνος σε μια κρίση ζήλιας έκανε ένα σύντομο δεσμό με μια ντόπια πριγκίπισσα και έτσι οι δρόμοι τους χώρισαν.
«Τι σήμερα τι αύριο τι τώρα… »
Το 1954, η Μαρίκα Νίνου διαγνώστηκε με καρκίνο στη μήτρα. Όταν ζήτησε από τον Τσιτσάνη να την συνοδέψει στην Αμερική προκειμένου να κάνουν μαζί συναυλίες, αλλά και η ίδια κάποιες θεραπείες για την ασθένειά της,, εκείνος της απάντησε με ένα τραγούδι – αποχαιρετισμό. Η Νίνου μπήκε στο στούντιο και το ηχογράφησε μεμιάς και με δάκρυα στα μάτια. Φαίνεται πως αντιλαμβανόταν κι εκείνη την μοναδικότητα της στιγμής που μια μεγάλη αγάπη έφτανε πια στο τέλος της.
«Τι σήμερα τι αύριο τι τώρα, αφού δε γίνεται μαζί να ζήσουμε κι αφού μας πήρε πια η κατηφόρα,
καλύτερα από τώρα να χωρίσουμε…», έλεγαν οι στίχοι.
Η Νίνου ξαναπήγε στην Αμερική το 1956 για θεραπείες. Προηγουμένως, είχε υποβληθεί στην Αθήνα σε εγχείρηση για τον καρκίνο, όμως, στην Αμερική έκανε ραγδαία μετάσταση. Επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου εργάστηκε για λίγο με φοβερούς πόνους. Πέθανε την Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 1957, σε ηλικία μόλις 35 ετών.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης δεν πήγε στην κηδεία της, όμως έγραψε το «Θέλω να είναι Κυριακή» που ερμήνευσε η Καίτη Γκρέι, ως μια συγγνώμη στην αγαπημένη του.