Ο Ζαννίνο είναι από τις πιο χαρακτηριστικές και αγαπημένες φιγούρες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Και παρά το γεγονός ότι έπαιζε σε δεύτερους λόγους, ξεχώριζε πάντα σε όποιες ταινίες και αν εμφανιζόταν, κερδίζοντας την εκτίμηση και την αγάπη του κοινού.

Και μπορεί το παρουσιαστικό του να σε προϊδέαζε πως επρόκειτο για έναν σκληρό άντρα, στην πραγματικότητα ο Ζαννίνο ήταν ένας καλοκάγαθος «γίγαντας» που δεν του άρεσαν οι φασαρίες και οι ίντριγκες. Και εκτός από καλός ηθοποιός, ήταν κι ένας καλός οικογενειάρχης. Και να φανταστεί κανείς πως για να παντρευτεί τη γυναίκα του, χρειάστηκε και οι δύο να περάσουν απίστευτες περιπέτειες και να τα βάλουν ακόμη και με τον υπόκοσμο, προκειμένου να είναι μαζί.

Πώς ο Ζαννίνο έσωσε τη γυναίκα του από τον υπόκοσμο

Η ιστορία αγάπης των δύο καλλιτεχνών (η Τζένη Ζαννίνου ήταν κι εκείνη ηθοποιός) μοιάζει με σενάριο ταινίας, ενώ είχε ένα περιπετειώδες ξεκίνημα. Ο Ζαννίνο και η σύζυγός του γνωρίστηκαν όταν ο ηθοποιός ήταν φαντάρος. Κατά τη διάρκεια μιας άδειας του επισκέφτηκε ένα υπόγειο στέκι καλλιτεχνών στην Ομόνοια και μόλις είδε την όμορφη Τζένη (το πραγματικό της όνομα ήταν Ζαφειρία Σφουντούρη) γοητεύτηκε από την παρουσία της.

Από τη σύντομη συζήτηση που είχαν, ο ηθοποιός πρόλαβε να μάθει ότι η Τζένη ήταν δευτεροετής μιας θεατρικής σχολής και έμενε σαν φιλοξενούμενη σε φιλικό της σπίτι στο Φάληρο. Όταν την επόμενη μέρα ρώτησε έναν συνάδελφο του περισσότερες πληροφορίες, ήρθε αντιμέτωπος με μια μεγάλη έκπληξη. Η κοπέλα είχε εξαπατηθεί από έναν επιχειρηματία και ενώ η ίδια νόμιζε ότι θα ξεκινούσε να εργάζεται σαν ηθοποιός, εκείνος την προόριζε για κονσομασιόν. Ο Ζαννίνο έγινε έξαλλος και αποφάσισε να την πάρει υπό την προστασία του.

Τη μετέφερε σε δικό του φιλικό σπίτι και την απομάκρυνε από τον απατεώνα επιχειρηματία. Έκτοτε οι δυο τους άρχισαν να δένονται και σύντομα έγιναν ζευγάρι.

Τον κατηγόρησαν ότι την έκλεψε!

Αλλά, οι περιπέτειες για το ερωτευμένο ζευγάρι δε σταμάτησαν εκεί. Ο έρωτάς τους έπεφτε συνεχώς πάνω σε εμπόδια που όμως κατάφερναν να τα ξεπερνούν. Το ίδιο συνέβη και με τη νέα περιπέτεια με την οποία βρέθηκαν αντιμέτωποι.

Ένα πρωινό την ώρα που ο Ζαννίνο καθόταν σε ένα καφενείο, τον πλησίασαν δύο αστυνομικοί με πολιτικά και του ζήτησαν να τους ακολουθήσει στο τμήμα, καθώς μια κυρία τον κατηγορούσε ότι είχε κλέψει την κόρη της. Ο ηθοποιός αμέσως ειδοποίησε τον διοικητή του στον στρατό, που γνώριζε προσωπικά την Τζένη και της είχε δώσει και την άδεια να μένει δίπλα στη δική του γυναίκα, μέχρι να τελειώσει τη θητεία του ο αγαπημένος της.

Φτάνοντας στο αστυνομικό τμήμα ο ηθοποιός αντίκρισε μια έξαλλη ηλικιωμένη κυρία η οποία τον κατηγορούσε ότι έκλεψε την κόρη της. Στην πορεία, όμως, αποδείχτηκε πως ήταν η θεία της, με τη νεαρή Τζένη να ξεκαθαρίζει πως θέλει να είναι με τον σύντροφό της. Και κάπως έτσι, το ζευγάρι ξεπέρασε και αυτό το εμπόδιο.

Λίγο καιρό αργότερα παντρεύτηκαν και απέκτησαν την κόρη τους, Σόφη η οποία ακολούθησε τα καλλιτεχνικά βήματα των γονιών της.

Η άγνωστη ιστορία πίσω από το όνομα «Ζαννίνο»

Ο ηθοποιός έκανε καριέρα με το «Ζαννίνο». Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιάννης Παπαδόπουλος. Με αυτό ξεκίνησε την καριέρα του ως χορευτής στο μπαλέτο. Στις αρχές της δεκαετίας του ’40. ένα βραδύ, ο θίασος του εμφανίστηκε στη διάσημη «Μάντρα του Αττίκ». Ο Αττίκ σκόπευε να παρουσιάσει τον νεαρό χορευτή στο κοινό και ρώτησε το όνομά του.

Το «Γιάννης» όμως δεν του άρεσε, καθώς το θεώρησε πολύ κοινότυπο και συνηθισμένο για καλλιτέχνη. Τη στιγμή εκείνη, η διευθύντρια του μπαλέτου, Σοφία Ραμαζώφ αναφώνησε «Νίνο, φόρα τις άσπρες μπότες!» και ο Αττίκ απόρησε με την προσφώνηση. Έγινε φανερό πως το παρατσούκλι του Παπαδόπουλου στο μπουλούκι ήταν Νίνο και του το είχε δώσει η Ραμαζώφ. Ο Αττίκ αποκρίθηκε: «Τότε τι Γιάννης και κουραφέξαλα; Γιάννης δηλαδή Ζαν. Ζαν και Νίνο ίσον Ζαννίνο. Έτσι θα σε αναγγείλω, Ζαννίνο»

Έτσι, ο Αττίκ έγινε ο καλλιτεχνικός νονός του Παπαδόπουλου. Το όνομα Ζαννίνο έμεινε για πάντα. Από τότε, δεν ξαναχρησιμοποίησε το πραγματικό του όνομα που ξεχάστηκε. Το ψευδώνυμο Ζαννίνο χρησιμοποίησε αργότερα και η σύζυγος και η κόρη του.

Αντλήθηκαν πληροφορίες από το βιβλίο του Αντώνη Μιχ. Πρέκα, «Σαν παλιό σινεμά».

Διαβάστε επίσης