Ήταν Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου του 1883, ημέρα των ψυχών, όταν είδε το πρώτο φως του κόσμου, ο Νίκος Καζαντζάκης. Η γριά μαμή τον φούχτωσε στα χέρια της, τον πήγε στο φως και τον κοίταξε καλά καλά, σαν να ’βλεπε λες μυστικά σημάδια απάνω του, τον σήκωσε αψηλά κι είπε: «Ετούτο το παιδί, να μου το θυμηθείτε, μια μέρα θα γίνει δεσπότης».
Μεγαλώνοντας ο Νίκος Καζαντζάκης δεν έγινε δεσπότης, όμως, η σχέση του με την Εκκλησία ήταν… αφοριστική. Συγγραφέας, δημοσιογράφος, πολιτικός, μουσικός, ποιητής και φιλόσοφος, με πλούσιο λογοτεχνικό, ποιητικό και μεταφραστικό έργο, αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες και ως ο περισσότερο μεταφρασμένος παγκοσμίως. Εξαιτίας, όμως, των ιδεών του, αλλά κυρίως λόγω του έργου του, ήρθε πολλές φορές αντιμέτωπος με τη σκληρή κριτική του κοινού και σε ρήξη με την Εκκλησία.
Όταν η εκκλησία ήθελε να τον αφορίσει
Η πρώτη εκκλησιαστική αντίδραση στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη εκδηλώθηκε το 1928, όταν ο επίσκοπος Σύρου Αθανάσιος με υπόμνημά του στη Σύνοδο καταδίκαζε την Ασκητική. Σημαντικό ρόλο στην ενασχόληση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος με το έργο του συγγραφέα διαδραμάτισε ο Τύπος της εποχής και κυρίως η εφημερίδα Εστία, που με τη δημοσίευση των άρθρων της, έφερε την Εκκλησία ενώπιον του ζητήματος.
Συγκεκριμένα, μετά την κυκλοφορία του μυθιστορήματος Καπετάν Μιχάλης από τις εκδόσεις Μαυρίδης το 1953, δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα σχόλια που αποσκοπούσαν στην αποτροπή του αναγνωστικού κοινού από την ανάγνωση του έργου. Στις 22 Ιανουαρίου 1954 άρθρο υπογεγραμμένο από τον Κρητικό με τίτλο «Ένα βιβλίο διασύρει την Κρήτην και την θρησκείαν», καλούσε την Ιερά Σύνοδο και την Αρχιεπισκοπή να μην αφήσει ακαθοδήγητους τους πιστούς έναντι των ερυθρών υβριστών της θρησκείας.
Στις 10 Μαΐου 1954 η ίδια εφημερίδα με ανταπόκρισή της από τις ΗΠΑ παράθετε ανακοινωθέν της Ελληνικής Αρχιεπισκοπής Β. και Ν. Αμερικής σύμφωνα με το οποίο συνεδρίασαν οι ιερατικοί προϊστάμενοι με αφορμή δημοσίευμα της Εστίας και καταδίκασαν τον «Τελευταίο πειρασμό».
Ο Νίκος Καζαντζάκης, το 1954, απαντώντας στις απειλές της Εκκλησίας είχε γράψει σε επιστολή του: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ».
Οι αντιδράσεις για τον αφορισμό και ο ρόλος του Πατριάρχη
Οι προθέσεις της Εκκλησίας να αφορίσει τον Καζαντζάκη είχαν προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις, τόσο στον πνευματικό κόσμο, όσο και στον πολιτικό. Ο νεαρός τότε βουλευτής Κωνσταντίνος Μητσοτάκης επέκρινε την «επιχειρούμενη δίωξη του πνεύματος».
Ο δήμος Αθηναίων ζήτησε την αποτροπή οποιασδήποτε δίωξης των έργων του συγγραφέα, ενώ οι δημοτικοί σύμβουλοι Θεσσαλονίκης χαρακτήρισαν την απαγόρευση «πλήγμα για τον πολιτισμό». Το θέμα πέρασε και στον Τύπο της εποχής, με τις εφημερίδες να μεγεθύνουν την κόντρα. Ο Νίκος Καζαντζάκης τήρησε διακριτική στάση, αποφεύγοντας να πάρει θέση. Ίσως και αυτή η στάση να υποδήλωνε και τη βαθιά πικρία του για την ακραία αντιμετώπιση που είχε από την εκκλησία.
Το ζήτημα του αφορισμού του Καζαντζάκη έφτασε στην Ιερά Σύνοδο, όπου αποφασίστηκε από την πλειοψηφία ότι η εκκλησία δεν θα έπρεπε να παρέμβει επίσημα και ότι το θέμα θα εξετάζονταν από το Μητροπολίτη Κασσανδρείας Καλλίνικο και από δύο καθηγητές της Θεολογικής Σχολής.
Ο Καλλίνικος φοβούμενος τις αντιδράσεις, μιας και ήδη το θέμα είχε πάρει διαστάσεις κι εκτός Ελλάδας, αποφάσισε ότι δεν ήταν σωστό να κατηγορηθεί ο συγγραφέας σαν άπιστος, αλλά ότι καλό θα ήταν να μην κυκλοφορήσει το βιβλίο του «ο Τελευταίος Πειρασμός» γιατί μπορεί οι αναγνώστες να μην καταλάβαιναν τους συμβολισμούς του και να το παρεξηγήσουν.
Η εκκλησία, λοιπόν, περιορίστηκε στο να αποτρέπει τους αναγνώστες να διαβάζουν τα βιβλία του Καζαντζάκη και το θέμα παραπέμφθηκε στο Πατριαρχείο. Ο τότε πατριάρχης Αθηναγόρας ήταν κάθετα αντίθετος στον αφορισμό του Καζαντζάκη και το θέμα έκλεισε εκεί.
Την ίδια χρονιά, το 1954, το Βατικανό συμπεριέλαβε τον Τελευταίο Πειρασμό στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων για τα έτη 1954-1955.
Ανεπιθύμητος ακόμα και ως νεκρός
Παρόλο που ο Καζαντζάκης είχε γλιτώσει τον αφορισμό, το στίγμα του άπιστου και ιερόσυλου, τον συνόδευε ακόμα και μετά τον θάνατό του. Σε τέτοιο σημείο που μέχρι και σήμερα υπάρχει η παρανόηση πως είχε τελικά αφοριστεί.
Ίσως σε αυτό να έχει παίξει ρόλο και το «θρίλερ» με την ταφή του, που επίσης πήρε μεγάλες διαστάσεις, καθώς ο συγγραφέας ήταν ανεπιθύμητος για την Εκκλησία και ως νεκρός.
Χτυπημένος από λευχαιμία, άφησε την τελευταία του πνοή στις 26 Οκτωβρίου του 1957 στη Γερμανία, όπου νοσηλευόταν. Ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος δεν έδωσε την άδεια να τεθεί η σορός του σε λαϊκό προσκύνημα, ενώ ο νεαρός τότε αρχιμανδρίτης και μετέπειτα σκληρός Μητροπολίτης Φλώρινας Καντιώτης έκανε γνωστή την πρόθεση του να κατέβει στην Κρήτη και να εμποδίσει τη νεκρώσιμη ακολουθία.
Τελικά, πραγματοποιήθηκε λειτουργία στον Ναό του Αγίου Μηνά, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγενίου και 17 ακόμη ιερέων, όμως στην ταφή του Νίκου Καζαντζάκη δεν συμμετείχαν κατόπιν απαγόρευσης του Αρχιεπισκόπου.
Ο Καζαντζάκης τάφηκε στην Τάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα βενετσιάνικα τείχη τού Ηρακλείου, καθώς η Εκκλησία απαγόρευσε να ταφεί σε νεκροταφείο. Τη σορό συνόδευσαν ο τότε υπουργός Παιδείας Αχιλλέας Κ. Γεροκωστόπουλος και ο ιερέας Σταύρος Καρπαθιωτάκης, ο οποίος αργότερα τιμωρήθηκε.
Στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη χαράχτηκε, όπως το θέλησε ο ίδιος, η επιγραφή: «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος».