«…Ο Ετιέν άφησε το δρόμο για την Βαντάμ και πήρε το καλντερίμι. Δεξιά έβλεπε το Μοντσού, που κατρακυλούσε στην πλαγιά και χανόταν. Αντίκρυ, είχε τα χαλάσματα του Βορέ, την καταραμένη τρύπα, που τρεις αντλίες άδειαζαν χωρίς σταματημό. Μετά ακολουθούσαν τα άλλα ανθρακωρυχεία στον ορίζοντα, η Βικτουάρ, το Σεντ Τομά, το Φετρί Καντέλ, ενώ προς τα βόρεια, οι υψικάμινοι κάπνιζαν μέσα στο διάφανο πρωινό αέρα. Αν ήθελε να προλάβει το τρένο των οχτώ, έπρεπε να βιαστεί, γιατί είχε ακόμα έξι χιλιόμετρα να διανύσει».
«Κάτω από τα πόδια του, τα υπόκωφα χτυπήματα από τους κασμάδες συνεχίζονταν. Οι ανθρακωρύχοι ήταν όλοι εκεί, τους άκουγε να τον ξεπροβοδίζουν σε κάθε του δρασκελιά. Η Μαένταινα δεν ήταν αυτή, κάτω από τούτο το χωράφι με τα παντζάρια, με την τσακισμένη στα δύο ραχοκοκαλιά, που η ανάσα της ανέβαινε τόσο βραχνή, μαζί με το βουητό του ανεμιστήρα; Στ’ αριστερά, στα δεξιά, πιο πέρα νόμιζε ότι αναγνώριζε και άλλους, κάτω από τα στάχυα, τους φράχτες και τα νιόβγαλτα δέντρα. Τώρα, καταμεσής στον ουρανό, ο απριλιάτικος ήλιος αχτιδοβολούσε, μέσα στο μεγαλείο του, ζεσταίνοντας τη γη που γεννοβολούσε. Η ζωή ανάβλυζε από τις τροφοδάτες λαγόνες της, τα μάτια άνοιγαν και έβγαζαν πράσινα φύλλα, τα χωράφια αναρριγούσαν από την πίεση του χορταριού. Απ’ όλες τις μεριές, οι σπόροι φούσκωναν, υψώνονταν, ραγίζανε τα χώματα, νιώθοντας την ανάγκη για ζεστασιά και φως. Οι χυμοί ξεχειλίζανε και κυλούσανε με ψιθυρίσματα, ο θόρυβος από τα φύτρα σκόρπιζε σαν δυνατό φιλί».
«Πάλι, και πάλι, όλο και πιο καθαρά, σαν να ζυγώνανε στην επιφάνεια οι ανθρακωρύχοι χτυπούσανε. Κάτω από τις πύρινες αχτίδες του ήλιου, εκείνο το γεμάτο νιάτα πρωινό, ήταν η εξοχή που εγκυμονούσε αυτή τη βουή. Άνθρωποι φύτρωναν, ένας μαύρος εκδικητής στρατός βλάσταινε αργά μέσα στα αυλάκια, μεγαλώνοντας για τις σοδειές του αυριανού αιώνα, που όταν θα ωρίμαζε θα έκανε τη Γη να τιναχτεί στον αέρα…»
Emile Zola, “Ζερμινάλ”, απόσπασμα
Photo cover:pixabay.com/Schäferle
Διαβάστε επίσης: