Με πληθωρική παρουσία, αφοπλιστικό βλέμμα και ευθύ λόγο, η Σπεράντζα Βρανά ήταν ομολογουμένως η τελευταία «μάγκισσα» του ελληνικού κινηματογράφου. Έζησε μεγάλα πάθη και απρόσμενη δόξα. Είχε αύρα και τσαγανό, που την βοήθησαν να ξεδιπλώσει το ταλέντο της και να κατακτήσει τα όνειρά της.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της αντιμετώπιζε κινητικά προβλήματα, εξαιτίας ενός σοβαρού τροχαίου που συνέβη το 2000, με αποτέλεσμα να την καθηλώσει σε αναπηρικό καρότσι. Αυτό όμως που την συντάραξε πραγματικά, ήταν ο χαμός του αγαπημένου της συζύγου το 2008, γεγονός που δεν άντεξε και έτσι στις 29 Σεπτεμβρίου του 2009, άφησε την τελευταία της πνοή από ανακοπή καρδιάς.
Η Φίνος Φιλμ τίμησε σήμερα την ηθοποιό σημειώνοντας στο Instagram για εκείνη: «Είχε την αυτοπεποίθηση ότι μόνη της θα καταφέρει τα πάντα. Με άπλετο μπρίο, νάζι και τσαχπινιά κατέκτησε από την πρώτη της κιόλας εμφάνιση στο θέατρο τους πάντες και μετατράπηκε αβίαστα στον επιθεωρησιακό τύπο της «σέξι μαγκιόρας». Ξετύλιξε το ταλέντο της και στον κινηματογράφο, με πρώτη της εμφάνιση στην ταινία της Φίνος Φιλμ «Έλα στο Θείο» (1950) πλάι στον Νίκο Σταυρίδη, ενώ αξέχαστη έχει μείνει η σκηνή που τραγουδάει και χορεύει το «Μάμπο το Μπραζιλιέρο» στην ταινία «Η Ωραία των Αθηνών».
Αυτή ήταν η Σπεράντζα Βρανά που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1928 στο Μεσολόγγι ως Ελπίδα Χωματιανού. Ένα κορίτσι που με θράσος και τσαγανό μετέτρεψε τις δυσκολίες σε ευκαιρίες και έγινε η Σπεράντζα της καρδιάς μας».
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1928. Το πραγματικό της όνομα ήταν Ελπίδα Χωματιανού και ήταν γόνος ευκατάστατης οικογένειας, καθώς ο πατέρας υπήρξε Αθηναίος αστός, ενώ η μητέρα της πλούσια Μεσολογγίτισσα. Μετά τη γέννηση της κόρης τους, αποφασίζουν να αφήσουν το Μεσολόγγι και μετακομίζουν στην Αθήνα. Η αναχώρηση αυτή επισφραγίστηκε δυσοίωνα, καθώς οι γονείς της χωρίζουν και ο πατέρας της πεθαίνει, πριν καν η Ελπίδα κλείσει τα εφτά της χρόνια. Η ατυχία την ακολουθεί, καθώς κατά τη διάρκεια της Κατοχής, χάνει και την μητέρα της, με αποτέλεσμα το 1942 να επιστρέψει στη γενέτειρα της και να μείνει με συγγενείς.
Κατά την διάρκεια της εφηβείας της, έκανε τα πρώτα δειλά βήματα στο θεατρικό σανίδι, σε σχολικές παραστάσεις, ενώ το 1943 αποφασίζει να ακολουθήσει τα περιπλανώμενα μπουλούκια που κατέφταναν στο Μεσολόγγι. Δε «μασούσε» η Ελπίδα, είχε τσαγανό και θράσος. Είχε την αυτοπεποίθηση ότι μόνη της θα καταφέρει τα πάντα. Στα μπουλούκια γνώρισε και διδάχτηκε δίπλα σε έμπειρους ηθοποιούς που έπαιζαν πρακτικά τα πάντα, από μουσικοχορευτικά σόου και οπερέτες, μέχρι πρόζα και κωμωδίες. Κύριος στόχος της ήταν να ακολουθήσει τους περιοδεύοντες θιάσους και να κατέβει στη μοναδική πόλη που θα είχε ευκαιρίες επαγγελματικής εκπαίδευσης και εξέλιξης, την Αθήνα.
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
Το 1948, η Ελπίδα μεταμορφώνεται σε Σπεράντζα και κάνει το ντεμπούτο της στο θέατρο «Μετροπόλιταν» της Αθήνας, στην επιθεώρηση των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου «Άνθρωποι, Άνθρωποι», σε ένα θίασο με φερέλπιδες νέους ηθοποιούς όπως ο Μίμης Φωτόπουλος, ο Ντίνος Ηλιόπουλος και η Σμαρούλα Γιούλη. Σε αυτή την παράσταση τραγούδησε το θρυλικό τραγούδι «Το Τραμ το Τελευταίο», και ερμήνευσε για πρώτη φορά τον ρόλο της «μόρτισσας», ένα ρόλο με τον οποίο συνδέθηκε σε όλη την καριέρα της.
Διαθέτοντας μπρίο, νάζι και τσαχπινιά κατακτάει τους πάντες και μετατρέπεται αβίαστα στον επιθεωρησιακό τύπο της «σέξι μαγκιόρας». Συνεργάζεται με τα πιο γνωστά ονόματα της εποχής και ερμηνεύει με τεράστια επιτυχία διαχρονικά επιθεωρησιακά τραγούδια, όπως τα «Μάμπο Μπραζιλέρο», «Δώσε», και «Η Βαλίτσα».
Συνεργάστηκε άψογα με τον Μίμη Φωτόπουλο και τον Νίκο Ρίζο και βρήκε νέο καλλιτεχνικό σπίτι στο θίασο Μπουρνέλλη. Παρέμεινε εκεί για 18 ολόκληρα χρόνια και γνώρισε τις μεγαλύτερες επιθεωρησιακές επιτυχίες, με πιο χαρακτηριστικές τις «30 το Δολλάριο» με την οποία χρίστηκε πρωταγωνίστρια, «Το τραγούδι της Αθήνας, Ομόνοια Πλας», «Ραντεβού στο Καμπαρέ», «Σιγά και με το Μαλακό», «Αλήθειες και Ψευτιές» και πολλές άλλες. Το 1958 έκανε τουρνέ στην επαρχία και αποθεώθηκε από το κοινό που διψούσε να την απολαύσει από κοντά. Το 1985 πήρε τη μεγάλη απόφαση να εγκαταλείψει οριστικά το θεατρικό σανίδι και τη μεγάλη της αγάπη, την επιθεώρηση.
Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
Η πρώτη της επαφή με τον κινηματογράφο έγινε με την κωμωδία της Φίνος Φιλμ «Έλα στο θείο» το 1950, δίπλα στον Νίκο Σταυρίδη. Στη συνέχεια, συμμετείχε σε περίπου 30 ταινίες, με αξιοσημείωτη την εμφάνισή της στην ταινία «Η Ωραία των Αθηνών» (1954), όπου τραγούδησε και χόρεψε με μπρίο, θηλυκότητα και ταμπεραμέντο, το θρυλικό τραγούδι «Αυτό το Μάμπο το Μπραζιλιέρο». Κλασική επίσης έχει μείνει και η ερμηνεία της στην ταινία το «Ο Σκληρός Άντρας» (1961). Τελευταία της εμφάνιση στον κινηματογράφο ήταν το 1999, στην κωμωδία των Ρέππα – Παπαθανασίου, «Safe Sex».
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, αποκάλυψε το συγγραφικό της ταλέντο, κάνοντας αίσθηση, γιατί ήταν ντόμπρα, χωρίς σεμνοτυφίες και υποκριτικό ύφος. Ξεκίνησε με την αυτοβιογραφία της, με το βιβλίο «Τολμώ» (1981), με λόγο απλό, αληθινό και χειμαρρώδη. Ακολούθησαν και άλλα βιβλία, όπως «Τα Μπουλούκια, το Θέατρο και Εγώ» (1982), «Τίμιο Μπορντέλο» (1983), «Επιθεώρηση Καψούρα μου» (1985), «Πώς Πάχυνα Κάνοντας Δίαιτα» (1996), «Ποιος θα μου Πει την Αλήθεια» (1997), «Απορίες» (1999), «Ο Οργασμός του Μπράβο» (2001), «Η Γοητεία της Πόρνης» (2003), «Τρούμπα» (2003), «Πιπεράτα Αυθεντικά» (2005), «’Ελα Καλέ Τώρα» (2005) και «Ο Επιβήτορας» (2007).
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΖΩΗ
Το 1945, σε ηλικία 17 ετών, παντρεύεται έναν ναυπηγό και τον ακολουθεί στην Αίγυπτο. Η οικογενειακή ζωή, όμως, δεν της ταίριαζε και έτσι χώρισε σύντομα, επιστρέφοντας στην Ελλάδα και στα αγαπημένα της μπουλούκια.
Την άνοιξη του 1961 αρραβωνιάστηκε με τον Κώστα Βουτσά, αλλά δεν έφτασαν ποτέ σε γάμο, αφού οι ζήλιες και οι απιστίες ήταν η αφορμή για την διάλυση της σχέσης τους.
Μέσα στην δεκαετία του ’60, γνωρίζει και ερωτεύεται παράφορα τον τραγουδιστή Παύλο Πατάκα. Τον φλέρταρε ξεκάθαρα πρώτη, χωρίς ενδοιασμούς και αναστολές, όπως έχει δηλώσει. Οι δύο τους παντρεύτηκαν, έζησαν μια γεμάτη ζωή, με πολύ έρωτα και έμειναν μαζί μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος το 2008, όταν πέθανε ο αγαπημένος της μετά από μια εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς.