Αν και το συγκεκριμένο θέμα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πιο επίκαιρο από ποτέ, στην πραγματικότητα ποτέ δεν έπαψε να είναι επίκαιρο. Η βία και η κακοποίηση υπάρχει μέσα στις οικογένειες, έξω στο δρόμο, στα εργασιακά, φιλικά και κοινωνικά περιβάλλοντα και δυστυχώς σε πολλές εκφάνσεις της ζωής του ατόμου.
Αποσιωποίηση της κακοποίησης
Η βία από άνθρωπο σε άνθρωπο όπως φάνηκε, είναι ένα φαινόμενο που υπήρχε και υπάρχει στην κοινωνία μας, ωστόσο πολύ συχνά αποσιωπείται. Η βία και η κακοποίηση κατά των γυναικών είναι συνήθως αυτό που μας απασχολεί περισσότερο, ωστόσο δεν είναι και λίγοι οι άντρες που πέφτουν θύματα βιασμού ή κακοποίησης.
Μάλιστα πολλές φορές οι πράξεις αυτές αποσιωπιούνται και από τα ίδια τα θύματα. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Γιατί ένα θύμα κακοποίησης ή βιασμού επιλέγει να μην μιλήσει; Ή να μην καταγγείλει τον θύτη;
Η απάντηση είναι τόσο σύνθετη, όσο και ταυτόχρονα απλή. Και θα μπορούσε να απαντηθεί άμεσα, αν αναλογιστούμε τι συναισθήματα προκαλεί η ερώτηση, που γίνεται σε ένα θύμα πολύ συχνά σήμερα μετά από την καταγγελία ενός περιστατικού κακοποίησης ή βιασμού. Και η ερώτηση αυτή είναι «Μήπως εσύ το προκάλεσες;».
Έτσι αναπόφευκτα μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι:
«Ο βιασμός είναι το μοναδικό έγκλημα βίας που το θύμα στιγματίζεται περισσότερο από το δράστη» (Τσιγκρής, 2013).
Πολλές φορές έχουμε δει τον κοινωνικό περίγυρο να στιγματίζει και να κατηγορεί ένα θύμα για αυτό, που του συνέβη. Εκτός όμως από τον κοινωνικό περίγυρο η στάση αυτή έχει παρατηρηθεί και από άτομα πιο αρμόδια για τα συγκεκριμένα θέματα, όπως γιατρούς, ιατροδικαστές ή αστυνομικούς.
Το φαινόμενο της αυτοενοχοποίησης
Πρώτος, λοιπόν, λόγος και από τους βασικότερους που τα θύματα δεν μιλάνε είναι η αυτοενοχοποίηση. Τα θύματα φοβούνται ότι μπορεί να κατηγορηθούν πως αυτά έφταιγαν για την κακοποίηση ή τον βιασμό που υπέστησαν. Έτσι αντί να καταγγείλουν τον θύτη και να μιλήσουν για αυτό που τους συνέβη καταλήγουν να τον δικαιολογούν, ρίχνοντας όλη την ευθύνη πάνω τους.
Το θύμα σχεδόν πάντα νιώθει ενοχές, ντροπή και έχει χάσει την εμπιστοσύνη προς τον εαυτό του. Νιώθει αδύναμο να τα καταφέρει, η αυτοεκτίμηση του μειώνεται κατά πολύ, φοβάται ότι κανείς δεν θα το πιστέψει και έτσι καταλήγει να σωπαίνει.
Κοινωνική απόρριψη
Φυσικά σε μεγάλο βαθμό η κοινωνία συμβάλλει στο να καλλιεργηθεί στο θύμα η πεποίθηση αυτή. Ερωτήσεις όπως αυτή που προαναφέρθηκε «Μήπως εσύ το προκάλεσες;», και άλλες όπως «Τι φορούσες;» «Πού και τι ώρα συνέβη το περιστατικό;» περνούν στο θύμα την αντίληψη, πως τα ρούχα που επέλεξε να φορέσει, ή το μέρος και η ώρα που επέλεξε να βρίσκεται προκάλεσαν τον θύτη να κάνει ότι έκανε.
Το κλίμα, λοιπόν, που δημιουργείται γύρω από το θύμα όχι μόνο δεν το ενθαρρύνει να καταγγείλει τον θύτη, αλλά προωθεί τη σιωπή, την απενοχοποίηση των θυτών και εν τέλει την ατιμωρησία.
Φόβος αντίποινων
Ένας ακόμη λόγος που τα θύματα πολλές φορές τελικά δεν μιλάνε, είναι ο φόβος που νιώθουν για τις συνέπειες, που θα υπάρξουν, αν σπάσουν την σιωπή τους. Στην ενδοοικογενειακή βία τα θύματα μπορεί να φοβούνται την εκδίκηση του θύτη για την σωματική ακεραιότητα, όχι μόνο την δική τους, αλλά και των παιδιών τους. Ακόμη, τα θύματα μπορεί να είναι οικονομικά εξαρτημένα από τον θύτη και στις περιπτώσεις που υπάρχουν παιδιά, κάτι τέτοιο κάνει ακόμα πιο δύσκολή την απόφαση του θύματος για μια πιθανή καταγγελία.
Ενώ, αν η βία συμβαίνει στα εργασιακά περιβάλλοντα από άτομα που έχουν περισσότερη εξουσία από τα ίδια, είναι πολύ πιθανό να φοβούνται για την απώλεια της εργασίας τους. Συγκεκριμένα τόσο στο εργασιακό περιβάλλον, όσο και σε άλλα, όσο μεγαλύτερη είναι η εξουσία του θύτη, τόσο μεγαλύτερες πιθανολογείται, πως θα είναι και οι συνέπειες, που θα υποστεί το θύμα.
Ελαχιστοποίηση της βίαιης πράξης
Επίσης, σύνηθες είναι το θύμα να μην αναγνωρίζει τον εαυτό του ως θύμα. Σε περιπτώσεις λεκτικής ή ψυχολογικής κακοποίησης, κυρίως, αλλά ακόμη και σωματικής, το θύμα λόγω κοινωνικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων νομιμοποιεί στο μυαλό του την βία, που υπέστη και δεν την θεωρεί άξια καταγγελίας. Ακόμη, πολλές φορές πείθει τον εαυτό του, πως τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα αν αντιδράσει, και έτσι καταλήγει να παραμένει στο κακοποιητικό περιβάλλον, θεωρώντας την λύση αυτή ως την λιγότερο χειρότερη.
Μηχανισμοί άμυνας
Σε τραυματικές εμπειρίες ο ανθρώπινος ψυχισμός, για να καταφέρει να ανταπεξέλθει επιστρατεύει μηχανισμούς άμυνας. Είναι πιθανό δηλαδή το θύμα να βιώνει άρνηση. Αυτό σημαίνει πως αρνείται να συνειδητοποιήσει την πραγματικότητα και αυτό που του συνέβη. Ένας άλλος, ασυνείδητος μηχανισμός άμυνας που μπορεί να επιστρατεύσει το θύμα είναι η απώθηση.
Το θύμα απωθεί όλες τις αναμνήσεις, από αυτό που του συνέβη, από το συνειδητό επίπεδο στο ασυνείδητο. Υπάρχουν περιπτώσεις θυμάτων, που για χρόνια ολόκληρα αγνοούσαν ότι είχαν κακοποιηθεί ή βιαστεί, καθώς δεν είχαν καμία ανάμνηση από αυτό, ιδίως αν αυτό είχε συμβεί σε παιδική ηλικία.
Τρίτος και τελευταίος μηχανισμός άμυνας είναι η διάσχιση, όπου το θύμα νιώθει πως το τραυματικό γεγονός δεν συνέβη στο ίδιο, αλλά σε κάποιο άλλο πρόσωπο.
«Παιχνίδια» του μυαλού
Αυτό που επίσης έχει παρατηρηθεί πολλές φορές είναι πως τα θύματα βιώνουν μια γνωστική σύγχυση. Δεν μπορούν δηλαδή να αποδεχτούν ότι ο θύτης έκανε ό,τι έκανε με κακή πρόθεση, καθώς κάτι τέτοιο τα καθιστά αδύναμα μπροστά σε οποιοδήποτε άνθρωπο θέλει να τα βλάψει. Αυτό σχετίζεται με τον έλεγχο που έχει ανάγκη να νιώθει ο άνθρωπος ότι ασκεί στο περιβάλλον γύρω του. Έτσι λόγω αυτής της σύγχυσης προσδίδει στην πράξη του θύτη καλές προθέσεις και την δικαιολογεί.
Τέλος, μετά από ένα τραυματικό γεγονός είναι πολύ πιθανό οι γνωστικές λειτουργίες του θύματος να διαταράσσονται. Να έχει, δηλαδή, αποδιοργανωμένη σκέψη και μνήμη, μειωμένη αυτοσυγκέντρωση και έτσι να δυσκολεύεται να πάρει λογικές και ρεαλιστικές αποφάσεις.
Όλα τα παραπάνω τονίζουν την ανάγκη μιας αντιμετώπισης με συλλογική προσπάθεια, ξεκινώντας από το κάθε άτομο που βρίσκεται κοντά σε ένα θύμα και φτάνοντας σε ολόκληρη την κοινωνία, όπου το θύμα θα μπορεί να απευθυνθεί και να ζητήσει βοήθεια.
Η βία κατά των γυναικών, και γενικά η βία από άνθρωπο σε άνθρωπο, είναι μια παγκόσμια «πανδημία». Είναι μια ηθική προσβολή για όλες τις γυναίκες και τους ανθρώπους. Αλλά κυρίως είναι ένα σημάδι ντροπής για όλες τις κοινωνίες, και όχι ένα σημάδι ντροπής για τα ίδια τα θύματα.
Γι’ αυτό πρώτα από όλα, θα πρέπει σήμερα κιόλας να σταματήσει, όχι μόνο να γίνεται η ερώτηση «Μήπως εσύ το προκάλεσες;», αλλά να σταματήσει να εμφανίζεται και σαν σκέψη στο μυαλό μας, ακόμα και αν δεν τολμάμε να το ρωτήσουμε.
Βιβλιογραφία:
Τσιγκρής, Ά. (2013). Τα θύματα σεξουαλικής βίας βιώνουν έναν ιδιότυπο κοινωνικό ρατσισμό, που τα οδηγεί στη σιωπή. Το Βήμα.
Συγγραφή – Επιμέλεια Άρθρου
Γεωργία Κορδώνη – Ψυχολόγος
Ψυχολόγος, απόφοιτος Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Εξειδίκευση στη Σωματική Ψυχοθεραπεία.
Ατομικές Συνεδρίες Δια Ζώσης & Διαδικτυακά. Κιν.: 6987616870
Photo cover:pixabay.com/kalhh
Πηγή: www.psychology.gr