Μοναδικό αηδόνι του ελληνικού πενταγράμμου, η Τζένη Βάνου κυριάρχησε για δεκαετίες στο ελαφρό και λαϊκό τραγούδι, χάρη στη χαρακτηριστική ξεχωριστή φωνή της. Πέθανε σαν σήμερα, στις 5 Φεβρουαρίου του 2014, μετά από νοσηλεία της στο νοσοκομείο Μεταξά στον Πειραιά. Είχε διαγνωστεί με καρκίνο ένα χρόνο νωρίτερα.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Γεννήθηκε στην Αθήνα, με καταγωγή από την Σμύρνη και το πραγματικό της όνομα ήταν Ευγενία Βραχνού. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, μακριά από τη μητέρα της, αφού οι γονείς της είχαν ένα επίπονο χωρισμό. Παρηγοριά της ήταν πάντα το τραγούδι, αλλά χωρίς την στήριξη του πατέρα της για να ξεδιπλώσει το ταλέντο της, παρόλο που και εκείνος είχε σπουδαία φωνή χωρίς να την αξιοποιήσει φυσικά επαγγελματικά. Οι αδελφές του πατέρα της, όμως, ήταν τραγουδίστριες της Λυρικής Σκηνής και όπως έχει πει η ίδια «μάλλον ήταν κληρονομικό το χάρισμα».
Ήταν ακόμα μαθήτρια, όταν κάποιος φίλος δημοσιογράφος την άκουσε να τραγουδά και αμέσως την οδήγησε στα «Κυριακάτικα Πρωϊνά», που οργάνωναν ο Γιώργος Οικονομίδης, ο Μίμης Πλέσσας και η Ρένα Ντορ για το ραδιόφωνο. Ενθουσιασμένος τότε ο Πλέσσας με τη φωνή της, την έπεισε να περάσει από ακρόαση στην κρατική ραδιοφωνία.
Υπό τη συνοδεία του συνθέτη Γεράσιμου Λαβράνου – ο οποίος και τη «βάφτισε» με το καλλιτεχνικό όνομά της – τραγούδησε με επιτυχία στην ακρόαση και για κάποιο διάστημα την ακούγαμε να τραγουδά στο ραδιόφωνο, με τη συνοδεία του Κώστα Γιαννίδη στο πιάνο. Πολύ σύντομα εντάχθηκε στη μεγάλη ορχήστρα του Μίμη Πλέσσα και τραγούδησε με το δικό της μοναδικό στυλ τραγούδια του ίδιου αλλά και άλλων.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Η πρώτη ζωντανή εμφάνισή της ήταν το 1964 στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, με το τραγούδι του Μίμη Πλέσσα «Τώρα», το οποίο κατέκτησε και το πρώτο βραβείο. Μάλιστα, μέλος της κριτικής επιτροπής ήταν ο Δημήτρης Χορν, ο οποίος ψήφισε «Τζένη Βάνου» αντί για τραγούδι. Όταν η υπόλοιπη επιτροπή του επισήμανε ότι πρέπει να ψηφίσει τραγούδι και όχι ερμηνευτή, εκείνος απάντησε προφητικά «Μα τα επόμενα 50 χρόνια για αυτήν θα μιλάμε».
Από εκείνη τη μέρα, η Τζένη έγινε περιζήτητη. Τραγούδησε στις μεγάλες πίστες της Αθήνας, ηχογράφησε δίσκους ελαφράς μουσικής ερμηνεύοντας τραγούδια του Μίμη Πλέσσα, του Μίκη Θεοδωράκη, του Γιώργου Μουζάκη, του Κώστα Γιαννίδη, του Ζακ Ιακωβίδη, του Αττίκ, του Αλέκου Χρυσοβέργη, του Τάκη Μουσαφίρη και απέσπασε εξαιρετικές κριτικές, όχι μόνο για τη φωνή της, αλλά και για το ήθος, τη σοβαρότητα και την συνέπειά της.
Καθοριστικό ρόλο στην επαγγελματική διαδρομή της έπαιξε και ο κινηματογράφος. Αν και είχαν προηγηθεί δύο συνεργασίες της με τη Φίνος Φιλμ, η ταινία «Η Λεωφόρος του Μίσους» το 1968, αποτέλεσε σταθμό στην καριέρα της, με τη συγκλονιστική ερμηνεία της στο τραγούδι του Νίκου Μαμαγκάκη «Σ’ αγαπώ», ντουμπλαρισμένη από την Νόνικα Γαληνέα. Μάλιστα, ήταν τέτοια η επιτυχία του τραγουδιού που όταν θέλησαν να το κάνουν δίσκο, δεν ξαναγυρίστηκε σε στούντιο, αλλά χρησιμοποιήθηκε αυτούσιο από την ηχογράφηση της ταινίας.
Από το 1970 και μετά, με την προτροπή του Τόλη Βοσκόπουλου, διακρίθηκε και στο λαϊκό τραγούδι, ξεκινώντας με ηχογραφήσεις των δύο τραγουδιών του, «Αγόρι μου» και «Σε παρακαλώ σήκω και φύγε» που έγιναν τεράστιες επιτυχίες. Το 1984 κέρδισε χρυσό δίσκο για το τραγούδι του Τάκη Μουσαφίρη το «Τρένο της ζωής».
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΖΩΗ
Το 1964 παντρεύτηκε τον επιχειρηματία Βασίλη Ρηγόπουλο και απέκτησε δύο παιδιά, τον Μιχάλη και την Αθηνά, ενώ ο γάμος τους έληξε το 1971. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της ήταν αφοσιωμένη στον εγγονό της.
ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
Κέρδισε το πρώτο βραβείο τραγουδιού στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1964, ενώ πολλοί δίσκοι της έγιναν χρυσοί. Για τις ερμηνείες της βραβεύτηκε στην Ισπανία, την Πολωνία και την τότε Σοβιετική Ένωση.