Ο Φιλοποίμην Φίνος «έφυγε» σαν σήμερα από τη ζωή, το 1977, και μαζί του έφυγε και ένα μεγάλο μέρος της κινηματογραφικής μαγείας του τόπου μας. Το έργο του όμως παραμένει αθάνατο.
Ο Φιλοποίμην Φίνος, από παιδί ακόμα, αισθανόταν δέος μπροστά στα μηχανήματα του σινεμά Αλκαζάρ, τη μαγεία και την έκφραση που ανέδιδαν στην κινηματογραφική εικόνα. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, εργαζόταν εκεί ως μηχανικός προβολής. Στην καμπίνα προβολής του Αλκαζάρ σφυρηλατήθηκε η παθιασμένη σχέση του με τον κινηματογράφο και την τεχνική του. Αν και οι σπουδές του αποτελούσαν μεγάλο εφόδιο για λαμπρή καριέρα, ωστόσο δεν στάθηκαν ικανές να του σιγάσουν αυτό το πάθος και τη λαχτάρα του να κατακτήσει και να εξελίξει την εμβρυακή τότε έβδομη τέχνη στην Ελλάδα.
Η ακαταμάχητη επιθυμία του να κάνει κτήμα του οτιδήποτε σχετιζόταν με το τεχνικό μέρος του κινηματογράφου, τον οδήγησε στην επίμονη μελέτη φυσικής, οπτικής και μηχανικής, ώστε να διευρύνει τις γνώσεις του και να τις εφαρμόζει διαλύοντας και ξανασυνθέτοντας κάθε μηχάνημα που έπεφτε στα χέρια του. Κάπως έτσι του βγήκε και το προσωνύμιο «Ο Κατσαβιδάκιας», αφού πάντοτε κουβαλούσε το αγαπημένο του κατσαβίδι για να επιδιορθώσει κάποια μηχανή.
Ο Φιλοποίμην Φίνος γεννήθηκε στην Κάτω Τιθορέα της Λοκρίδας το 1907. Ο πατέρας του ήταν γιατρός και ο ίδιος σπούδασε Νομικά. Ωστόσο, ποτέ δεν άσκησε τη δικηγορία, μιας και από τα παιδικά του, ακόμα, χρόνια το όνειρό του ήταν να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο.
Το 1939 αποφασίζει να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Πουλά όλα τα υπάρχοντά του και ιδρύει στο Καλαμάκι τα «Ελληνικά Κινηματογραφικά Στούντιο». Την επόμενη χρονιά κάνει την πρώτη και τελευταία σκηνοθετική του απόπειρα με την ταινία «Το Τραγούδι του Χωρισμού», με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και τη Λήδα Μιράντα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Τα χρόνια που ακολουθούν είναι πολύ δύσκολα για τον Φιλοποίμην Φίνο. Οι Γερμανοί εκτελούν τον πατέρα του. Ο ίδιος συλλαμβάνεται, ενώ όλος ο εξοπλισμός του λεηλατείται και τα «Επίκαιρα» που γύριζε επί Κατοχής κατάσχονται και καταστρέφονται. Ωστόσο, δεν το βάζει κάτω…
Το 1943 ιδρύει τη «Φίνος Φιλμ», αρχικά στην οδό Στουρνάρα και το 1957 εγκαθιστά οριστικά τα κινηματογραφικά του εργαστήρια στην οδό Χίου 53. Το 1964 παράγει τον πρώτο, ελληνικό, στερεοφωνικό ήχο με τα «Κορίτσια για φίλημα», που θα προβληθεί στερεοφωνικά μόνο στο Αττικόν, τη μοναδική αίθουσα με την ανάλογη τεχνική υποδομή. Το 1971 εγκαινιάζει στην Παιανία τα μεγαλύτερα κινηματογραφικά στούντιο των Βαλκανίων.
Στο ενεργητικό του περιλαμβάνονται 175 ταινίες, πολλές από τις οποίες έμειναν κλασσικές, όπως «Η Αγνή του λιμανιού» (1952), «Η Αλίκη στο Ναυτικό» (1961), «Μανταλένα» (1960), «Οι κυρίες της αυλής» (1966), «Στεφανία» (1966), «Λατέρνα, φτώχια και γαρύφαλλο» (1957), «Η θεία από το Σικάγο» (1957), και πολλές άλλες.
Συνεργάστηκε με πολλούς μεγάλους ηθοποιούς, ανάμεσά τους η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Ζωή Λάσκαρη, η Ρένα Βλαχοπούλου, ο Αλέκος Αλεξανδράκης, η Μάρθα Καραγιάννη, η Τζένη Καρέζη, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, η Γεωργία Βασιλειάδου κ.α.
Ήταν αυτός που έδωσε ώθηση στην καριέρα της Ειρήνης Παπά, ωστόσο ποτέ δεν πίστεψε ότι η Μελίνα Μερκούρη θα μπορούσε να γίνει αστέρας της μεγάλης οθόνης, εξαιτίας του μεγάλου στόματός της. Έτσι, έχασε την ευκαιρία να βγάλει την εταιρία του εκτός των συνόρων, όταν αρνήθηκε την πρόταση να αναλάβει τη συμπαραγωγή της ταινίας «Ποτέ την Κυριακή» (1960).
Τελευταία παραγωγή του ήταν η ταινία «Ο κυρ-Γιώργης εκπαιδεύεται» (1977), με πρωταγωνιστή τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο σε σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη. Αυτή αποτέλεσε την «ταφόπλακα» της ήδη χρεοκοπημένης «Φίνος Φιλμ».
Ο «πατέρας» του ελληνικού κινηματογράφου πέθανε στις 26 Ιανουαρίου του 1977, αρνούμενος να υπηρετήσει ούτε στιγμή την τηλεόραση, η οποία του προκαλούσε αποστροφή.