Ήρθε η σελήνη στο αργαστήρι
με μισοφόρι από νάρδους.
Το παιδί την κοιτάει, την κοιτάει.
Το παιδί τη βλέπει ολοένα.
Στ’ αγέρι το ταραγμένο
απλώνει η σελήνη τα μπράτσα,
κι αγνή και φιλήδονη, δείχνει
τα σκληρά της τα στήθη από τσίγκο.
Φύγε, σελήνη, σελήνη.
Αν ερχόταν οι Τσιγγάνοι
θάφταχναν με την καρδιά σου
χαλκάδες κι άσπρα γιορντάνια.
Παιδί μου, άφησέ με να χορέψω.
Όταν έρθουν οι Τσιγγάνοι
τα σ’ εύρουν πάνω στ’ αμόνι
με τα ματάκια κλεισμένα.
Φύγε, σελήνη, σελήνη,
γιατί ακούω τ’ άλογά τους.
Άφησέ με, παιδί, μην πατάς
την κολλαριστή ασπράδα μου.
Ζύγωνε πια ο καβαλάρης
χτυπώντας το ταμπούρλο του κόσμου.
Μες στο αργαστήρι τ’ αγόρι
έχει τα μάτια κλεισμένα.
Έρχονταν απ’ το λιοστάσι,
μπρούντζος κι όνειρο, οι Τσιγγάνοι.
Με τα κεφάλια υψωμένα
και μισοκλεισμένα μάτια.
Πώς τραγουδά η κουκουβάγια,
αχ, πάνω στο δέντρο πώς σκούζει!
Στα ουράνια πάει η σελήνη
μ’ ένα αγόρι από το χέρι.
Μες στο αργαστήρι θρηνούνε
μ’ άγριες κραυγές οι Τσιγγάνοι.
Ο αγέρας φυλάει βάρδια,
ο αγέρας φυλάει ολοένα.
Federico Garcia Lorca, “Ρομάντζα της σελήνης”
Photo cover:pixabay.com/Mysticsartdesign/moon
Διαβάστε επίσης: