Ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν από τους μεγαλύτερους συνθέτες με τα τραγούδια του να γίνονται σημείο αναφοράς της λαϊκής και ρεμπέτικης μουσικής. Ο σπουδαίος συνθέτης γεννήθηκε σαν σήμερα 18 Ιανουαρίου του 1915 και πέθανε επίσης σαν σήμερα το 1984, αφήνοντας πίσω του μια τεράστια μουσική κληρονομιά.
Ένα από τα τραγούδια του που αγαπήθηκε πολύ από τον κόσμο, αλλά πολλοί δεν γνωρίζουν την αληθινή ιστορία που κρύβεται πίσω από αυτό, είναι το «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα», το οποίο ερμήνευσε η Μαρίκα Νίνου το 1954. Και είναι το τραγούδι με το οποίο τελείωσε άδοξα η θυελλώδης, παράνομη σχέση των δύο καλλιτεχνών.
Η γνωριμία του Τσιτσάνη με τη Νίνου
Ήταν το 1949, όταν ο Βασίλης Τσιτσάνης γνώρισε τη Μαρίκα Νίνου. Εκείνη, τότε τραγουδούσε στο κέντρο «Φλόριδα» στη λεωφόρο Αλεξάνδρας με τον Στελλάκη Περιπινιάδη και την Μιχάλη Γενίτσαρη. Η Μαρίκα – το πραγματικό της όνομα ήταν Ευαγγελία Αταμιάν, καθώς ήταν Αρμένικης καταγωγής – πριν την κερδίσει το τραγούδι, περιόδευε με θιάσους, έχοντας για παρτενέρ τον δεύτερο σύζυγό της, Νίνο Νικολαΐδη και τον γιο της από τον πρώτο της γάμο με έναν Αρμένη κλειδαρά.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης εκείνη την εποχή εμφανιζόταν στο μαγαζί του «Τζίμη του χοντρού» στην Αχαρνών με τη Σωτηρία Μπέλλου. Κάποια στιγμή η Μπέλλου μπλέχτηκε σε καυγά με κάποιους βασιλικούς θαμώνες και έτσι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχήμα. Ο Τσιτσάνης τότε ζήτησε την Νίνου από τον Περπινιάδη για να την αντικαταστήσει.
Αν και δεν είχε τη φωνή της Μπέλλου, έβαζε ένα μοναδικό πάθος στις ερμηνείες της που τα τραγούδια μιλούσαν απευθείας στο συναίσθημα του κόσμου. Η συνεργασία αυτή στέφθηκε με επιτυχία και η προσωρινή αντικατάσταση της Νίνου έγινε μόνιμη συνεργασία με τον σπουδαίο μουσικό. Τσιτσάνης – Νίνου σύντομα έγιναν ένα δυναμικό ντουέτο που έκανε θραύση στα πάλκα της εποχής.
Ο Τσιτσάνης άρχισε να ηχογραφεί τα καινούργια του τραγούδια με την φωνή της Νίνου και οι επιτυχίες διαδέχονταν η μια την άλλη. Η δεκαετία του ’50 θα μπει με τον καλύτερο τρόπο για το καλλιτεχνικό ζευγάρι, μιας και τα επόμενα χρόνια αποτέλεσαν ένα από τα πιο δημοφιλή ντουέτα της δισκογραφίας και της διασκέδασης. Οι δύο συνεργάτες ήρθαν πολύ κοντά και η σχέση τους δεν άργησε να περάσει από το πάλκο και στη ζωή.
Ο θυελλώδης παράνομος έρωτάς τους
Τσιτσάνης και Νίνου έγιναν ζευγάρι. Εκεί, στα κρυφά ξεκίνησαν να ζουν έναν παράνομο έρωτα, αφού και οι δύο ήταν παντρεμένοι με παιδιά. Ήξεραν ότι η σχέση αυτή δεν θα οδηγούσε κάπου, όμως, παραδόθηκαν και οι δύο στο πάθος. Ειδικά, ο Τσιτσάνης φέρεται να είχε ξεκαθαρίσει στην ερωμένη του πως δεν θα έπρεπε να περίμενε από εκείνον πολλά, αφού δεν ήταν διατεθειμένος να διαλύσει την οικογένειά του.
Όμως, η Μαρίκα Νίνου ήταν μια γυναίκα ερωτευμένη και προσπάθησε να τον κάνει δικό της με κάθε τρόπο. Ανέλαβε χρέη μάνατζερ και έκλεινε τις συμφωνίες για τις εμφανίσεις τους. Φρόντιζε –με πρόσχημα τις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις- να περνά περισσότερο χρόνο με εκείνη και όχι με την οικογένειά του. Ενώ λέγεται ότι ερχόταν συνεχώς σε προστριβές με άλλους συναδέλφους, αλλά και με την ίδια την οικογένεια του Τσιτσάνη.
Και κάπου εκεί, μοιραία ήρθαν τα πρώτα σύννεφα στη σχέση τους Ωστόσο, η αντίστροφη μέτρηση για τη σχέση τους ξεκίνησε μετά από ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, το 1951 όπου εκείνος σε μια κρίση ζήλιας έκανε ένα σύντομο δεσμό με μια ντόπια πριγκίπισσα και έτσι οι δρόμοι τους χώρισαν.
«Τι σήμερα τι αύριο τι τώρα, κι αν περιμένουμε τι θα κερδίσουμε… »
Το 1954, διαγνώστηκε με καρκίνο στη μήτρα. Όταν ζήτησε από τον Τσιτσάνη να την συνοδέψει στην Αμερική προκειμένου να κάνουν μαζί συναυλίες, αλλά και η ίδια κάποιες θεραπείες για την ασθένειά της,, εκείνος της απάντησε με ένα τραγούδι – αποχαιρετισμό. Η Νίνου μπήκε στο στούντιο και το ηχογράφησε μεμιάς και με δάκρυα στα μάτια. Φαίνεται πως αντιλαμβανόταν κι εκείνη την μοναδικότητα της στιγμής που μια μεγάλη αγάπη έφτανε πια στο τέλος της.
«Τι σήμερα τι αύριο τι τώρα, αφού δε γίνεται μαζί να ζήσουμε κι αφού μας πήρε πια η κατηφόρα,
καλύτερα από τώρα να χωρίσουμε…», έλεγαν οι στίχοι.
Η Νίνου ξαναπήγε στην Αμερική το 1956 για θεραπείες. Προηγουμένως, είχε υποβληθεί στην Αθήνα σε εγχείρηση για τον καρκίνο, όμως, στην Αμερική έκανε ραγδαία μετάσταση. Επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου εργάστηκε για λίγο με φοβερούς πόνους. Πέθανε την Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 1957, σε ηλικία μόλις 35 ετών.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης δεν πήγε στην κηδεία της, όμως έγραψε το «Θέλω να είναι Κυριακή» που ερμήνευσε η Καίτη Γκρέι, ως μια συγγνώμη στην αγαπημένη του.