Σαν σήμερα, στις 12 Ιανουαρίου του 1932, γεννήθηκε η αγαπημένη ηθοποιός του ελληνικού κινηματογράφου και θεάτρου, Τζένη Καρέζη.
Γεννημένη στην Αθήνα με πραγματικό όνομα Ευγενία Καρπούζη, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο το 1954, ενώ έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο το 1955 στην μεγάλη επιτυχία του Αλέκου Σακελλάριου «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο».
Με ζωηρό πνεύμα, επαναστατική ψυχή, υποκριτικό εύρος και έμφυτη φινέτσα, η Τζένη Καρέζη γεύτηκε όσο λίγες τον θαυμασμό και την αγάπη του κοινού, που εξακολουθεί να την λατρεύει ως γνήσια πρωταγωνίστρια, θεατρίνα και σταρ της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου. Με ένα υγιές και αλάθητο καλλιτεχνικό ένστικτο, έβρισκε με κάθε της ρόλο τον τρόπο να μεταδίδει στο θεατή μια ακατάβλητη αισιοδοξία για τη ζωή, ένα μήνυμα διαρκούς αγώνα για το καλύτερο και το υψηλότερο.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Γεννήθηκε στην Αθήνα και το πραγματικό της όνομα ήταν Ευγενία Καρπούζη, κόρη καθηγητή μαθηματικών και δασκάλας. Ακολουθώντας τις μεταθέσεις του πατέρα της σε ηλικία ενός έτους η οικογένεια μετακόμισε στη Σύρο και πολύ σύντομα στη Θεσσαλονίκη, όπου η νεαρή Ευγενία πέρασε τα μαθητικά της χρόνια. Άριστη μαθήτρια στο σχολείο θα ζήσει σε τρυφερή ηλικία τους βομβαρδισμούς της πόλης και τις φρίκες της Κατοχής, γεγονότα που θα τη σημαδέψουν. Θα συνεχίσει ως “εσωτερική” στη σχολή καλογραιών Καλαμαρί και εκεί οι Γαλλίδες καλόγριες θα αρχίσουν να την προσφωνούν Τζένη, ένα όνομα που θα υιοθετήσει και η ίδια. Ήδη είχε αρχίσει να ανακαλύπτει την αγάπη της για το θέατρο. Οργάνωνε τις γιορτινές παραστάσεις, έλεγε ποιήματα, έγραφε σκετσάκια, έκανε τη διανομή των ρόλων, σκηνοθετούσε και φυσικά έπαιζε η ίδια.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, η οικογένεια εγκαθίσταται στο Χαλάνδρι και η νεαρή κοπέλα φοιτεί για τις δυο τελευταίες τάξεις του γυμνασίου στην Γαλλική σχολή καλογραιών Saint Joseph. Στην τελευταία τάξη ανέλαβε να παίξει την Αντιγόνη του Σοφοκλή, σε μια σχολική παράσταση που ανέβηκε στο θέατρο Ρεξ – Κοτοπούλη. Η Τζένη απέσπασε θερμές κριτικές και η εμπειρία μιας εμφάνισης μπροστά σε ένα τόσο μεγάλο ακροατήριο ισχυροποίησε την αγάπη της για την υποκριτική. Αποφάσισε να δώσει εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, κρυφά από τον αυστηρών αρχών πατέρα της και με την διακριτική στήριξη της μητέρας της. Έγινε πανηγυρικά δεκτή και σπούδασε με δασκάλους τον Δημήτρη Ροντήρη, την κυρία Κατερίνα και τον Άγγελο Τερζάκη, που επινόησε το επίθετο «Καρέζη» με το οποίο τη γνώρισε ολόκληρη η Ελλάδα. Την περίοδο των σπουδών της ο πατέρας της εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία παίρνοντας διαζύγιο και η Τζένη μεγαλώνει πια με τη μητέρα της. Μετά και την αποφοίτησή της με άριστα από τη Δραματική Σχολή το 1954 ανοίγει ο δρόμος μπροστά της για μια μεγάλη καριέρα.
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
Το θεατρικό της ντεμπούτο γίνεται αμέσως μετά την αποφοίτηση της από τη σχολή με πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράσταση «Ωραία Ελένη» (1954-55) με τον θίασο του Θεάτρου Κοτοπούλη, δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη ενώ αργότερα την ίδια σεζόν ερμηνεύει την Αντέλα στο «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» δίπλα στην Κατίνα Παξινού, με σκηνοθέτη τον Αλέξη Μινωτή. Αυτές οι δύο παραστάσεις και οι εγκωμιαστικές κριτικές που τις συνόδευσαν καθιέρωσαν αμέσως την Τζένη Καρέζη ως σπουδαίο νέο ταλέντο του ελληνικού θεάτρου. Εκείνη όμως δοκιμάζει κάτι διαφορετικό παίζοντας την επόμενη σεζόν στον «Φαύλο Κύκλο» του Δημήτρη Ψαθά πριν συνεργαστεί το καλοκαίρι του 1955 με το θίασο Ντίνου Ηλιόπουλου – Μίμη Φωτόπουλου αναδεικνύοντας τις ικανότητές της και στην κωμωδία.
Από το 1955 έως το 1959 εντάσσεται στο δυναμικό του Εθνικού Θεάτρου, ό,τι πιο τιμητικό εκείνη την εποχή για ηθοποιό, παίζοντας σε σπουδαίες παραστάσεις: «Δοκιμασία» του Άρθουρ Μίλερ (σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού), «Άμλετ» (σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή), «Έβδομη Μέρα της Δημιουργίας» (σκηνοθεσία Κωστή Μηχαηλίδη) και «Βασιλιάς Ληρ» (σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή). Επίσης έχει την πρώτη της επαφή με την αριστοφανική κωμωδία, βγαίνοντας για πρώτη φορά στη σκηνή του Ωδείου Ηρώδου του Αττικού («Εκκλησιάζουσες» το 1956 και «Λυσιστράτη» το 1958) και στη σκηνή της Επιδαύρου («Λυσιστράτη» το 1957 και «Θεσμοφοριάζουσες» το 1958).
Κλείνοντας το κύκλο της στο Εθνικό Θέατρο μεταπηδά στο θίασο του Ντίνου Ηλιόπουλου ξεκινώντας με το «Κοροϊδάκι της Δεσποινίδος» (1959-60) του δίδυμου Τσιφόρου-Βασιλειάδη, μια παράσταση που σπάει ταμεία και μεταφέρεται την ίδια χρονιά στον κινηματογράφο. Συνεχίζει με μια συνεργασία με το θίασο του Κώστα Μουσούρη (1961-62) παίζοντας τη «Φανή» του Μαρσέλ Πανιόλ και μετά γίνεται συνθιασάρχης με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, ανεβάζοντας το «Κρατικές Υποθέσεις» του Λουί Βερνέιγ, με σκηνοθέτη τον Δημήτρη Μυράτ. Τη θεατρική περίοδο 1963-64 συγκροτεί θίασο, και μαζί με τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο και τον Νίκο Κούρκουλο. Ανεβάζουν την ιστορική παράσταση «Η Γειτονιά των Αγγέλων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη με μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, όμως η εμπορική αποτυχία της παράστασης τους οδηγεί σε εσπευσμένη αλλαγή έργου. Ήταν Χριστούγεννα του 1963 όταν με τον ίδιο θίασο κάνει πρεμιέρα στο θέατρο Ρεξ το «Δεσποινίς Διευθυντής» των Γιαλαμά – Πρετεντέρη, παράσταση που σημειώνει τεράστια εμπορική επιτυχία και την ίδια χρονιά μεταφέρεται στον κινηματογράφο από τη Φίνος Φιλμ.
Αμέσως μετά το γάμο της με τον Κώστα Καζάκο, δημιουργούν τον κοινό τους θίασο και η πρώτη παράσταση που ανεβάζουν μαζί είναι η «Θεοδώρα η Μεγάλη» του Γεωργίου Ρούσου σε σκηνοθεσία του Αλέξη Μινωτή. Επί 24 χρόνια ακολουθούν κοινή καλλιτεχνική πορεία έως το θάνατο της, ανεβάζοντας αξιόλογες παραστάσεις πολλές εκ των οποίων σε σκηνοθεσία του Καζάκου. Κορυφαία στιγμή της θεατρικής καριέρας τους, ήταν το καλοκαίρι του 1973, με την εμβληματική παράσταση «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου, την οποία σκηνοθέτησε ο Κώστας Καζάκος. Η παράσταση, αν και λογοκριμένη, είχε τεράστια απήχηση στο κοινό της Αθήνας. Οι παραστάσεις διακόπηκαν βίαια από τη Χούντα τον Οκτώβριο του 1973 ενώ η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος συνελήφθησαν και κρατήθηκαν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, ενώ συνελήφθησαν εκ νέου κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Οι παραστάσεις του έργου συνεχίστηκαν μετά την αποφυλάκιση τους το Δεκέμβριο του 1973. Αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση, τον Αύγουστο του 1974, το έργο ξανανέβηκε με την προσθήκη των λογοκριμένων σκηνών κι ενός τραγουδιού, ενώ ακολούθησε περιοδεία το 1975 σε όλη την Ελλάδα και το 1976 σε πολλές πόλεις της Γερμανίας, με πρωτοφανή απήχηση στο κοινό. Το «Μεγάλο μας Τσίρκο» το είδαν συνολικά 550.000 άνθρωποι, γεγονός που ξεπέρασε τα θεατρικά δεδομένα και το ανήγαγε σε πολιτικό γεγονός.
Τη θεατρική περίοδο 1977-78 στήνουν μια μεγαλειώδη παράσταση στο θέατρο Σούπερ Σταρ, την «Πάπισσα Ιωάννα» του Γεωργίου Ρούσσου και την αμέσως επόμενη σεζόν μετά από δυόμιση χρόνια προσπαθειών, εγκαινιάζουν το δικό τους θέατρο Αθήναιον στην οδό Ακαδημίας με την παράσταση «Πολίτες Β’ κατηγορίας» του Ιρλανδού Μπράιαν Φριλ. Αξέχαστες εμπορικές και καλλιτεχνικές επιτυχίες ήταν και οι παραστάσεις «Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» την περίοδο 1982-83 (σε σκηνοθεσία του Ζυλ Ντασέν) και «Πρόσωπο με Πρόσωπο» την περίοδο 1985-86 (σε σκηνοθεσία του Όλεγκ Εφραίμωφ). Την ίδια περίοδο η Τζένη Καρέζη παίζει σε αρχαίο δράμα, όμως αυτή τη φορά όχι ως μέλος του χορού όπως έκανε στα πρώτα χρόνια της στο Εθνικό Θέατρο αλλά ως πρωταγωνίστρια. Το καλοκαίρι του 1985 εντυπωσιάζει στη «Μήδεια» του Ευριπίδη (σκηνοθεσία Μίνωα Bολανάκη) στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού. Η παράσταση ανεβαίνει και την επόμενη χρονιά στην Επίδαυρο, ενώ το καλοκαίρι του 1987 πρωταγωνιστεί στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή (σκηνοθεσία Ρόμπερτ Στούρουα), σε Επίδαυρο και θέατρο του Λυκαβηττού.
Τη θεατρική περίοδο 1988-89 κι ενώ παίζει με επιτυχία στον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ, εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια της ασθένειας και διακόπτει τις παραστάσεις. Μετά από θεραπείες στο Λονδίνο επιστρέφει με την ίδια όρεξη. Το καλοκαίρι του 1989 υποδύεται την Ιοκάστη στο πλευρό του συζύγου της που ερμηνεύει ένα ρόλο – όνειρο ζωής, τον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή σε παράσταση που ανεβαίνει στην Επίδαυρο. Το «Διαμάντια και Μπλουζ» γράφτηκε ειδικά για εκείνη από τη Λούλα Αναγνωστάκη και ανέβηκε με τεράστια επιτυχία την περίοδο 1990-91 σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου. Αυτή έμελλε να είναι και η τελευταία της θεατρική παρουσία, στον κορυφαίο για πολλούς ρόλο της καριέρας της. Όπως γράφτηκε από τον τύπο: «Η Τζένη έκανε το υποκριτικό άλμα, ξεπερνώντας και το έργο και το ρόλο».
Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
Το κινηματογραφικό της ντεμπούτο γίνεται το 1955 όταν ο Αλέκος Σακελλάριος την ανακαλύπτει και καταφέρνει να πείσει τον Φίνο να της δώσει το ρόλο της Καίτης στο «Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο», συμπληρώνοντας την τριάδα με τον Μίμη Φωτόπουλο και τον Βασίλη Αυλωνίτη. Η επιτυχία της ταινίας θα προσφέρει στην Τζένη Καρέζη αναγνωρισιμότητα και στον Αλέκο Σακελλάριο μια πρωταγωνίστρια για τους ρόλους ενζενί στις ταινίες του. Συνεργάζονται ξανά στο «Δελησταύρου και Υιός» (1957, Όλυμπος Φιλμ), και επιστρέφουν στη Φίνος Φιλμ για το «Λατέρνα, Φτώχεια και Γαρύφαλλο» (1957) και τη «Θεία από το Σικάγο» (1957).
Το φρέσκο πρόσωπο και η γοητευτική της προσωπικότητα φέρνουν μια σειρά από κινηματογραφικούς ρόλους με χαρακτηριστικότερους στο «Τρελλοκόριτσο» (1958) του Δημήτρη Δαδήρα σε σενάριο του Γιάννη Δαλιανίδη, στη ««Χιονάτη και τα 7 Γεροντοπαλλήκαρα» (1960) του Ιάκωβου Καμπανέλλη και στην «Χριστίνα» (1960) του Γιάννη Δαλιανίδη. Στο διάστημα αυτό δείχνει και τις ικανότητες της στο τραγούδι, ερμηνεύοντας το «Μην τον Ρωτάς τον Ουρανό» του Χατζιδάκι στην ταινία «Το Νησί των Γενναίων» (1959, Δημήτρης Δαδήρας), το «Χρυσόψαρο» του Χατζιδάκι στην ταινία «Το Κοροϊδάκι της Δεσποινίδος» (1960, Γιάννης Δαλιανίδης) και το «Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ» του Μίκη Θεοδωράκη στην ταινία «Ποια Είναι η Μαργαρίτα» (1961, Δημήτρης Δαδήρας).
Επιστρέφει στη Φίνος Φιλμ για να συνεργαστεί ξανά με τον Αλέκο Σακελλάριο στο «Η Νύφη Το ’Σκασε» (1962) και την επόμενη χρονιά παίζει στα θρυλικά «Κόκκινα Φανάρια» (1963) του Βασίλη Γεωργιάδη για τη Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης (όπου τραγουδά το «Παράπονο» του Σταύρου Ξαρχάκου). Όμως το 1964 θα είναι η χρονιά της με τρεις σπουδαίες ταινίες με τον Ντίνο Δημόπουλο για τη Φίνος Φιλμ με την οποία πλέον συνεργάζεται αποκλειστικά: «Λόλα» (όπου θα τραγουδήσει το «Δεν έχει Αρχή» του Σταύρου Ξαρχάκου) και «Ένας Μεγάλος Έρωτας» δίπλα στον Νίκο Κούρκουλο και φυσικά η θριαμβευτική κινηματογραφική μεταφορά της θεατρικής επιτυχίας του «Δεσποινίς Διευθυντής». O Δημόπουλος εξελίσσεται στον «προσωπικό» της σκηνοθέτη και αξιοποιεί το ταλέντο της σε δύο ακόμα μεγάλες επιτυχίες που παίζονται και ξαναπαίζονται μέχρι και σήμερα: το «Μια Τρελλή Τρελλή Οικογένεια» (1965) και το «Τζένη Τζένη» (1966) όπου η Τζένη είναι σαρωτική κλείνοντας τρεις ταινίες με κινηματογραφικό πατέρα τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο.
Εμβόλιμα, αποτολμά να δοκιμάσει τις δυνάμεις της σε μια διεθνή παραγωγή παίζοντας στη Γαλλική ταινία «Μια Σφαίρα στην Καρδιά» (Une Balle au Coeur) του φιλέλληνα σκηνοθέτη Ζαν Ντανιέλ Πολέ. Όμως η εξέλιξη δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες της και τελικά επιλέγει να εστιάσει τις καλλιτεχνικές τις προσπάθειες στην Ελλάδα. Είναι η δεκαετία που οι δημοσιογράφοι χτίζουν το μύθο μιας «κόντρας» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη με βάση το διαφορετικό ερμηνευτικό στιλ αλλά και τις διαφορετικές επιλογές τους. Παρότι το κοινό είχε χωριστεί σε στρατόπεδα «Βουγιουκλακικών» και «Καρεζικών» οι δύο πρωταγωνίστριες στην πραγματικότητα είχαν άριστη σχέση και συνδέονταν με αληθινή και βαθιά φιλία.
Τη διετία 1967-68 θα κλείσει την συνεργασία της με τη Φίνος Φιλμ με τέσσερις ταινίες: «Εκείνος κι Εκείνη» του Ερρίκου Ανδρέου, «Κονσέρτο για Πολυβόλα» με τον Κώστα Καζάκο σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου, «Αγάπη και Αίμα» πάλι με τον Κώστα Καζάκο σε σκηνοθεσία Νίκου Φώσκολου και τέλος με το «Ένας Ιππότης για τη Βασούλα» που μεταφέρει στο σινεμά δική της θεατρική επιτυχία σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη. Μέσα σε λιγότερα από 20 χρόνια, η Τζένη Καρέζη έπαιξε σε 32 ταινίες (13 εκ των οποίων με τη Φίνος Φιλμ) πριν αποφασίσει να αποσυρθεί από τον κινηματογράφο και να αφοσιωθεί στο θέατρο. Οι τελευταίοι της ρόλοι στο πανί ήταν το 1972 στις ταινίες «Λυσιστράτη» σε σκηνοθεσία του Γιώργου Ζερβουλάκου και «Ερωτική Συμφωνία» σε σκηνοθεσία Κώστα Καζάκου (όπου η ίδια είχε γράψει το σενάριο).
Τον Φεβρουάριο του 1973 συμμετέχει στην πρώτη της τηλεοπτική δουλειά, το κατοχικό δράμα «Μαρίνα Αυγέρη» σε σενάριο που έγραψε η ίδια (με το ψευδώνυμο Παυλίνα Μπόταση) και συνεχίζει το 1976 με τη «Μεγάλη Περιπέτεια». Επιστρέφει στην ΕΡΤ το 1990 με τη «Μαύρη Χρυσαλλίδα», μια σειρά που διαδραματίζεται στη διάρκεια της Κατοχής σε σενάριο που συνυπογράφει η ίδια με την Ηρώ Μάνεση.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΖΩΗ
Η Τζένη Καρέζη έκανε δύο γάμους: Ο πρώτος το 1962 με τον συγγραφέα, δημοσιογράφο και κοσμικό της Αθήνας, Ζάχο Χατζηφωτίου, με τον οποίο έμειναν μαζί για λιγότερο από δύο χρόνια. Το 1966, στα γυρίσματα του «Κονσέρτο για Πολυβόλα», αναπτύχθηκε ένας φλογερός έρωτας με τον Κώστα Καζάκο με τον οποίο παντρεύτηκε το 1968, μένοντας αχώριστοι ως το θάνατο της το 1992. Μαζί απέκτησαν ένα γιο, τον επίσης ηθοποιό Κωνσταντίνο Καζάκο.
ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
Το 1993 κατά την αναβίωση του θεσμού των θεατρικών βραβείων από το Κέντρο Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου – Θεατρικό Μουσείο, η Τζένη Καρέζη τιμήθηκε μετά θάνατον με το έπαθλο «Μαρίκα Κοτοπούλη» για τις ερμηνείες της κατά την εικοσαετία 1973-1992.
Μετά το θάνατο της, το θέατρο Αθήναιον που εκείνη ίδρυσε με τον Κώστα Καζάκο, μετονομάστηκε σε θέατρο Τζένη Καρέζη. Το 1997 ο Δήμος Πολίχνης (νυν Δήμος Παύλου Μελά) έδωσε το όνομα της στον θερινό δημοτικό κινηματογράφο που ίδρυσε και λειτουργεί έκτοτε.
ΘΑΝΑΤΟΣ
Η Τζένη Καρέζη πέθανε στις 27 Ιουλίου 1992, μετά από δύσκολη μάχη με τον καρκίνο. Οι εφημερίδες την επομένη έγραφαν «Γιατί τόσο νωρίς αυλαία, Τζένη;». Σύμφωνα με επιθυμία της ιδίας και με πρωτοβουλία της οικογένειας της, ιδρύθηκε στη μνήμη της το «Ίδρυμα Τζένη Καρέζη», με σκοπό την παρηγορητική αγωγή των ασθενών που πάσχουν από καρκίνο και άλλα νοσήματα, για την ανακούφιση τους από τον πόνο.