Η Κοκό Σανέλ είναι η γυναίκα που άλλαξε τον κόσμο της μόδας και το όνομά της είναι συνυφασμένο με την ομορφιά, την κομψότητα και την πολυτέλεια. Κι, όμως, στην πραγματικότητα, η Κοκό Σανέλ είχε δύσκολα και φτωχικά χρόνια, ενώ στα 12 της χρόνια – μετά τον θάνατο της μητέρας της – την έκλεισαν σε μοναστήρι-ορφανοτροφείο όπου έμαθε τη μοδιστρική.
Όμως, με όπλα το πείσμα, τη θέληση να πετύχει για να ξεφύγει από τη φτώχεια, αλλά και το όραμα και το ταλέντο της, η νεαρή Γκάρμπιελ (όπως ήταν το όνομά της) κατάφερε σύντομα να ξεχωρίσει με τα πρωτοπόρα γυναικεία πατρόν της μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και να γίνει στη συνέχεια η γυναίκα που άλλαξε για πάντα τη μόδα και τον τρόπο που ντύνονταν οι γυναίκες.
Και αν μέχρι και σήμερα τα αποφθέγματα της Κοκό Σανέλ αντιμετωπίζονται ως “λόγια μιας σοφής” και η ιστορία ζωής της ως ένα παραμύθι που πάντα θα αποτελεί έμπνευση, στην πραγματικότητα πίσω από τη λάμψη που την “έλουζε”, υπήρχαν πολλά σκοτεινά σημεία. Όπως η σχέση της με τους Ναζί και αν πράγματι ήταν πράκτορας των Γερμανών, όπως την έχουν κατηγορήσει.
Η ίδια μέχρι και τον θάνατό της, στις 10 Ιανουαρίου του 1971 αρνιόταν πεισματικά τις σχέσεις της με τους Ναζί, όμως τα τελευταία χρόνια ένα βιβλίο και κάποια ντοκιμαντέρ που επικαλούνται επίσημα έγραφα, δείχνουν το αντίθετο.
Η Κόκο και ο εθισμός στις ουσίες
Η Γκαμπριέλ Μπονέρ Σανέλ γεννήθηκε στις 19 Αυγούστου 1883 στο Σομίρ της Δυτικής Γαλλίας. Ο πατέρας της, Αλμπέρ Σανέλ, ήταν περιοδεύων πωλητής ρούχων και εσωρούχων και η μητέρα της, Εζενί Ντεβόλ, πλύστρα σ’ ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα για απόρους.
Όταν βγήκε από το μοναστήρι που την είχαν κλείσει μετά τον θάνατο της μητέρας της, η νεαρή Σανέλ παράλληλα με το ράψιμο, τραγουδούσε σ’ ένα κλαμπ στο Μουλέν, όπου σύχναζαν αξιωματικοί του Ιππικού. Εκεί ήταν που της κόλλησαν το χαϊδευτικό Κοκό (Coco), με το οποίο έγινε γνωστή τα επόμενα χρόνια. Το Κοκό, σύμφωνα με τους βιογράφους της, μπορεί να προέρχεται από τα δημοφιλή τραγούδια εκείνης της εποχής «Ko Ko Ri Ko» και «Qui qu’a vu Coco» ή ακόμα και από τη λέξη cocotte (κοκότα).
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, που κυκλοφορούσε την εποχή της μεγάλης της δόξας στα παρισινά σαλόνια, η Σανέλ αποκλήθηκε «Κοκό» επειδή διοργάνωσε τα καλύτερα πάρτι στο Παρίσι, όπου προσφερόταν άφθονη κοκαΐνη. Ή ίδια ήταν γνωστό ότι ήταν εθισμένη στις ναρκωτικές ουσίες και παρέμεινε ως το τέλος της ζωής της χρήστρια μορφίνης.
“Στο κρεβάτι με τον εχθρό”
Πριν λίγα χρόνια κυκλοφόρησε το βιβλίο του Αμερικανού δημοσιογράφου, Φρανς Βον, “Στο κρεβάτι με τον εχθρό, ο μυστικός πόλεμος της Κοκό Σανέλ” και μέσα από τις σελίδες του ξεπηδά το σκοτεινό παρελθόν της Σανέλ- αν πιστέψουμε τα όσα ισχυρίζεται ο συγγραφέας.
Στο βιβλίο, λοιπόν, αναφέρεται πως το 1940, σε ηλικία 57 ετών, η Κοκό Σανέλ στρατολογήθηκε από την Abwehr, τις μυστικές υπηρεσίες του γερμανικού στρατιωτικού επιτελείου, για να γίνει ο πράκτορας F-7124, κωδική ονομασία του Γουέστμινστερ, του ονόματος του πρώην εραστή και φίλου της του δούκα του Γουέστμινστερ.
Μάλιστα, για λογαριασμό της Abwehr, πραγματοποιεί αποστολή στην Ισπανία, τον Αύγουστο 1941 μαζί με έναν άλλο πράκτορα των ναζί, των βαρόνο Λουί ντε Βοφρελάν, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με τη στρατολόγηση νέων πρακτόρων. Ελπίζει, σύμφωνα με το βιβλίο, να επιτύχει σε αντάλλαγμα την απελευθέρωση του ανιψιού της Αντρέ, ο οποίος είναι κρατούμενος σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Σανέλ περνούσε τον περισσότερο χρόνο της στο ξενοδοχείο Ritz, στο Παρίσι, απολαμβάνοντας την πολυτέλεια, την ίδια στιγμή που οι συμπατριώτες της στη Γαλλία βίωναν την πείνα και τα μαρτύρια από τους ναζί κατακτητές. Συχνά συνέτρωγε στο φημισμένο ξενοδοχείο με πράκτορες των Ναζί, αλλά και κορυφαία στελέχη όπως ο Γιόζεφ Γκέμπελς και ο Χέρμαν Γκέρινγκ!
Ερωμένη ενός ναζί βαρόνου
Όμως, η σχεδιάστρια μόδας είχε εκείνη την περίοδο και ερωτικές σχέσεις με έναν Γερμανό. Συγκεκριμένα, ήταν η ερωμένη του Γερμανού αξιωματικού των πληροφοριών βαρόνου Γκίντερ φον Ντίνκλατζ, του ανθρώπου που είχε κατασκοπεύσει τον γαλλικό στόλο στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘20 ως «ειδικός ακόλουθος» στη γερμανική πρεσβεία στο Παρίσι.
Τη σχέση της με τον Γερμανό την εκμεταλλεύτηκε, χωρίς επιτυχία όμως, και για τα επιχειρηματικά της συμφέροντα. Το 1924, η Σανέλ είχε ζητήσει οικονομική υποστήριξη από τον Εβραίο Pierre Wertheimer για να επεκτείνει την βιομηχανία της, μένοντας τότε η ίδια με λιγότερο από 10% ποσοστό στην εταιρεία. Αργότερα, η Κοκό παραπονέθηκε ότι την εκμεταλλεύτηκαν. Στη δεκαετία του 1930, οι Ναζί ψήφισαν τους «Άριους» νόμους, που δεν επέτρεπαν στους Εβραίους να διατηρούν επιχειρήσεις στη Γερμανία, με αποτέλεσμα τα 2/3 όλων των εβραϊκών επιχειρήσεων να πωληθούν σε μη Εβραίους σε εξαιρετικά χαμηλό κόστος.
Η Κοκό Σανέλ πάτησε πάνω σε αυτούς τους νόμους για να εκβιάσει τον Wertheimer, ο οποίος κατείχε μεγάλο μέρος της «Parfums Chanel» εκείνη την εποχή. Στις 5 Μαΐου 1941, η σχεδιάστρια έγραψε μια επιστολή στους Ναζί αξιωματούχους δηλώνοντας ότι η πλήρης ιδιοκτησία του «Parfums Chanel» πρέπει να της επιστραφεί! Ωστόσο, οι ίδιοι οι νόμοι είχαν πρωτύτερα τον Wertheimer να μεταβιβάσει τον έλεγχο της εταιρείας σε έναν μη Εβραίο Γάλλο ονόματι Félix Amiot.
Αρνήθηκε τη σχέση με τους Ναζί
Μετά τη λήξη του πολέμου, η Σανέλ εμφανίστηκε σε γαλλικό δικαστήριο για να λογοδοτήσει σε ένορκη κατάθεση συλληφθέντων Γερμανών αξιωματικών που την συνέδεαν με την Άμπβερ. Εκεί, αρνήθηκε κάθε κατηγορία εις βάρος πως ήταν δηλαδή πράκτορας των Ναζί, υποστηρίζοντας μόνο πως ο Βόφρελαντ είχε υποσχεθεί να βγάλει τον ανιψιό της από τη φυλακή.
Σύμφωνα με το «Sleeping with the Enemy», η Κοκό Σανέλ φρόντισε επίσης να σβήσει τα στοιχεία των πράξεών της, όπου αυτό ήταν δυνατόν. Όταν έμαθε ότι ο άρρωστος Schellenberg σχεδίαζε να δημοσιεύσει τα απομνημονεύματά του, πλήρωσε τους ιατρικούς λογαριασμούς του και εξασφάλισε την οικονομική δυνατότητα της οικογένειάς του – τα επακόλουθα απομνημονεύματα δεν ανέφεραν την εμπλοκή της ως πράκτορα.
Τελικά, η Σανέλ δεν υπέστη ποτέ οποιεσδήποτε συνέπειες για τις συναλλαγές της κατά τη διάρκεια του πολέμου με τους Ναζί. Κατέφυγε στην Ελβετία με τον Γερμανό εραστή της για να επιστρέψει πανηγυρικά στον κόσμο της μόδας το 1954, με τη βοήθεια της ίδιας της εβραϊκής οικογένειας Βερτχάιμερ που είχε πολεμήσει τα προηγούμενα χρόνια. Αν και τότε ήταν 71 ετών, τα επόμενα χρόνια και μέχρι τον θάνατό της, μεγαλούργησε στην παγκόσμια μόδα, απολαμβάνοντας τον σεβασμό όλων και την πολυτελή ζωή την οποία δε στερήθηκε ακόμα και στα χρόνια της Κατοχής.
Το κορίτσι που γεννήθηκε μέσα στη φτώχεια, στο θεωρείο ενός φιλανθρωπικού ιδρύματος πέθανε πάμπλουτο στο πολυτελές δωμάτιό της στο ξενοδοχείο Ritz. Στα 87 χρόνια ζωής της πέτυχε κι έζησε τα πάντα, όμως, πάνω από τον μύθο της όπως φαίνεται, θα πέφτει πάντα βαριά η σκιά της σχέσης της με τους Ναζί!