Εκείνο το Σάββατο το κρύο ήταν τσουχτερό. Ο καιρός μουντός, κατσούφικος, μ’ έναν ήλιο δειλό και βαριεστημένο. Τα γκρίζα σύννεφα είχαν αγκαλιάσει τον ουρανό, κρύβοντας το γαλάζιο του χρώμα. Έλεγες θα βρέξει, θα ρίξει καρέκλες, όμως ούτε σταγόνα δεν έπεφτε στους ασφαλτωμένους δρόμους. Τα δέντρα διψούσαν, όμως ο ουρανός… αναποφάσιστος ως προς τις διαθέσεις του!

Το φύλλο του ημερολογίου έπεσε στο πάτωμα, αφήνοντας το επόμενο χαρτάκι να πάρει τη θέση του, 11 Νοεμβρίου 1995. Στο ψυγείο ήταν κολλημένα διάφορα πολύχρωμα μικρά χαρτάκια με σημειώσεις που αφορούσαν την καθημερινότητα της Ολυμπίας. Η Ολυμπία σηκώθηκε νωρίς το πρωί

και έβαλε στο μπρίκι νερό να ζεσταθεί. Πήγε στο μπάνιο, πλύθηκε κι ύστερα έβαλε καφέ να πιει. Κάπνισε ένα τσιγάρο και κοίταξε μια φωτογραφία του γάμου της που είχε στο ψυγείο. Ήπιε τον καφέ της στην κουζίνα και έκοψε ένα χαρτάκι με σχέδια από ένα μπλοκ που είχε πάνω στον μαρμάρινο

πάγκο. Κρατώντας ένα στυλό στο χέρι της, έγραψε:

 «Δημήτρη, θα έρθει η Κική να με πάρει από τη δουλειά. Θα πάμε μέχρι την Ελευσίνα, στο γραφείο της, να πάρουμε κάτι πράγματα και θα γυρίσω. Φάε και κοιμήσου, Ολυμπία».

Έβαλε μια υπογραφή στην άκρη της σελίδας, κάτω δεξιά, και άφησε το χαρτί στον πάγκο της κουζίνας.

Στη συνέχεια, άνοιξε την ντουλάπα της, κοίταξε τα τακτοποιημένα της ρούχα και διάλεξε ένα ζακάρ πουλόβερ και ένα σκούρο μπλε τζιν παντελόνι. Ντύθηκε κι ύστερα είδε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Φόρεσε τα παπούτσια της και κοίταξε στην τσάντα της ένα μικρό σημειωματάριο που είχε.

Κοντοστάθηκε, κοίταξε πάλι τον εαυτό της στον καθρέφτη, χαμογέλασε ελαφρώς και μετά πήρε από την ντουλάπα της ένα μακρύ μαύρο παλτό και το φόρεσε. Προχώρησε προς την εξώπορτα. Περπάτησε στον κήπο στ’ αριστερά της και έστριψε δεξιά σε έναν μεγάλο διάδρομο, σκοτεινό και στενό, για να φτάσει στη σιδερένια εξώπορτα της μονοκατοικίας. Εκεί την περίμενε η κουνιάδα της, με αναμμένα τα φώτα, σε ένα μικρό κόκκινο αμάξι μάρκας Fiat. Η ώρα ήταν 7:45 το πρωί.

Η Ολυμπία άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και καλημέρισε την κουνιάδα της. Το αμάξι αποχώρησε από την περιοχή της Καλογρέζας με κατεύθυνση προς τη Νέα Ιωνία, εκεί όπου εργαζόταν η Ολυμπία. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, μεταξύ των δύο γυναικών επικράτησε μια αμηχανία.

Η Καίτη κοίταξε την Ολυμπία και τη ρώτησε:

«Σήμερα κάνει ζέστη! Γιατί φόρεσες παλτό;»

«Σήμερα κρυώνω», απάντησε η Ολυμπία.

«Γιατί ντύθηκες κατά αυτόν τον τρόπο;»

«Είμαι ανάποδος άνθρωπος εγώ, πάω ανάποδα».

Το κόκκινο αμάξι έφτασε στην οδό Αγίας Φωτεινής, στη Νέα Ιωνία. Η Ολυμπία βγήκε από το αμάξι, ενώ πριν λίγο είχε αφήσει τα κλειδιά του σπιτιού της στο ντουλαπάκι της πόρτας του συνοδηγού. Προχώρησε προς τα πίσω και ανέβηκε την ανηφόρα. Η Καίτη στάθηκε λίγο με το αμάξι χωρίς

να προχωρήσει και κοίταξε από τον καθρέφτη την Ολυμπία μέχρι να χαθεί. Στα εκατό μέτρα έστριψε σε ένα στενό που οδηγούσε στον αγαπημένο της φούρνο. Η Καίτη προχώρησε χάνοντας από το οπτικό της πεδίο την Ολυμπία.

Το κατάστημα REX όπου εργαζόταν η Ολυμπία είχε ανοιξει τις πόρτες του για τους πελάτες. Οι υπάλληλοι είχαν αναλάβει τα πόστα τους. Η ώρα περνούσε αλλά η Ολυμπία δεν εμφανίστηκε. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε απουσιάσει, ήταν η πρώτη φορά. Σάββατο, η νύχτα σκέπασε την πόλη. Το

κατάστημα REX έκλεισε αλλά η Ολυμπία δεν φάνηκε, ούτε είχε ενημερώσει κανέναν ότι θα απουσίαζε.

Τις επόμενες ημέρες οι γονείς της περίμεναν καρτερικά μήπως και επικοινωνήσει μαζί τους. Το τηλέφωνο χτύπησε.

Η μητέρα της Ολυμπίας, η κυρία Κωνσταντίνα, καθόταν στο σαλόνι και έτρεξε να σηκώσει το ακουστικό.

«Ολυμπία; Ολυμπία; Πού είσαι, κοριτσάκι μου;»

Από την άλλη γραμμή κανείς δεν απάντησε, όμως μια περίεργη σιωπή επικρατούσε.

Τις επόμενες ημέρες, κάπου-κάπου το τηλέφωνο χτυπούσε.

Οι γονείς της Ολυμπίας το σήκωναν, δίχως όμως από την άλλη γραμμή κάποιος να απαντήσει.

Aπόσπασμα από το βιβλίο “Οι πιο μυστηριώδεις εξαφανίσεις στην Ελλάδα”, συγγραφέας ΧΑΡΗΣ ΒΕΡΑΜΟΝ, εκδόσεις Κάκτος

Photo cover:pixabay.com/junebab/forest

Διαβάστε επίσης: