Πληθωρικός, ταλαντούχος, με μία μοναδική ικανότητα να σκορπίζει το γέλιο, ακόμα και αν δεν έλεγε κάτι. Αρκούσε, απλά μία από τις ιδιαίτερες γκριμάτσες του. Ο Νίκος Σταυρίδης είναι ένα από τα “ιερά τέρατα” της κωμωδίας, έχοντας αφήσει ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στον ελληνικό κινηματογράφο.
Ωστόσο, ο άνθρωπος που έκανε τον κόσμο να γελά και να ξεχνιέται από τις σκοτούρες της καθημερινότητάς του, στην προσωπική του ζωή είχε περάσει δύσκολα. Από παιδί είχε μία δύσκολη ζωή, γεμάτη φτώχεια, πίκρες, απορρίψεις και κλάμα στα κρυφά για να μη δει κανείς την ευαίσθητη ψυχή του να πονάει. Και μεγαλώνοντας, ήταν τέτοια η απόγνωσή του για τις πίκρες και τα εμπόδια που συναντούσε που έφτασε στο σημείο να βάλει τέλος στη ζωή του.
Τα φτωχικά χρόνια στη Σάμο
Ο Νίκος Σταυρίδης γεννήθηκε το 1910 στο Βαθύ της Σάμου. Ήταν το δεύτερο παιδί μία φτωχής πολύτεκνης οικογένειας. Τα έβγαζαν δύσκολα πέρα, ενώ ο μικρός Νίκος από πολύ νωρίς έπιασε δουλειά στο μπακάλικο του πατέρα του.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα, μία διαρκής πάλη για την επιβίωση. Μοναδική διέξοδος από τη σκληρή πραγματικότητα, ήταν το θεατρικό σανίδι, στο οποίο ανέβηκε ήδη από το Δημοτικό πρωταγωνιστώντας με επιτυχία στις σχολικές παραστάσεις.
Από τότε, φαίνεται ότι ρίζωσε μέσα του το μικρόβιο της υποκριτικής. Ήταν, όμως και ιδιαίτερα δραστήριος και ανήσυχος και όταν έβρισκε χρόνο από τις σχολικές του υποχρεώσεις, αλλά και από αυτές στο μπακάλικο του πατέρα του, ασχολούνταν με το στίβο και το άλμα επί κοντώ, δούλευε σε κινηματογράφο ως βοηθός του μηχανικού προβολής, έψελνε στην εκκλησία και έστηνε παραστάσεις θεάτρου σκιών σε όλη τη Σάμο.
Το 1928 αποφάσισε να πάει στην Αθήνα για μια καλύτερη ζωή. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, άλλωστε, αυτό ήταν το όνειρό του. Να ξεφύγει από την ανέχεια, τη φτώχεια. Η υποκριτική παρέμενε ένας ανομολόγητος έρωτας που θα έπαιρνε και αυτός σάρκα και οστά στη συνέχεια. Αλλά όχι τόσο εύκολα.
Η απόπειρα αυτοκτονίας
Όταν έφτασε, έπιασε δουλειά σε μια αποθήκη υλικού πολέμου στον Πειραιά, στην οποία πήγαινε μάλιστα με τα πόδια από την Αθήνα όπου διέμενε. Η θέση του ήταν να ταιριάζει τις αρβύλες κατά μέγεθος και το πενιχρό μεροκάματο έφτανε ίσα-ίσα για ένα ξεροκόμματο.
Με τον Βασίλη Αυλωνίτη αποτελούν δύο από τα «ιερά» τέρατα της ελληνικής κωμωδίας. Και ο Αυλωνίτης ήταν και ο λόγος που αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του στο θέατρο, όταν τον είδε το 1928 σε μία παράσταση. Πέρα από το υποκριτικό του ταλέντο, διέθετε μεγάλο ταλέντο στο τραγούδι και φωνή τενόρου. Και ήταν αυτό ακριβώς το προσόν του που του άνοιξε την πόρτα για να κυνηγήσει το όνειρό του.
Μία μέρα καθώς περνούσε έξω από το θέατρο που είχε δει τον Βασίλη Αυλωνίτη, άκουσε τον θίασο να κάνει πρόβα. Με τον παρορμητισμό της νιότης χωρίς δεύτερη σκέψη αποφασίζει να «μπουκάρει» μέσα και να ζητήσει να δοκιμαστεί στο τραγούδι.
Στην αρχή τον πέρασαν για τρελό και ψώνιο, αλλά μόλις άκουσαν τις πρώτες νότες «τους κόπηκε η όρεξη για κάθε πλάκα», όπως είχε εξομολογηθεί ο ίδιος. Έγινε μέλος της μουσικής παράστασης «Λοβιτούρα» και στον πρώτο του ρόλο έκανε τον λούστρο που γυάλιζε τα παπούτσια του Αυλωνίτη!
Όλοι αναγνώριζαν το ταλέντο του, αλλά τα λόγια δε συνοδεύονταν με πράξεις. Ο καιρός περνούσε και οι προτάσεις για το Νίκο Σταυρίδη δεν έλεγαν να έρθουν. Η μόνη που ήρθε, ήταν μία αποτυχία! Ο πρώτος του κανονικός ρόλος – γιατί μέχρι τότε τον εμπιστεύονταν μόνο ως κομπάρσο – ήρθε στο θέατρο «Έντεν» δίπλα στην Κούλα Γκιουζέπε, που όμως απέτυχε εισπρακτικά.
Αυτή η εξέλιξη, μαζί με όλες τις πίκρες που ήταν μαζεμένες, τον έφεραν σε απόγνωση. Πικραμένος, απογοητευμένος και μεθυσμένος πήρε ένα μπουκάλι ούζο και ανέβηκε μέχρι την Ακρόπολη με σκοπό να αυτοκτονήσει. Στη διαδρομή όμως μέθυσε περισσότερο και όταν έφτασε στον Ιερό Βράχο, από το μεθύσι δε θυμόταν καν τι ήθελε να κάνει!
Μοιάζει με σενάριο κωμικής ταινίας, όμως, η ιστορία με την απόπειρα αυτοκτονίας ήταν πραγματική.
Η καταξίωση του Νίκου Σταυρίδη
Από το 1942 και μετά έγινε το θεατρικό του μπαμ. Παραστάσεις, περιοδείες, επιτυχίες, επιβράβευση. Η αξία του αναγνωρίστηκε σε όλα τα επίπεδα και πλέον, καθιερώθηκε ως θεατράνθρωπος.
Σε μεγαλύτερη ηλικία, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, μπήκε στη ζωή του και ο κινηματογράφος. Και μαζί του η καθολική αναγνώριση. Πρωταγωνίστησε σε πολλές ταινίες και το κοινό λάτρεψε τη φιγούρα του, το ταλέντο του, τη σπάνια κωμική του στόφα. Και μπορεί στο ξεκίνημά του να του έλεγαν ότι δεν είχε τη φυσιογνωμία του κωμικού και μπορεί να χρειάστηκε να προσπαθήσει περισσότερο, όμως, τα κατάφερε. Και πέρασε στο πάνθεον των μεγάλων κωμικών.
Στην προσωπική του ζωή παρέμενε πάντα το σεμνό κι ευαίσθητο παιδί από τη Σάμο. Λέγεται ότι στις πρεμιέρες των ταινιών του δεν πήγαινε ποτέ. Προτιμούσε να πηγαίνει στον κινηματογράφο άλλη μέρα, μόνος, χωρίς να τον καταλάβει κάποιος. Τέτοια ήταν η σεμνότητά του.
Η Σάμος αποτελούσε πάντα τη μεγάλη του αγάπη κι εκεί επέστρεψε όταν πια αποφάσισε να αποτραβηχτεί από την υποκριτική. Κι εκεί, σε ηλικία 77 ετών, στις 12 Δεκεμβρίου του 1987 άφησε την τελευταία του πνοή.