Το σ’ αγαπώ δεν έχει χρήσεις.

Η λέξη αυτή, όπως και οι λέξεις που προφέρει το παιδί, δεν υπόκειται σε κανέναν κοινωνικό καταναγκασμό.

Μπορεί να είναι μια λέξη θεσπέσια, επίσημη, ανάλαφρη· μπορεί όμως να είναι και μια λέξη ερωτική, πορνογραφική.

Από κοινωνική άποψη πρόκειται για μια λέξη-μπαλαντέρ.

Το σ’ αγαπώ δεν έχει αποχρώσεις.

Καταργεί τις εξηγήσεις, τις διευθετήσεις, τις βαθμίδες, τις λεπτολογίες.

Κατά κάποιον τρόπο -άμετρο παράδοξο της γλώσσας- λέγοντας σ’ αγαπώ, είναι σαν να παραδέχομαι ότι δεν υπάρχει κανένα θέατρο της ομιλίας, και ότι η λέξη αυτή είναι πάντα αληθής (δεν έχει άλλο αναφερόμενο από την προφορά της: είναι ένας τελεστικός γλωσσότυπος).

Το σ’ αγαπώ δεν έχει πέραν.

Είναι η λέξη της δυάδας (μητρικής, ερωτικής)· μέσα της, καμιά απόσταση, καμιά παραμόρφωση δεν έρχεται να χαράξει το σημείο -δεν είναι μεταφορά κανενός πράγματος.

Το σ’ αγαπώ δεν είναι φράση: δε μεταβιβάζει ένα νόημα, αλλά αγκιστρώνεται σε μια οριακή κατάσταση: «αυτήν όπου το υποκείμενο αιωρείται σε μια σχέση αντικατοπτρισμού με τον άλλο».

Είναι μια ολόφραση. (Μόλο που λέγεται δισεκατομμύρια φορές, το σ’ αγαπώ κείται εκτός λεξικού· είναι ένα σχήμα λόγου που ο ορισμός του δε μπορεί να υπερβεί την απλή τιτλοφόρηση).

Η λέξη (η φράση-λέξη) έχει νόημα μόνο τη στιγμή που την ξεστομίζω.

Δεν υπάρχει μέσα της άλλη πληροφορία πέρα απ’ αυτά που δηλώνει άμεσα: καμιά διαφύλαξη, καμιά αποθήκευση νοήματος.

Τα πάντα περιέχονται στην εκστόμιση: πρόκειται για ένα «φραστικά τύπο», που όμως δεν αντιστοιχεί σε κανένα τυπικό -οι συνθήκες υπό τις όποιες λέω σ’ αγαπώ δε μπορούν να ταξινομηθούν: το σ’ αγαπώ είναι απερίσταλτο και απρόβλεπτο.

Ρολάν Μπαρτ, “Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου”

Photo cover:pixabay.com/Photo Mix 

Διαβάστε επίσης: