“Άιντε, κάντε όλοι στην μπάντα, να βγει να χορέψει, ο Σαλονικιός. Άιντε, κάντε του λεζάντα την βραδιά να κλέψει, ο Σαλονικιός”. Αυτοί είναι κάποιοι από τους στίχους του τραγουδιού του Στράτου Διονυσίου, “Ο Σαλονικιός”.
Ένα τραγούδι που δεν πρέπει να υπάρχει κάποιος που να μην το γνωρίζει. Όμως, αυτό που δεν γνωρίζουν οι περισσότεροι, είναι η αληθινή ιστορία πίσω από το τραγούδι. Στο μυαλό των περισσοτέρων, ο “Σαλονικιός” είναι ένα φανταστικό πρόσωπο, μάγκας της εποχής από τη Θεσσαλονίκη. Κι, όμως, ο “ήρωας” του Στράτου Διονυσίου ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Και μάλιστα, ήταν ένας νταής της εποχής, άνθρωπος του υποκόσμου που είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος της νύχτας.
Ο λόγος για τον Γιάννη Γκουλιόβα από την Πιερία, του οποίου η φήμη στον κόσμο της νύχτας, από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, είχε πάρει… θρυλικές διαστάσεις. Από παιδί ήταν μπλεγμένος στην παρανομία. Πριν ακόμα ενηλικιωθεί συλλαμβάνεται για πρώτη φορά για κλοπή μοτοσικλέτας. Έκτοτε, τα αναμορφωτήρια και οι φυλακές έγιναν το δεύτερο σπίτι του. Εκεί, ήρθε σε επαφή με ανθρώπους του υποκόσμου και δίπλα τους έγινε “προφέσορας” στην παρανομία.
Η δράση του ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη, εξ’ ου και το “Σαλονικιός” που του κόλλησαν ως παρατσούκλι. Είναι ο νταής της πόλης, νταβατζής, τζογαδόρος, σκληρός και επικίνδυνος. Δεν διστάζει να τραβήξει πιστόλι ή να βγάλει μαχαίρι γι’ ασήμαντη αφορμή και όλοι έτρεμαν να τα βάλουν μαζί του.
Η αστυνομία βρίσκεται διαρκώς στο κατόπι του και δεν τον αφήνει ήσυχο. Λέγεται πως ο «Σαλονικιός» στο δικαστήριο που παρουσιάστηκε ύστερα από κλοπή και επίθεση κατά των αστυνομικών, είχε χρησιμοποιήσει τη φράση του αναρχικού, Κλεμάν Ντυβάλ: «Ο αστυφύλακας με συνέλαβε εν ονόματι του νόμου. Κι εγώ τον χτύπησα εν ονόματι της ελευθερίας».
Ο εκβιασμός της Μπέμπα Μπλανς
Το ποινικό του μητρώο ήταν βαριά φορτωμένο με όλο σχεδόν τον ποινικό κώδικα, ενώ έκανε έναν πλούσιο και προκλητικό βίο για την εποχή εκείνη. Κυκλοφορούσε με πολυτελή αυτοκίνητα, έπαιζε μεγάλα ποσά στον ιππόδρομο και σύχναζε σε παράνομες χαρτοπαικτικές λέσχες.
Η εγκληματική του δράση περιλάμβανε και εκβιασμούς. Ένα από τα θύματα του ήταν και η Μπέμπα Μπλανς. Η γνωστή τραγουδίστρια, ένα βράδυ, τρομοκρατημένη κατέληξε στο αστυνομικό τμήμα και ζήτησε από τον αξιωματικό υπηρεσίας να της επιτρέψει να κοιμηθεί εκεί γιατί κάποιος την κυνηγούσε για να της χαράξει το πρόσωπο.
Παρά τις επίμονες προσπάθειες του αστυνομικού η τραγουδίστρια δεν έλεγε το όνομα του ανθρώπου που την κυνηγούσε γιατί, όπως είχε πει, φοβόταν για τη ζωή της. Τελικά, η Μπέμπα Μπλανς αποκάλυψε αυτό που ήδη υποψιάζονταν. Ο άνδρας που την απειλούσε, δεν ήταν άλλος από τον «Σαλονικιό». Μάλιστα, εκβίαζε την τραγουδίστρια, αποσπώντας της πολλές εκατοντάδες χιλιάδες δραχμές.
Η κάθοδος του “Σαλονικιού” στην Αθήνα
Η φήμη του στον κόσμο της νύχτας της Θεσσαλονίκης, ήταν πια τεράστια και ο “Σαλονικιός” θέλησε να “κατακτήσει” και την αθηναϊκή. Έτσι, προς τα μέσα της δεκαετίας του ’70 μετακόμισε στην Αθήνα και δεν άργησε να… επεκταθεί και στην πρωτεύουσα.
Ξεκίνησε πουλώντας προστασία σε διάφορα μικρά μπαρ σε κακόφημες γειτονιές ενώ παράλληλα έκανε κλοπές και εκβιασμούς Ωστόσο, το 1977 η τύχη του φαίνεται πως είχε πλέον στερέψει.
Μια νύχτα ο «Σαλονικιός» κάνει την… καθιερωμένη του γύρα στα μαγαζιά που πουλούσε προστασία για να κάνει τις εισπράξεις. Φτάνει έξω από το μπαρ «Greek Saloon» στην οδό Φυλής. Θεωρώντας τον εαυτό του άτρωτο, «παρκάρει» το αυτοκίνητό του στη μέση του δρόμου, διακόπτοντας την κυκλοφορία και μπήκε μέσα στο μαγαζί ψάχνοντας τον ιδιοκτήτη.
Ένα περιπολικό της Άμεσης Δράσης που περνούσε τυχαία, όμως, από το σημείο «κόλλησε» στην κίνηση. Ο συνοδηγός πήγε στα πρώτα αυτοκίνητα για να ρωτήσει τι είχε συμβεί. Όταν ο αστυνομικός ενημερώθηκε πως ο οδηγός τους αυτοκινήτου είχε μπει μέσα στο μπαρ, μπήκε και εκείνος προκειμένου να τον αναζητήσει.
Όταν τον είδε ο «Σαλονικιός» προσπάθησε να διαφύγει, αφού πρώτα πέταξε το όπλο του. Ο αστυνομικός προσπάθησε να μπλοκάρει την έξοδο αλλά ο Γκουλιόβας του έσπασε ένα μπουκάλι στο κεφάλι. Αν και ζαλισμένος και μέσα στα αίματα ο ένστολος συνέχισε να τον καταδιώκει. Ο κακοποιός πρόλαβε και μπήκε στο αυτοκίνητό του, έβαλε μπροστά και ξεκίνησε αλλά ο αστυνομικός τον πρόλαβε. Πιάστηκε από την πόρτα του οδηγού και με το αυτοκίνητο εν κινήσει πυροβόλησε τον δράστη τρεις φορές χωρίς να τον τραυματίσει. Στη συνέχεια ο αστυνομικός εγκατέλειψε την προσπάθεια και ο Γκουλιόβας κατάφερε να διαφύγει.
Το τέλος του «Σαλονικιού»
Μετά από αυτό το περιστατικό, η σύλληψη του 30χρονου «Σαλονικιού» έγινε κάτι σαν ζήτημα τιμής για τους αστυνομικούς. Αυτό που περίμεναν ήταν ποτέ θα έχουν μια αξιόπιστη πληροφορία προκειμένου να την αξιοποιήσουν. Και μπορεί στη Θεσσαλονίκη να έκανε κουμάντο, όμως στην Αθήνα είχε αποκτήσει πολλούς εχθρούς.
Έτσι, η «αξιόπιστη πληροφορία» που έψαχναν οι αστυνομικοί δεν άργησε να έρθει. Στις 29 Σεπτεμβρίου του 1977, ένας άγνωστος άνδρας ενημέρωσε την Ασφάλεια πως ο «Σαλονικιός» βρισκόταν σε μια χαρτοπαικτική λέσχη στην οδό Σύρου στην Κυψέλη.
Η πληροφορία θεωρείται έγκυρη και έτσι μερικά λεπτά αργότερα περιπολικά αλλά και συμβατικά αυτοκίνητα της Ασφάλειας γεμάτα με ένστολους και αστυνομικούς με πολιτικά περικυκλώνουν την λέσχη, «κόβοντας» στον Γκουλιόβα κάθε πιθανότητα διαφυγής.
Ένας αστυνομικός μπήκε μέσα στη λέσχη και φωνάζοντας δυνατά, ρώτησε «ποιος είναι ο Σαλονικιός». Αμέσως στράφηκε στο νεαρό με το μούσι και το μακρύ μαλλί και απευθυνόμενος σε εκείνον επανέλαβε: «εσύ είσαι ο Σαλονικιός»; Ο κακοποιός αμέσως σηκώθηκε από τη θέση του και πήγε προς την τουαλέτα με στόχο να διαφύγει. Αστυνομικοί με πολιτικά που ήδη είχαν μπει μέσα στη λέσχη, τον ακινητοποίησαν και τον συνέλαβαν.
Ο Γκουλιόβας, ωστόσο, δεν ήταν διατεθειμένος να παραδοθεί έτσι εύκολα. Με μια απότομη κίνηση κατάφερε και απέφυγε τους αστυνομικούς που τον κρατούσαν και έβγαλε σε έναν από αυτούς μαχαίρι. Όταν έκανε ένα βήμα μπροστά για να τον χτυπήσει, ο αστυνομικός τράβηξε το όπλο και τον πυροβόλησε στο στήθος. Ο «Σαλονικιός» πέθανε μέσα στο ασθενοφόρο κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο. Ήταν μόλις 30 ετών.