Βιογραφική ταινία για τη διάσημη Αμερικανίδα συγγραφέα, Φλάνερι Ο’ Κόνορ θα αρχίσει να προβάλλεται στους κινηματογράφους.
Η ταινία «Wildcat», στην οποία πρωταγωνιστεί η Μάγια Χοκ ως Φλάνερι Ο’ Κόνορ και σκηνοθετήθηκε από τον πατέρα της, Ίθαν Χοκ, έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τέλουραϊντ.
Σύμφωνα με την επίσημη περιγραφή στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο, «η νέα εξερεύνηση της πορείας της συγγραφέως από τον Ίθαν Χοκ επικεντρώνεται σε μια βασική περίοδο της ζωής της Φλάνερι Ο’ Κόνορ. H νεαρή συγγραφέας παρουσιάζεται καθώς τελειοποιεί τη μέθοδό της, εστιάζοντας στη βαθιά προσωπική μυθοπλασία με τίμημα τη δική της άνεση και ικανοποίηση.
Σύμφωνα με το Vanity Fair το έργο είναι λιγότερο βιογραφία της και είναι επικεντρωμένο περισσότερο στις μικρές ιστορίες που εδραίωσαν τη φήμη της Φλάνερι Ο’ Κόνορ.
Ποια ήταν η Φλάνερι Ο’ Κόνορ
Η Φλάνερι Ο’Κόνορ ή Φλάννερυ Ο’Κόννορ ήταν Αμερικανίδα πεζογράφος, γνωστή για τα βίαια («γοτθικά») μυθιστορήματα και διηγήματά της, καθώς και για την προσήλωσή της στην καθολική πίστη.
Η Φλάνερι Ο’Κόνορ γεννήθηκε στη Σαβάνα των ΗΠΑ στις 25 Μαρτίου το 1925 και ήταν το μοναχοπαίδι του Έντουαρντ Φράνσις Ο’Κόνορ και της Ρετζίνα Κλάιν. Οι γονείς της ήταν ιρλανδικής καταγωγής. Ο πατέρας της ήταν επιτυχημένος κτηματομεσίτης και εργολάβος, αλλά στα χρόνια της οικονομικής κρίσης μετά το κραχ του 1929, αναγκάστηκε να κλείσει τις επιχειρήσεις του και να εργαστεί ως υπάλληλος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ. Το 1937 διαγνώστηκε ότι έπασχε από ερυθηματώδη λύκο, που τον οδήγησε τελικά στον θάνατο στην ηλικία των 45 ετών.
Τον Μάρτιο του 1938, η οικογένεια Ο’Κόνορ μετακόμισε από τη Σαβάνα στην Ατλάντα και το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς στο Μίλετζβιλ της Γεωργίας. Μετά το γυμνάσιο, και ενώ στο μεταξύ ο πατέρας της είχε πεθάνει, η Ο’Κόνορ σπούδασε κοινωνιολογία και Αγγλικά στο Κολέγιο της Γεωργίας για Γυναίκες από το 1942 μέχρι το 1945. Συνέχισε τις σπουδές της σε μεταπτυχιακό επίπεδο στο Πανεπιστήμιο της Άιοβα, από όπου άρχισε να γράφει και να δημοσιεύει τα πρώτα της διηγήματα. Την 1η Ιουνίου 1947 έλαβε μεταπτυχιακό δίπλωμα Master of Fine Arts από το Πανεπιστήμιο της Άιοβας.
Το καλοκαίρι του 1948 δέχθηκε πρόσκληση από το Ίδρυμα Γιάντοου να εγκατασταθεί στην κοινότητα καλλιτεχνών του Ιδρύματος στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης, και να καταπιαστεί με το γράψιμο. Στην κοινότητα αυτή έμεινε μέχρι τον Φεβρουάριο του 1949, και κατόπιν έφυγε για την πόλη της Νέας Υόρκης αναζητώντας πάλι έναν κατάλληλο χώρο για να αφοσιωθεί στο γράψιμο. Στη Νέα Υόρκη, υπέγραψε συμβόλαιο με εκδότη για τη δημοσίευση του πρώτου μυθιστορήματός της, το οποίο είχε αρχίσει να γράφει ήδη από το καλοκαίρι του 1947. Επίσης στη Νέα Υόρκη γνώρισε το ζεύγος Ρόμπερτ και Σάλι Φιτζέραλντ, με τους οποίους συνδέθηκε με στενή φιλία. Από τον Σεπτέμβριο του 1949 μέχρι το τέλος του 1950, έζησε στη νοικιασμένη σοφίτα στο σπίτι των Φιτζέραλντ στο Ρίτζφιλντ του Κονέκτικατ, ενώ συνέχισε να εργάζεται στο πρώτο της μυθιστόρημα.
Στα τέλη του 1950, η Ο’Κόνορ άρχισε να υποφέρει από έντονους πόνους στα χέρια και στις αρθρώσεις και αναγκάσθηκε να νοσηλευθεί σε νοσοκομείο. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, οι γιατροί διέγνωσαν πως έπασχε από ανίατο ερυθηματώδη λύκο. Την άνοιξη του 1951 βγήκε από το νοσοκομείο και επέστρεψε στην Γεωργία. Με εξαίρεση μερικά ταξίδια για θεραπείες και διαλέξεις, πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της παρέα με τη μητέρα της στο Μίλετζβιλ της Γεωργίας, στη μεγάλη φάρμα «Ανδαλουσία» που η μητέρα της είχε κληρονομήσει από κάποιον θείο της. Συνέχισε ωστόσο πάντα να γράφει. Εκτός από το γράψιμο, αγαπημένες της ασχολίες ήταν επίσης να ζωγραφίζει και να εκτρέφει οικόσιτα πτηνά: κότες, πάπιες, χήνες, κύκνους και κυρίως παγώνια.
Επί έναν χρόνο η μητέρα της τής έκρυβε πως έπασχε από ερυθηματώδη λύκο. Η συγγραφέας το έμαθε το καλοκαίρι του 1952, αλλά φαίνεται να δέχθηκε την είδηση με παραδειγματικό θάρρος. Με τον καιρό, η υγεία της επιδεινώθηκε και από το φθινόπωρο του 1955 αναγκάσθηκε να περπατά με πατερίτσες για να περιοριστεί η φθορά στα οστά της. Την άνοιξη του 1958 ταξίδεψε με τη μητέρα της στην Ευρώπη. Μέσα σε 17 ημέρες, επισκέφθηκαν την Ιρλανδία, το Λονδίνο, το Παρίσι, τη Λούρδη (όπου έκανε λουτρό στα νερά της ιαματικής πηγής), τη Ρώμη (όπου συνάντησε το ζεύγος Φιτζέραλντ και έλαβε την ευλογία του Πάπα Πίου ΙΒ΄), και τη Λισαβόνα.
Τον Φεβρουάριο του 1964, η Ο’Κόνορ υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση ινομυωματώδη όγκου. Η αφαίρεση του όγκου ήταν επιτυχής, αλλά προκάλεσε έξαρση του ερυθηματώδους λύκου. Νοσηλεύθηκε επανειλημμένα στο νοσοκομείο με κορτιζόνη, αντιβιοτικά και μεταγγίσεις αίματος, ενώ η κατάστασή της συνεχώς χειροτέρευε. Στο τέλος Ιουλίου εισήχθη ξανά στο νοσοκομείο της Μίλετζβιλ. Στις 2 Αυγούστου 1964 έπεσε σε κώμα και πέθανε την επομένη από νεφρική ανεπάρκεια σε ηλικία μόλις 39 ετών στο Μίλετζβιλ στις ΗΠΑ.
Το σπίτι της Ο’Κόνορ στη φάρμα «Ανδαλουσία», όπου έζησε η συγγραφέας από το 1951 μέχρι τον θάνατό της το 1964.
Στον σύντομο βίο της, η Φλάνερι Ο’Κόνορ έγραψε δύο μυθιστορήματα: Σοφό αίμα (Wise Blood, 1952), Και οι βιασταί αρπάζουσιν αυτήν (The Violent Bear Ιt Away, 1960). Ενόσω ζούσε, δημοσίευσε και μία συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος (A Good Man Is Hard to Find and Other Stories, 1955).
Μετά τον θάνατό της, κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων Οτιδήποτε σηκώνεται πρέπει να συγκλίνει (Everything That Rises Must Converge, 1965) και ένας τόμος με όλα τα διηγήματά της (The Complete Stories, 1971). Επίσης μετά τον θάνατό της κυκλοφόρησαν σε ξεχωριστές εκδόσεις ορισμένα δοκίμιά της (Mystery and Manners, 1969), η αλληλογραφία της με διάφορα πρόσωπα (The Habit of Being: Letters of Flannery O’Connor, 1979), λογοτεχνικές κριτικές της (The Presence of Grace and Other Book Reviews, 1983), σκίτσα της (Flannery O’Connor: The Cartoons, 2012), όπως επίσης και ένα ημερολόγιο με προσευχές που έγραφε όταν ήταν περίπου 20 ετών (A Prayer Journal, 2013).
Δείτε επίσης