ΗΤΑΝ Η ΠΙΟ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΣΤΙΓΜΗ της ζωής μου δεν το ήξερα. Αν το ’ξερα, θα μπορούσα άραγε να προστατέψω την ευτυχία μου, θα εξελίσσονταν όλα διαφορετικά; Ναι, αν το είχα καταλάβει, σε καμία περίπτωση δε θ’ άφηνα την ευτυχία να μου φύγει. Ίσως η υπέροχη εκείνη χρυσή στιγμή,
που τόσο βαθιά και ήρεμα τύλιξε όλο μου το σώμα, να διήρκεσε μόλις μερικά δευτερόλεπτα, όμως εμένα μου φάνηκαν ώρες, χρόνια. 26 Μαΐου 1975, Δευτέρα, κάποια στιγμή γύρω
στις τρεις παρά τέταρτο, κι όπως εμείς λυτρωθήκαμε από τις ενοχές, την αμαρτία, τις τύψεις, έτσι κι ο κόσμος έμοιαζε λες κι είχε λυτρωθεί από τους νόμους της βαρύτητας και του χρόνου. Στεκόμουν πίσω της, της φίλησα τον ώμο, που ήταν ιδρωμένος από τη ζέστη, την αγκάλιασα, μπήκα μέσα
της και της δάγκωσα τρυφερά το αριστερό αυτί – το σκουλαρίκι της έμεινε, θαρρείς, μετέωρο στον αέρα για μια ατέλειωτη στιγμή κι έπειτα έπεσε. Ήμασταν τόσο ευτυχισμένοι, που συνεχίσαμε να φιλιόμαστε και δε δώσαμε την παραμικρή σημασία στο σκουλαρίκι, το οποίο μέχρι τότε
δεν είχα καν προσέξει.
Έξω ο ουρανός έλαμπε, όπως χαρακτηριστικά λάμπει τις ανοιξιάτικες μέρες στην Ιστανμπούλ. Οι κάτοικοι, που δεν είχαν αποβάλει ακόμη τις χειμωνιάτικες συνήθειές τους, ίδρωναν στους δρόμους, όμως μέσα στα κτίρια, στα καταστήματα, κάτω από τις φλαμουριές και τις καστανιές έκανε ακόμη ψύχρα. Δροσιά, μαζί με μια οσμή μούχλας, νιώθαμε να βγαίνει κι από το στρώμα πάνω στο οποίο κάναμε έρωτα έχοντας λησμονήσει τα πάντα σαν ευτυχισμένα παιδιά. Από το ανοιχτό παράθυρο της βεράντας φύσηξε ένα ανοιξιάτικο αεράκι που μύριζε θάλασσα και φλαμούρι, σήκωσε με αργή κίνηση τις τούλινες κουρτίνες, τις άφησε πάνω στις πλάτες μας κι έκανε τα γυμνά μας κορμιά ν’
ανατριχιάσουν.
Στο δωμάτιο του διαμερίσματος του δεύτερου ορόφου, στο κρεβάτι όπου ήμασταν ξαπλωμένοι, είδαμε τα παιδιά στον πίσω κήπο να παίζουν ποδόσφαιρο βρίζοντας με πάθος μες στη μαγιάτικη ζέστη, και τότε, για μια στιγμή, κοιταχτήκαμε στα μάτια χαμογελώντας, γιατί
κάναμε όλα τα ανήθικα πράγματα που τα παιδιά έλεγαν θυμωμένα μεταξύ τους, λέξη προς λέξη. Όμως η ευτυχία μας ήταν τόσο βαθιά και μεγάλη, που, όπως ξεχάσαμε το σκουλαρίκι, έτσι ξεχάσαμε αμέσως και τη φάρσα στον πίσω κήπο που μας έκανε η ζωή.
Το μουσείο της αθωότητας (νέα έκδοση με επίμετρο του συγγραφέα)
ΣυγγραφέαςPamuk Orhan
ΕκδόσειςΕκδόσεις Πατάκη
Απόσπασμα
Photo cover:pixabay.com/Bessi/
Διαβάστε επίσης: