Η αλεξιθυμία ως επιστημονικός όρος αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 1973 απο τον Έλληνα ψυχίατρο Πέτρο Σιφναίο, προκειμένου να περιγράψει την ελλιπή ικανότητα του ανθρώπου να βιώσει, να αναγνωρίσει και να εκφράσει τα συναισθήματά του, αλλά και των άλλων.

 Ουσιαστικά, η αλεξιθυμία είναι η δυσκολία στην αντίληψη των συναισθημάτων, αλλά και στην ικανότητα διάκρισής τους. Συμπεριφοριστικά ευρήματα από τους ερευνητές Dr Andrew Valdespino και Dr Ligia Antezana και συνεργάτες ερευνητές έδειξαν ότι η αλεξιθυμία μπορεί να οδηγήσει σε ανεπαρκή εν συναίσθηση. 

Παράλληλα, στα άτομα με αλεξιθυμία παρατηρείται ελλιπής φαντασία και δυσκολία συμμετοχής στο συμβολικό παιχνίδι, καθώς και στην κατανόηση των αφηρημένων εννοιών.

 Συμπεριφοριστικά έχει παρατηρηθεί αυξημένη παρορμητικότητα, η οποία απορρέει από την δυσκολία συναισθηματικής αυτορρύθμισης, καθώς αγνοεί τις επιπτώσεις της συμπεριφοράς στους άλλους ανθρώπους.

 Σύμφωνα με μελέτες, η αλεξιθυμία παρουσιάζεται σε ποσοστό περίπου 10% των ανθρώπων και διακρίνεται σε δύο κατηγορίες, εκ των οποίων η μία είναι η πρωτογενής (κληρονομικότητα, γονίδια, γενετικές ανωμαλίες στην νευρολογική ανάπτυξη κτλ). Η δευτερογενής κατηγορία είναι επίκτητη από το περιβάλλον -π.χ. μετατραυματικό άγχος ή συναισθηματικά παραμελημένη παιδική ηλικία. Η ελλιπής συναισθηματική αντίληψη συχνά προκαλεί προβλήματα στις σχέσεις.

 Το συναισθηματικό μοίρασμα -π.χ. η ανάγκη να νιώθει κάποιος ότι τον εκτιμούν, τον θαυμάζουν, τον αγαπούν ή ακόμα το αίσθημα ευαλωτότητας ή απόρριψης είναι πολύ σημαντικό σε μια σχέση. Παρότι δεν θεωρείται επίσημα ψυχική διαταραχή, έχει αρνητικό αντίκτυπο στη ζωή του ανθρώπου -όχι μόνο στις σχέσεις, αλλά και στην καριέρα, τις φιλίες κτλ.

Photo cover:pixabay.com/Nika_Akin/eye

Διαβάστε επίσης: