Μπορεί να μην υπήρξε πρώτο όνομα στη μαρκίζα των θεάτρων και στον κινηματογράφο να κρατούσε κυρίως δευτεραγωνιιστικούς ρόλους, όμως ο Χρήστος Ευθυμίου είχε καταφέρει να βρει μια θέση στις καρδιές του κοινού.
Ο γλυκύτατος ηθοποιός αποτέλεσε μέσα από τους ρόλους που υποδύθηκε, την απόλυτη ενσάρκωση του αφελή, αλαφροΐσκιωτου και βλάκα παντός καιρού! Μάλιστα, ο ρόλος του βλάκα ήταν και αυτός που εκτόξευσε την καριέρα του. Ο Χρήστος Ευθυμίου ενσάρκωσε τόσο υποδειγματικά τον ρόλο του αφελή που πολλοί πίστευαν πως και στην πραγματική του ζωή ο ηθοποιός ήταν τόσο γλυκά… αφελής.
Αλλά αυτή είναι και η δύναμη της Υποκριτικής: να υποδύεσαι έναν χαρακτήρα διαφορετικό από αυτό που είσαι και να πείθεις τον κόσμο ότι έτσι είσαι και στη ζωή σου. Και ο Χρήστος Ευθυμίου, μόνο σαν τον υπέροχο και καλοκάγαθο «βλάκα» του Γιάννη Δαλιανίδη, στην ταινία «Ένας βλάκας και μισός», δεν ήταν. Αντίθετα, ήταν ιδιαίτερα καλλιεργημένος και μάλιστα είχε τελειώσει τη Νομική Σχολή των Αθηνών!
Το μετάλλιο ανδρείας
Ο Χρήστος Ευθυμίου γεννήθηκε σαν σήμερα, 3 Αυγούστου το 1900 στο Κωσταλέξι της Φθιώτιδας σε μία οικογένεια με καλλιτεχνική φλέβα. Ο πατέρας του διατηρούσε στο χωριό ένα καφεζυθοπωλείο, όμως, ήταν κι ερασιτέχνης ηθοποιός. Εκείνο, λοιπόν, το μικρό καφενεδάκι, τα βράδια μετατρεπόταν σε θέατρο, φιλοξενώντας διάφορους αθηναϊκούς θιάσους αλλά και ερασιτεχνικές παραστάσεις με ντόπιους συντελεστές. Και κάπως έτσι και με αυτές τις εικόνες μεγάλωσε ο ηθοποιός.
Όταν τελείωσε το Γυμνάσιο στη Λαμία, πήρε μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία κάνοντας τη στρατιωτική του θητεία. Ήταν σε μάχιμη μονάδα του Ελληνικού στρατού και αποβιβάστηκε από τους πρώτους στη Σμύρνη, τον Μάιο του 1919. Μάλιστα, αργότερα, τα ανδραγαθήματα τιμήθηκαν με το μετάλλιο ανδρείας.
Μετά τον στρατό, μπήκε στη Νομική Αθηνών, όμως, στα χρόνια της φοίτησης του, μπήκε στο μυαλό του και η Υποκριτική. Πέρασε θριαμβευτικά στη νεοϊδρυθείσα Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου, του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Το ανυπέρβλητο ταλέντο του Χρήστου Ευθυμίου έγινε αντιληπτό από τους καθηγητές της Σχολής, οι οποίοι εντυπωσιάστηκαν τόσο από το παρουσιαστικό του, όσο και από τις γκριμάτσες του.
Τελείωσε τη Νομική, ενώ για να βγάζει τα προς το ζην, δούλεψε στο υπουργείο Δικαιοσύνης. Όμως, ήξερε ότι αυτή η σχέση είχε ημερομηνία λήξης. Η οικογένειά του ήταν πάντα στο πλευρό του. Οι εποχές, όμως, ήταν δύσκολες και τα χρόνια φτωχικά. Έτσι, για να μπορέσει να επιβιώσει, αναγκαζόταν να δουλεύει, όσο σπούδαζε. Εκτός από το υπουργείο Δικαιοσύνης, δούλεψε και ως υποβολέας σε θεατρικές σκηνές. Εκεί, λέγεται ότι συνέβη ένα περιστατικό, που τον πείσμωσε για την μετέπειτα καλλιτεχνική του πορεία.
Η μεγάλη αναγνώριση
Ο ηθοποιός φέρεται να είχε δυσανασχετήσει που οι καθηγητές του τού έδιναν μόνο κωμικούς ρόλους. Και μία μέρα έπιασε τον διευθυντή της Σχολής και του εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του. Εκείνος, θυμωμένος με το νεαρό σπουδαστή, τον έπιασε από το γιακά, τον πήγε μπροστά από έναν καθρέφτη και φέρεται να του είπε: «Πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι κάνεις εσύ για Οιδίποδας ή για Σαίξπηρ; Κοίτα τη φάτσα σου και πες μου!».
Η απαξίωση του καθηγητή δεν τον πτόησε. Το 1929 αποφοίτησε από τη Σχολή ως ένα εξαιρετικό ταλέντο και αυτό ήταν ένα δυνατό «όπλο», για τη συνέχεια. Με το πτυχίο στο χέρι και το ταλέντο στο «δισάκι» του, ο Χρήστος Ευθυμίου ξεκίνησε το ταξίδι στο θέατρο με τον θίασο της σπουδαίας Κυβέλης.
Στη ζωή του, πολύ νωρίς μπήκε το τότε νεοσύστατο Βασιλικό Θέατρο (το σημερινό Εθνικό) και παρέμεινε στην κεντρική του σκηνή, ως ιδρυτικό μέλος μέχρι το 1955. Μέσα σε αυτά τα χρόνια, πρωταγωνίστησε σε πολλές θεατρικές παραστάσεις.
Το 1952 δίπλα στο παράσημο ανδρείας από τη Μικρασιατική εκστρατεία για τα ανδραγαθήματά του, ήρθε να προστεθεί ένα ακόμη παράσημο, αυτό από το Γαλλικό κράτος για την εξαιρετική ερμηνεία του στον Μολιέρο. Χαρακτηρίστηκε ως μία «κωμική διάνοια», την αξία της οποίας είχε την τύχη να γνωρίσει το ευρύ κοινό και μέσα από τον κινηματογράφο. Και ας μην πρωταγωνίστησε σε πολλές ταινίες.
«Ένας βλάκας και μισός»
Το 1959, ο Γιάννης Δαλιανίδης μετέφερε στη μεγάλη οθόνη το θεατρικό έργο του Δημήτρη Ψαθά, «Ένας βλάκας και μισός». Στο ρόλο του καλοκάγαθου και αφελή Θωμά Κατσαρού επιλέχθηκε ο Χρήστος Ευθυμίου, ο οποίος είχε ήδη δώσει το στίγμα του στο ρόλο του ανόητου φουκαρά.
Η ταινία γνώρισε τεράστια επιτυχία και το κοινό λάτρεψε τον αφελή αυτό χαρακτήρα, με τη χαρακτηριστική φωνή. Ο Χρήστος Ευθυμίου καθιερώθηκε στη συνείδηση όλων ως ο πιο «γλυκός βλάκας», που πέρασε ποτέ από το πανί. Και δεν έχουν άδικο.
Ένα χρόνο αργότερα, συμμετείχε σε ακόμη μία μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία, του Ιάκωβου Καμπανέλλη στην ταινία «Η Χιονάτη και τα 7 γεροντοπαλίκαρα». Μία ταινία που ο κόσμος έκανε ουρές έξω από τις κινηματογραφικές αίθουσες και είχε ακόμη και εφτά προβολές μέσα στην ημέρα.
Αυτή ήταν και η τελευταία του ταινία, αφού ο ηθοποιός αποφάσισε να κλείσει το σύντομο, αλλά «χρυσό» κύκλο στον κινηματογράφο. Αφοσιώθηκε στο θέατρο, όπου πήρε ακόμη ένα παράσημο για το τεράστιο ταλέντο του και την προσφορά του στο θέατρο, από τον Βασιλιά Παύλο.
Ένας γλυκός άνθρωπος
Η αλήθεια είναι πως για την προσωπική του ζωή δεν γνωρίζουμε πολλά. Και όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, είναι κυρίως μέσα από διηγήσεις φίλων και συναδέλφων του. Και όλοι συμφωνούσαν ότι ο Χρήστος Ευθυμίου ήταν και στην κανονική του ζωή ένας γλυκύτατος άνθρωπος, ευγενικός και χαμηλών τόνων. Κανείς δεν είχε να πει κάτι αρνητικό για εκείνον.
Με όλους τους συναδέλφους του είχε καλή σχέση, ενώ δεν έλεγε όχι σε βραδινές εξόδους για ένα κρασάκι, με παρέα που απαρτιζόταν κυρίως, από ηθοποιούς, όπως ο Μίμης Φωτόπουλος (είχαν παίξει μαζί στην ταινία Η Άγνωστος), ο Νίκος Σταυρίδης, ο Γιάννης Γκιωνάκης κ.α. Μάλιστα, στον Τύπο της εποχής δημοσιεύονταν κατά καιρούς φωτογραφίες από εκείνες τις εξόδους. Ήταν, όμως και μοναχικός τύπος και του άρεσε να πηγαίνει στο μαγαζάκι κοντά στο σπίτι του και να πίνει καθισμένος μόνος σε ένα τραπεζάκι το κρασί του.
Ο Χρήστος Ευθυμίου έφυγε από τη ζωή, στις 4 Μαΐου το 1971.