«Η αίτησή σας να φιλοξενήσετε ένα από τα παιδιά του προγράμματος έγινε δεκτή».
Η μαμά άνοιξε μπροστά μου τα χαρτιά, που ήταν όλα γεμάτα σφραγίδες, και πάνω πάνω άφησε μια φωτογραφία ενός κοριτσιού που έμοιαζε λίγο μικρότερο από εμένα. Ένα κορίτσι με δέρμα λευκό σαν γάλα και μάτια γαλανά και μεγάλα, σαν να σου μιλούν. Τα μαλλιά της ξανθά, τόσο σγουρά που θύμιζαν φωλιά πουλιού.
Σκέφτηκα ότι έπρεπε να πάψω να γκρινιάζω για τις λίγες ατίθασες τούφες μου που δεν μπορούν να σταθούν πάνω από μία ώρα στην αλογοουρά μου.
Όσο εγώ χάζευα το κορίτσι της φωτογραφίας, η μαμά ξεκίνησε να μου εξηγεί.
«Αυτή είναι η Μάρτα. Είναι από την Ουκρανία».
«Από την Ουκρανία; Από εκεί που γίνεται πόλεμος;» ρώτησα όλο περιέργεια.
«Ακριβώς».
Έτσι ξεκινάει η ιστορία της Βάνας Μαυρίδου, Όχι και τόσο μακριά. Μια ιστορία επίκαιρη, μια αφορμή για να μιλήσουμε στα παιδιά μας για τον πόλεμο αλλά κυρίως για τη δύναμη της αλληλεγγύης και της ειρήνης των λαών.
Η Ζωή ζει στην Αθήνα και η Μάρτα στο Κίεβο. 2.103 χιλιόμετρα – τελικά όχι και τόσο μακριά…
Η μαμά έχει στερεώσει με ένα μαγνητάκι στο ψυγείο τη φωτογραφία της και όποτε περνώ ρίχνω μια ματιά στα μεγάλα μελαγχολικά μάτια της Μάρτα.
Μας χωρίζουν πολλά χιλιόμετρα και, αν δεν ήταν ο πόλεμος, μπορεί και να μη συναντιόμαστε ποτέ…
Η Ζωή
Η Ζωή είναι 12 ετών και έχει στη ζωή της πράγματα που πολλοί θεωρούμε δεδομένα. Έχει το σπίτι της, την οικογένειά της, τους φίλους της. Έχει το φαγητό της, τα καθαρά της ρούχα, τα αμέτρητα δικά της πράγματα και κυρίως τη ζεστασιά και την ασφάλεια του σπιτιού της.
Και το σπίτι της θα ανοίξει για τη Μάρτα.
Προσπάθησα να χωρέσω στο κεφάλι μου ότι την ίδια ώρα που εμείς παίζαμε ανέμελα στην παραλία, σε άλλες χώρες γινόταν πόλεμος κανονικός με όπλα. Σε άλλες πόλεμος για να βρεις δουλειά. Σε άλλες πόλεμος για να μπορούν τα κορίτσια να φορούν ό,τι θέλουν. Σε άλλες πόλεμος για να έχουν καθαρό πόσιμο νερό. Όμως η Μάρτα μέχρι πριν από λίγες μέρες είχε μια ζωή σαν τη δική μου.
Και από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε σε μια ξένη χώρα, μόνη. Μα ποιος άφησε να συμβεί αυτό;
Είναι πολύ εύκολο να νομίζεις πως καταλαβαίνεις ότι κάποιος ζει με διαφορετικό τρόπο από εσένα. Θεωρητικά είναι αυτονόητο ότι θα εκτιμήσεις αυτόματα όλα αυτά που έχεις. Θεωρητικά πάντα. Γιατί στην πραγματικότητα είναι εξωπραγματικά δύσκολο να μπεις στη θέση του άλλου, ειδικά όταν η θέση του είναι δυσκολότερη από τη δική σου. Αυτό, όμως, εγώ δεν θα το βίωνα, παρά πολύ αργότερα.
Η Μάρτα
Η Μάρτα είχε και εκείνη την οικογένειά της, τους φίλους της, το σχολείο της, τα αμέτρητα μικροπράγματά της που αγαπούσε.
Μέχρι που μια μέρα ακούστηκαν σειρήνες πολέμου. Από τη μια μέρα στην άλλη ο μπαμπάς της και ο αδερφός της φόρεσαν τα στρατιωτικά και πήγαν να πολεμήσουν για την ελευθερία της χώρα τους. Η ίδια με τη μητέρα της κατέληξε σε ένα καταφύγιο και τελικά έπρεπε να αποχωριστούν καθώς η μητέρα της έπρεπε να μείνει να βοηθήσει στον πόλεμο.
Και έτσι η Μάρτα βρέθηκε σε ένα λεωφορείο.
Με κόκκινο σπρέι είχαν γράψει σε όλες τις πλευρές του τη λέξη «παιδιά». Μπήκαμε μέσα χωρίς να μιλάμε. Δεν προλάβαινα να κλάψω. Δεν υπήρχε χρόνος. Η μαμά με έδωσε στη θεία μου για να φύγω μακριά, για να σωθώ. Εκείνη όμως γιατί δεν ήρθε μαζί; Γιατί δεν μπήκε στο λεωφορείο μαζί μου;
Νιώθω ότι μεγάλωσα ξαφνικά, σε μια μέρα μόνο. Δεν είμαι πια παιδί. Είμαι σε μια ξένη χώρα, σε ένα άλλο σπίτι, χωρίς την οικογένειά μου. Έγινα αυτόνομη προσωπικότητα πια. Τόσοι άνθρωποι βοήθησαν για να φτάσω εγώ εδώ ασφαλής. Όμως κανείς δεν με ρώτησε αν ήθελα. Τι νόημα έχει να σωθώ αν δεν μπορώ να γυρίσω σπίτι; Πόσο καιρό θα μείνω εδώ; Κι αυτό το κορίτσι που με κοιτάζει, τι θέλει τώρα από μένα;
Η Ζωή και η Μάρτα
Ένα ένα, όλα όσα ήταν δεδομένα και για τις δύο ανατρέπονται. Πώς θα καταφέρουν να καταλάβουν η μια την άλλη και να χτίσουν μια σχέση ουσιαστική και αληθινή; Θα γίνει άραγε η ζωή τους όπως ήταν παλιά;
Η Μάρτα βρίσκεται ακόμα σε κατάσταση σοκ. Θα χρειαστεί χρόνο και υπομονή. Η Ζωή καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια αλλά νιώθει και μικρά τσιμπήματα ζήλιας. Προσπαθεί μέρα με τη μέρα.
Οι μέρες θα περάσουν. Και η μια θα συνηθίσει την παρέα της άλλης. Όλο αυτό το διάστημα θα περάσουν πολλές στιγμές μαζί. Ορισμένες δύσκολες και άλλες ανέμελες. Θα είναι πάντα μαζί σε αυτό. Ενωμένες.
Αρχίζω να νιώθω πως έχω πάλι όλα όσα θέλω. Τελικά έφταιγε εκείνη ή εγώ για όλα όσα έχασα, μα που ξαναβρήκα; Δεν με νοιάζει τόσο. Μου αρκεί που τώρα όλα είναι στη θέση τους. Ή έστω σχεδόν όλα.
Η δασκάλα μάς ζητά να γράψουμε μια έκθεση με ελεύθερο θέμα.
Πάντα με δυσκολεύουν οι εκθέσεις. Η κυρία μάς τονίζει συνεχώς ότι για να είναι πετυχημένη μια έκθεση πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος. Με τα μαθηματικά τα πράγματα είναι πάντα πιο απλά. Αριθμοί και δεδομένα που πάντα μπαίνουν σε μια λογική σειρά. Μια που δεν μπορώ να το αποφύγω, αρχίζω να σκέφτομαι το θέμα που θα γράψω. Δεν θέλω να γράψω απλώς πώς πέρασα τις διακοπές του Πάσχα. Αυτό θα το κάνουν σχεδόν όλοι. Το κάνουμε κάθε φορά που γυρίζουμε από διακοπές. Ρίχνω μια κλεφτή ματιά πίσω μου. Δεν χρειάζομαι δεύτερη σκέψη για να επιλέξω το θέμα μου.
Ο τίτλος της έκθεσής μου είναι: Η ζωή μου με τη Μάρτα. Η αρχή της ιστορίας μου είναι πολύ εύκολη. Ανατρέχω στη γνωριμία μας και τις στιγμές που ζήσαμε από τότε που ήρθε, και γράφω για όσα κάναμε, για όσα ένιωσα και για όσα έμαθα. Γεμίζω λίγες παραγράφους και μέχρι τη μέση της έκθεσης τα κουτσοκαταφέρνω, αλλά το τέλος, όπως πάντα, είναι το χειρότερό μου. Νιώθω περίεργα που πρέπει να αποφασίσω εγώ πώς θα τελειώσει η κάθε ιστορία. Ειδικά αυτή, που είναι μια ιστορία ολότελα αληθινή. Κι αν επιλέξω το λάθος τέλος; Το θλιβερό; Το επικίνδυνο; Το εγωιστικό; Σκέφτομαι κουνώντας το στιλό μου ρυθμικά για πάνω από τρία τέσσερα λεπτά και πολύ διστακτικά ξεκινώ τον επίλογό μου…
Κοιτάζω το αεροπλάνο της να κινείται στον διάδρομο και χαμογελώ.
Ύστερα κλαίω.
Μετά χαμογελώ ξανά.
Κουνώ το χέρι μου αποχαιρετώντας τη νέα μου φίλη, παρόλο που ξέρω ότι δεν μπορεί να με δει. Δίπλα μου περνούν βιαστικοί επιβάτες, που τρέχουν για να προλάβουν την πτήση τους. Τους ακολουθώ λίγο με το βλέμμα, και μετά νιώθω δάκρυα να κυλούν στο πρόσωπό μου.
Χαμογελώ.
Κλαίω.
Το τζάμι μπροστά μου είναι λερωμένο, θολό.
Το αεροπλάνο σηκώνεται απότομα και σύντομα εκείνη χάνεται μαζί του ανάμεσα στα πουπουλένια σύννεφα.
Άραγε θα τη δω ξανά; Φοβάμαι πως όχι…
Η μαμά με αγκαλιάζει από το πλάι. Μείναμε οι δυο μας. Κουνώ το χέρι μου ξανά στον ουρανό, κλείνω τα μάτια και κάνω μια ευχή…
*Από το πολύ τρυφερό βιβλίο της Βάνας Μαυρίδου, Όχι και τόσο μακριά.
Photo cover:pixabay.com/Inactive account – ID 4144132/father
Διαβάστε επίσης: