Με αφορμή τη Γιορτή της Μητέρας την Κυριακή (14/5) ήταν πολλοί οι Έλληνες celebrities που έκαναν αναρτήσεις στα social media για τις μαμάδες, τις συζύγους, τις κόρες. Ωστόσο, η ανάρτηση που ξεχωρίζει, γιατί πραγματικά συγκλονίζει, είναι εκείνη του Βασίλη Ζούλια, ο οποίος προχώρησε σε μία προσωπική εξομολόγηση για τη μητέρα του.
Ο γνωστός Έλληνας σχεδιαστής αποκάλυψε πως η μητέρα του δραπέτευσε από έναν κακοποιητικό γάμο και μάλιστα σε μια δύσκολη εποχή, τη δεκαετία του ‘70 στην Άνδρο. Τη μακροσκελή ανάρτησή του συνοδεύει μια παλιά, ασπρόμαυρη φωτογραφία της μητέρας του.
Η συγκλονιστική ανάρτηση του Βασίλη Ζούλια
«Αγαπημένη μου Μητέρα… χρόνια σου πολλά,
σαν τώρα θυμάμαι τη στιγμή που πήρες την απόφαση να φύγεις από τον κακοποιητικό γάμο σου…
έβρεχε και ήταν χειμώνας γύρω στο ‘70 στην Άνδρο…
μου έβαλες ένα παλτουδάκι και κασκόλ, εσύ μια καμπαρντίνα και μαντήλι στο κεφάλι, μια βαλίτσα πράγματα και φύγαμε με το βραδινό για την Αθήνα…
ή ήταν πρωί που έμοιαζε με νύχτα.…
σαν νεορεαλιστική ταινία του Φελίνι…
Μπράβο σου!
Ήσουνα νέα και όμορφη και πήρες τη ζωή στα χέρια σου με το δύσκολο δρόμο… δουλεύοντας σκληρά για να μη μου λείψει τίποτα… ενώ μπορούσες και αλλιώς, αν ήθελες… αλλά τελικά δεν μπορούσες… οι αρχές σου ήταν πάντα πάνω απ’ τις όποιες δυσκολίες…
Κακή κουβέντα απ’ το στόμα σου δεν άκουσα ποτέ και για κανέναν… ακόμη και για τον Πατέρα μου ή θα ‘λεγα κυρίως για αυτόν… και αν άκουγες καμιά φορά τη θεία μου να τον βρίζει, εσύ έλεγες… σε παρακαλώ, Μαρία μου, είναι ο πατέρας του παιδιού μου…
Σήμερα σε ευχαριστώ για αυτό…
σε ευχαριστώ που δεν με δηλητηρίασες για αυτόν, αν και θα μπορούσες… τόσα που είχες τραβήξει…
Τόσα χρόνια μόνοι μας, άνδρα δεν είδα ποτέ στο σπίτι και όταν ήρθε η ώρα να κάνεις τον δεύτερο γάμο σου μου φέρθηκες σαν να ήμουνα μεγάλος… με πήγες στην Σόνια να τον γνωρίσω και αφού φάγαμε γλυκό όλοι μαζί και έφυγε, μου λες… Βασιλάκη μου, τι λες, μου ζήτησε να παντρευτούμε, αλλά μόνο αν πεις εσύ το ναι…
Ήμουνα 11 χρονών… και φυσικά είπα ναι…
Ήθελα τόσο να σε δω ευτυχισμένη. Μείνατε αγαπημένοι μέχρι το τέλος του, 49 χρόνια μετά.
Στην εφηβεία μου σε τσάκισα, σαν να ‘θελα να σε εκδικηθώ, σήμερα ξέρω, κανείς δεν έφταιγε.
Πονούσα τον εαυτό μου, πονούσα και σένα, ασταμάτητα και βασανιστικά,
από το χέρι σου έφυγα και πήδηξα στο κενό μπροστά σου,
σαν να ‘θελα να σε τελειώσω και σένα μαζί με μένα.
Θυμάμαι σου ‘λεγα στο παραλήρημά μου… τι φταίω εγώ, που με γέννησες για να πονάω; Τόσα ήξερα, τόσα έλεγα τότε.
Για όλα έφταιγες εσύ και εσύ εκεί, πάντα να πιστεύεις σε μένα και να ελπίζεις, εκεί δίπλα μου σαν σάκος του μποξ.
Κάποια στιγμή, στα 29 μου, άρχισε η θεραπεία μου και έτσι ξαναβρεθήκαμε, μπόρεσα επιτέλους να σου πω το σ’ αγαπώ… μα πόσο δύσκολο ήταν αυτό,
Σ’ αγαπώ γιατί επιτέλους μ’ αγαπώ».