«Μια μέρα χωρίς γέλιο είναι μια μέρα χαμένη», είναι ένα από τα διάσημα αποφθέγματα του Τσάρλι Τσάπλιν, ενός από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες της Έβδομης Τέχνης, του διασημότερου αστέρα του βωβού κινηματογράφου.
Και ο “Σαρλό” στη πολύχρονη και σπουδαία καριέρα του σκόρπισε απλόχερα το γέλιο στους θεατές, όπου, την ίδια στιγμή με έναν τρόπο μαγικό που άγγιξε εκατομμύρια καρδιές, σε έκανε να κλαις. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει πως ο Τσάρλι Τσάπλιν, εκτός από ταλαντούχος, υπήρξε και μία ιδιοφυία του παγκόσμιου κινηματογράφου και μέχρι σήμερα, παραμένει αξεπέραστος.
Ωστόσο, το “χαμίνι”, ο “αλητάκος” της μεγάλης οθόνης, στην πραγματικότητα υπήρξε μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητά, με μία σκοτεινή πλευρά, πάθη και και συμπεριφορές που σήμερα στην εποχή του #MeToo θα τύγχανε διαφορετικής αντιμετώπισης. Ο Τσάρλι Τσάπλιν, είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις που ο καλλιτέχνης είναι εμφανώς διαχωρισμένος από τον άνθρωπο, καθώς ο ίδιος ήξερε πολύ καλά πώς να διαχωρίζει την επαγγελματική του πορεία με τα προσωπικά του πάθη και τη σκοτεινή ανθρώπινη πλευρά του στην οποία έριξαν πρόσφατα φως τέσσερα από τα παιδιά του σε ένα ντοκιμαντέρ, το «The Real Charlie Chaplin» που προκάλεσε αίσθηση.
Τα άθλια παιδικά του χρόνια
Ο Τσαρλς Σπένσερ Τσάπλιν γεννήθηκε σαν σήμερα 16 Απριλίου το 1889, στο Λονδίνο. Οι γονείς του, ο Τσαρλς και η Χάνα, ήταν μποέμ καλλιτέχνες του ελαφρού μουσικού θεάτρου. Ο πατέρας του ήταν αλκοολικός, κι έναν χρόνο μετά τον ερχομό του Τσάρλι στη ζωή, εγκατέλειψε τη σύζυγό του και τα δυο τους παιδιά.
Λίγο αργότερα η μητέρα του εμφάνισε προβλήματα υγείας, εγκατέλειψε την καριέρα της και άρχισε να δουλεύει ως ράφτρα. Καθώς δεν είχε αρκετά χρήματα και ο πρώην σύζυγός της σπάνια τους βοηθούσε οικονομικά, αναγκάστηκε να ζήσει με τα παιδιά της σε διάφορα διαμερίσματα υπό άθλιες συνθήκες. Το 1895 μπήκε σε άσυλο φτωχών στο Λάμπεθ και τα δύο παιδιά της μεταφέρθηκαν σε ένα σχολείο για ορφανά και εγκαταλελειμμένα παιδιά από το οποίο είχαν τις χειρότερες αναμνήσεις.
Τρία χρόνια αργότερα, και αφού η μητέρα τους μπήκε σε άσυλο φρενοβλαβών στο Κέιν Χιλ, ο πατέρας τους ανέλαβε με δικαστική απόφαση την επιμέλειά τους.
Η ζωή όμως του Τσάρλι και του αδελφού του Σίντνεϊ δεν άλλαξε ουσιαστικά αφού ο πατέρας τους συνέχιζε να πίνει και οι δύο τους μεγάλωναν με την ερωμένη του πατέρα τους που ήταν επίσης αλκοολική. Αργότερα έζησαν ξανά για ένα διάστημα με τη μητέρα τους, που βγήκε προσωρινά από το άσυλο, ενώ ο πατέρας τους πέθανε σε ηλικία 37 ετών από το αλκοόλ και διάφορες ασθένειες. Τον Μάιο του 1903 η Χάνα ξαναμπήκε στο άσυλο και ο μικρός Τσάρλι εγκαταστάθηκε με τον αδερφό του σε ένα διαμέρισμα.
Ο ιδιοφυής καλλιτέχνης
Ο ίδιος μπήκε από πολύ νωρίς στον καλλιτεχνικό κόσμο και το 1912 ξεκίνησε την πορεία του στο βωβό κινηματογράφο, όπου μέχρι το 1918 αξιοποίησε το ταλέντο του σε πολλές μικρές κωμωδίες, δημιουργώντας τον τύπο του Σαρλό με το στενό σακάκι, το μικρό καπέλο, το χαρακτηριστικό μουστάκι, το βάδισμα του πιγκουίνου. Ένας χαρακτήρας που έμεινε στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου, είναι ο πιο δημοφιλής και δεν μπορεί καείς να τον ξεπεράσει.
Και ήταν τέτοια η ταύτιση που πολλοί αποκαλούσαν τον Τσάπλιν, Σαρλό. Και όχι μόνο αυτό. Λέγεται πως ο Χίτλερ (γεννήθηκε τέσσερις μέρες μετά τον Τσάρλι), αν και δεν συμπαθούσε καθόλου τον αριστερό ηθοποιό, εμπνεύστηκε από εκείνον το μουστάκι του, επειδή ήξερε πως ήταν πολύ αγαπητός στον κόσμο και πίστευε πως θα συμβεί το ίδιο και με εκείνον καθώς θα υπάρχει μία ταύτιση.
Εννοείται πως ο Τσάπλιν δεν τον είχε σε καμία εκτίμηση και το 1940 έβγαλε την πρώτη «ομιλούσα» ταινία του τον «Μεγάλο Δικτάτορα», το 1940, προκαλώντας αίσθηση. Η ταινία έδειχνε τον Τσάπλιν σε μια έκδοση καρικατούρας του Αδόλφου Χίτλερ και απέφερε συνολικά πάνω από 5 εκατομμύρια δολάρια κερδίζοντας πέντε βραβεία Όσκαρ.
Η παγκόσμια καταξίωση για τον ηθοποιό ήρθε μέσα από τις μεγάλου μήκους ταινίες του, όπως οι «Μοντέρνοι Καιροί», «Τα φώτα της πόλης», «Ο κύριος Βερντού» και άλλες, που τον κατέταξαν ανάμεσα στους σημαντικότερους δημιουργούς της έβδομης τέχνης.
Το 1947, μέσα σε ένα έντονα αρνητικό κλίμα για τον ίδιο, και ενώ διάφοροι συντηρητικοί πολιτικοί ζητούσαν την απέλασή του, γύρισε την ταινία «Ο Κύριος Βερντού». Αν και την υπόθεση την εμπνεύστηκε από τον Λαντρί, έναν Γάλλο δολοφόνο πλούσιων κυριών, ήταν φανερό ότι η ταινία στόχευε σε αρνητικές πλευρές της αμερικανικής κοινωνίας.
Ιδιοκτήτες κινηματογραφικών αιθουσών δέχτηκαν πιέσεις για να μην προβάλλουν την ταινία η οποία τελικά είχε παταγώδη εμπορική αποτυχία. Αντίθετα, τα «Φώτα της ράμπας», μια ταινία πάνω στα γηρατειά και τον θάνατο, που ολοκληρώθηκε πέντε χρόνια αργότερα, είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία, εκτός όμως Αμερικής.
Μετά την άρση της βίζας του από το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης, ο Τσάπλιν με την τέταρτη σύζυγό του, Όνα, εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στην Ελβετία. Μέχρι το θάνατό του το 1977 γύρισε άλλες δύο ταινίες: την αντιμακαρθική σάτιρα «Ένας βασιλιάς στη Νέα Υόρκη» (1957) και δέκα χρόνια αργότερα την «Κόμισσα του Χονγκ Κονγκ» με τη Σοφία Λόρεν και τον Μάρλον Μπράντο.Το 1975 ανακηρύχτηκε ιππότης από τη βασίλισσα Ελισάβετ.
Η σκοτεινή πλευρά του Τσάπλιν
Στο πρόσφατο ντοκιμαντέρ, τέσσερα από τα παιδιά του με την τελευταία σύζυγό του Ούνα Ο’ Νιλ κόρη του σπουδαίου θεατρικού συγγραφέα, Ευγένιου Ο΄Νιλ, μοιράζονται τις σκέψεις τους για την σκοτεινή πλευρά του πατέρα τους. Αφηγούνται την κρυφή ιστορία του, ο οποίος παντρεύτηκε τέσσερις φορές, είχε αδυναμία στις ανήλικες, ενώ φέρεται ότι είχε κοιμηθεί με περισσότερες από 2.000 γυναίκες.
Η αλήθεια είναι πως οι ερωτικές προτιμήσεις του Τσάπλι στα ανήλικα κορίτσια, τα οποία στη συνέχεια παντρευόταν, αλλά και η κακοποιητική συμπεριφορά του, δεν αποτέλεσαν ποτέ μυστικό. Μάλιστα, ο Μάρλον Μπράντο είχε πει κάποτε για εκείνον: “Ο Τσάπλιν είναι ο μεγαλύτερος σαδιστής που έχω γνωρίσει”.
Το 1918, παντρεύτηκε για πρώτη φορά την 16χρονη ηθοποιό Mildred Harris στο Λος Άντζελες. Ο γάμος τους, λόγω της εγκυμοσύνης της. Το ζευγάρι απέκτησε ένα γιο τον οποίο ονόμασαν Νόρμαν, αλλά πέθανε μόλις τρεις μέρες μετά τη γέννησή του και ο Τσάπλιν εγκατέλειψε γρήγορα την Χάρις. Όταν χώρισαν το 1920, η πρώην σύζυγός του ανέφερε την «ψυχική του σκληρότητα» μεταξύ των λόγων του χωρισμού τους.
Τα επαγγελματικά του γνώριζαν μεγάλη άνοδο, ενώ την ίδια στιγμή γινόταν όλο και πιο έντονη η φήμη πως είχε μία αδυναμία στα νεαρά κορίτσια, η οποία φαίνεται να θεωρήθηκε αποδεκτή από τον κύκλο του.
Το 1920, εντόπισε τη 12χρονη Lillita Louis MacMurray και αποφάσισε να την κάνει ηθοποιό. Εκείνη άλλαξε το όνομά της σε Λίτα Γκρέι και πιστεύεται ότι την αποπλάνησε το 1924, όταν εκείνη ήταν 15 ετών και εκείνος 35 ετών, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κατηγορία για βιασμό ακόμη και τότε.
Ο σύντομος γάμος τους έληξε με ένα επιζήμιο διαζύγιο το 1927 και έναν διακανονισμό 625.000 λιρών – που πιστεύεται ότι αξίζει περίπου 38 εκατομμύρια σε σημερινά χρήματα και ήταν ο πιο ακριβός χωρισμός στην ιστορία του Χόλιγουντ εκείνη την εποχή.
Η Γκρέι κατέθεσε αίτηση για την επιμέλεια των δύο παιδιών τους και ισχυρίστηκε σκληρότητα και εξαναγκαστικές σεξουαλικές πράξεις στην αίτησή της, ενώ ο Τσάπλιν την ανέφερε ως «εκβιαστή και πόρνη», ενώ και ο κύκλος του την αντιμετώπισε με σκληρότητα και απαξίωση.
Το 1966 στα απομνημονεύματά της «Η ζωή μου με τον Τσάπλιν», η Γκρέι έγραψε: «Παντρευτήκαμε στο Μεξικό, επειδή ο Τσάρλι δεν ήθελε να πει και πολλά για τον γάμο. Στο δρόμο της επιστροφής στο τρένο είχε πολύ άσχημη συμπεριφορά. Στεκόμασταν στην πλατφόρμα ανάμεσα σε αυτοκίνητα, ενώ το τρένο ταξίδευε και είπε, “Θα μπορούσαμε απλώς να τελειώσουμε όλη αυτή την κατάσταση αν απλώς πηδήξεις”».
Το 1933 γνώρισε την 22χρονη πρώην παιδί-μοντέλο Paulette Goddard. Κάποιοι, ωστόσο, έλεγαν ότι ήταν 17 ετών. Παντρεύτηκαν το 1936 και έμειναν μαζί μέχρι το 1942. Μετά το διαζύγιό τους μετά η Goddard συμφώνησε να μην προβεί σε λεπτομέρειες για τη σχέση τους.
Σε λιγότερο από έναν χρόνο, ο Τσάρλι Τσάπλιν γνώρισε την 17χρονη τότε Ούνα, κόρη του σπουδαίου Ευγένιου Ο’ Νιλ. Ήταν η τέταρτη και τελευταία σύζυγός του, με την απέκτησε οκτώ παιδιά (από τα 11 συνολικά που είχε ο ίδιος) και έμεινε μαζί του μέχρι το θάνατό του το 1977.
Ο Τσάπλιν και η οικογένειά του, μετά την άρση της βίζας του από το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης, εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Ελβετία. Μέχρι το θάνατό του το 1977 γύρισε άλλες δύο ταινίες: την αντιμακαρθική σάτιρα «Ένας βασιλιάς στη Νέα Υόρκη» (1957) και δέκα χρόνια αργότερα την «Κόμισσα του Χονγκ Κονγκ» με τη Σοφία Λόρεν και τον Μάρλον Μπράντο. Το 1975 ανακηρύχτηκε ιππότης από τη βασίλισσα Ελισάβετ.
Η μοναδική φορά που επέστρεψε στην Αμερική, ήταν το 1971 όταν αποδέχθηκε την πρόσκληση της Ακαδημίας να επιστρέψει στην πόλη που τον έκανε διάσημο για να παραλάβει το τιμητικό του Όσκαρ. Ο τότε πρόεδρος της Ακαδημίας, Ντάνιελ Τάραντας, ανέβηκε στη σκηνή για να παρουσιάσει το κλιπ – αφιέρωμα στην καριέρα του Τσάπλιν.
Όταν άναψαν τα φώτα, ο “Σαρλό” βρισκόταν ήδη στη σκηνή και το κοινό σηκώθηκε όρθιο για να του χαρίσει το πιο θερμό και μεγαλύτερο σε διάρκεια χειροκρότημα στην ιστορία του θεσμού. Επί 12 ολόκληρα λεπτά το Χόλιγουντ της εποχής, όρθιο χειροκροτούσε τον καλλιτέχνη Τσάπλιν. Τον άνθρωπο Τσάρλι μπορούμε όλοι να τον κρίνουμε βάσει αυτών που έχουν δει το φως της δημοσιότητας.