Ο Βασίλης Αυλωνίτης αν και ξεκίνησε να παίζει στο θέατρο σε ηλικία 20 ετών, το μεγάλο άλμα στον κινηματογράφο έγινε τριάντα χρόνια αργότερα, όταν το 1954 πέρασε την πόρτα της Φίνος Φιλμ για τα γυρίσματα της ταινίας «Η Ωραία των Αθηνών» του Νίκου Τσιφόρου.

Συμπρωταγωνίστρια ήταν η Γεωργία Βασιλειάδου, με την οποία θα συνέθεταν ένα αχτύπητο δίδυμο παίζοντας στη συνέχεια μαζί και σε άλλες τρεις ταινίες-σταθμούς του Φίνου: «Η Καφετζού» (1956), «Ο Θησαυρός του Μακαρίτη» (1959) και «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο Κοντός» (1961).

Με το πηγαίο χιούμορ, το ταλέντο αλλά και την χαρακτηριστική κινησιολογία του, ο Βασίλης Αυλωνίτης οδηγήθηκε πολλές φορές σε αυτοσχεδιασμούς, οι οποίοι όχι μόνο δεν απορρίπτονταν από τους σκηνοθέτες, αλλά έδιναν χρώμα στα σενάρια και στους ρόλους του.

Σήμερα η Φίνος Φιλμ θυμάται τον γίγαντα της κωμωδίας, Βασίλη Αυλωνίτη, που «έφυγε» σαν σήμερα, στις 10 Μαρτίου του 1970, μα παραμένει στις καρδιές μας για πάντα.

Δείτε το βίντεο:

Λίγα λόγια για τον Βασίλη Αυλωνίτη

Ο Βασίλης Αυλωνίτης ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες κωμικούς όλων των εποχών. Αν και δεν σπούδασε, ούτε είχε ιδιαίτερη μόρφωση, κατάφερε να γράψει ιστορία σαν κωμικός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου.

Γεννημένος στην Αθήνα, σε πολύ φτωχή οικογένεια, και κάνοντας οποιαδήποτε δουλειά προκειμένου να επιβιώσει, ξεκίνησε την καριέρα του σαν ηθοποιός, εντελώς απρόσμενα, ανορθόδοξα, θα μπορούσε κανείς να πει, αλλά και θριαμβευτικά! Συγκεκριμένα, το 1924 εργαζόταν στο θέατρο Έντεν ως βοηθός σκηνικών. Σε μία παράσταση κάποιοι συνάδελφοί του, θέλοντας να του κάνουν πλάκα, τον έσπρωξαν στην σκηνή, κι αυτός όχι μόνο δεν σοκαρίστηκε από το γεγονός, αλλά με όπλο το αστείρευτο χιούμορ του και το έμφυτο ταλέντο του αυτοσχεδίασε, είπε τα… δικά του και ανάγκασε τους θεατές της παράστασης να σηκωθούν και να τον καταχειροκροτήσουν. Την ίδια χρονιά, έκανε την επίσημη εμφάνισή του σαν ηθοποιός με τον θίασο της Ελένης Ζαφειρίου στο έργο «Ερωτικές Γκάφες». Από τότε συνεργάστηκε με διάφορους θιάσους, μέχρι το 1928 που δημιούργησε δικό του θίασο, ανεβάζοντας κυρίως επιθεωρήσεις.

Στον κινηματογράφο έπαιξε για πρώτη φορά το 1926, στην ταινία του Αχιλλέα Μανδρά, «Μαρία η Πενταγιώτισα». Συνολικά έχει στο ενεργητικό του 75 ταινίες στις οποίες είχε, ως επί το πλείστον, πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Η συνεργασία του με τη Φίνος Φιλμ άρχισε το 1954 με τις ταινίες «Χαρούμενο Ξεκίνημα» του Δημόπουλου και «Η Ωραία των Αθηνών» του Τσιφόρου, όπου συνέθεσε ένα αχτύπητο δίδυμο με την Γεωργία Βασιλειάδου. Ακολούθησαν άλλες οκτώ ταινίες της Φίνος Φιλμ, που σημείωσαν μεγάλη επιτυχία, με πιο σημαντικές τις: «Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο», «Ο Κλέαρχος η Μαρίνα κι ο Κοντός», «Λατέρνα Φτώχεια και Γαρύφαλλο» και «Το Αμαξάκι», στην οποία είχε για μοναδική φορά σε ταινία της Φίνος Φιλμ – και μία από τις ελάχιστες γενικότερα – δραματικό ρόλο.

Το πηγαίο χιούμορ του, το ανεξίτηλο ταλέντο του και η ετοιμολογία του, τον οδηγούσαν συχνά σε αυτοσχεδιασμούς, οι οποίοι όχι μόνο δεν απορρίπτονταν από τους σκηνοθέτες, αλλά έδιναν χρώμα στα σενάρια και στους ρόλους του. Η κινησιολογία του, οι γκριμάτσες του και οι μορφασμοί του αποτελούν σημεία αναφοράς για τον ίδιο και τις κωμωδίες που έχει συμμετάσχει. Τελευταία ταινία που έπαιξε ήταν η «Αριστοκράτισσα και ο Αλήτης» το 1970, λίγες μέρες πριν από το θάνατό του, ο οποίος προήλθε από καρδιακή προσβολή, αφήνοντας ωστόσο κληρονομιά στις επόμενες γενιές, τις αθάνατες και περίφημες ατάκες του.

Προς τιμήν του μεγάλου αυτού κωμικού, το πρώην θέατρο Βεργή στην Αθήνα, ονομάστηκε θέατρο «Βασίλης Αυλωνίτης».

Διαβάστε επίσης