Ακόμη κι εκείνες τις φορές που της έλεγε: Κοστάντσα, εσύ δεν έχεις ανάγκη από χρήματα και μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, εγώ όμως πρέπει να ιδρώνω στη δουλειά. Το έκανε με λίγα λόγια, ανώδυνα, χωρίς καμία κακεντρέχεια. Οπότε ποιος άλλος θα μπορούσε να αποκαταστήσει καλύτερα αυτή την παρεξήγηση από κείνη; Αφού ηρέμησα, είπε με τη χαρακτηριστική φωνή της: εμείς σ’ αγαπάμε, και το επανέλαβε μια δυο φορές.
Κι ύστερα άρχισε να μου μιλάει για κάτι που δε μου είχε αναφέρει ποτέ ξανά. Είπε πως και εκείνη και ο πατέρας
μου είχαν θυσιαστεί για να γίνουν αυτό που έγιναν. Σιγοψιθύρισε: δεν παραπονιέμαι, οι γονείς μου μου έδωσαν ό,τι
μπορούσαν, ξέρεις πόσο ευγενικοί και τρυφεροί ήταν, αυτό το σπίτι το αγοράσαμε με τη δική τους βοήθεια· όμως τα παιδικά χρόνια του πατέρα σου, η εφηβεία του, η νιότη του ήταν πάρα πολύ δύσκολα, γιατί δεν είχε απολύτως τίποτα, κι ήταν λες και αναγκάστηκε ν’ ανέβει μόνος του ολόκληρο βουνό και μάλιστα ξυπόλυτος, αλλά δεν έφτανε αυτό, ποτέ δε φτάνει, πάντα κάποια θύελλα σε ρίχνει κάτω και δώσ’ του πάλι απ’ την αρχή.
Ώσπου έφτασε επιτέλους στη Βιττόρια και μου αποκάλυψε πως, ούτε λίγο ούτε πολύ, η θύελλα
που ήθελε να πετάξει τον πατέρα μου από το βουνό ήταν εκείνη.
«Η θεία;»
«Ναι. Η αδερφή του πατέρα σου είναι μια ζηλόφθονη γυναίκα. Όχι ζηλόφθονη όπως μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, αλλά μ’ έναν πολύ άσχημο τρόπο»
«Τι έκανε;»
«Τα πάντα. Το χειρότερο απ’ όλα όμως είναι ότι δεν ήθελε να δεχτεί την επιτυχία του πατέρα σου».
«Δηλαδή;»
«Το πώς τα κατάφερε στη ζωή του. Το πώς έβαλε τα δυνατά του στο σχολείο και το πανεπιστήμιο. Την ευφυΐα
του. Ό,τι έχτισε. Το πτυχίο του. Τη δουλειά του, τον γάμο μας, τις μελέτες του, την εκτίμηση με την οποία τον περιβάλλει ο κόσμος, τους φίλους μας, εσένα».
«Κι εμένα;»
«Ναι. Δεν υπάρχει τίποτα και κανένας που για τη Βιττόρια δεν αποτελεί προσωπική προσβολή. Αυτό όμως που την
πειράζει περισσότερο είναι η ύπαρξη του πατέρα σου».
«Τι δουλειά κάνει;»
«Υπηρέτρια είναι, τι δουλειά θέλεις να κάνει όταν σταμάτησε το σχολείο στην πέμπτη δημοτικού; Δεν είναι κακό να
δουλεύεις υπηρέτης, ξέρεις τι καλός άνθρωπος είναι η κυρία που βοηθάει την Κοστάντσα στις δουλειές του σπιτιού. Το πρόβλημα είναι ότι και γι’ αυτό ρίχνει την ευθύνη στον πατέρα σου».
«Γιατί;»
«Δεν υπάρχει γιατί. Ειδικά αν σκεφτείς ότι ο πατέρας σου την έσωσε. Θα μπορούσε να ήταν σε χειρότερη κατάσταση. Είχε ερωτευτεί έναν παντρεμένο που είχε ήδη τρία παιδιά, έναν παλιάνθρωπο. Ε, ο πατέρας σου λοιπόν, ως ο μεγάλος της αδερφός, μπήκε στη μέση. Εκείνη όμως έβαλε και αυτό στον κατάλογο με τα πράγματα που δεν του συγχώρεσε ποτέ».
Η απατηλή ζωή των ενηλίκων
Συγγραφέας Ferrante Elena
Photo cover:Pixabay.com/fancycrave1/people
Διαβάστε επίσης: