Είναι ο πιο διάσημος παραμυθάς του κόσμου, ο “πατέρας” του Μίκυ Μάους και άλλων ηρώων κινουμένων σχεδίων ενώ με τις ταινίες του μεγάλωσαν παιδιά και παιδιά. Και θα συνεχίσουν να μεγαλώνουν ες αεί, αφού το έργο του είναι μια παρακαταθήκη που αντέχει στον χρόνο. Ο λόγος, φυσικά, για τον Γουόλτ Ντισνεϊ, ο οποίος έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα το 1966, σε ηλικία 65 ετών.
Το όνομα του είναι διάσημο στα πέρατα του κόσμου και δεν υπάρχει κάποιος που να μην τον γνωρίζει. Κι, όμως, ο “θείος Γουόλτ”, όπως συνήθιζαν να τον αποκαλούν, είχε μια άγνωστη σκοτεινή πλευρά που τρόμαζε τους ανθρώπους που συνεργάζονταν μαζί του και δεν είχε καμία σχέση με την εικόνα που έβγαινε προς τα έξω και πίστευε κανείς για τον πιο διάσημο παραμυθά.
Ο Γουόλτ Ντίσνεϊ γεννήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 1901 στο Σικάγο των ΗΠΑ. Ήταν γιος της δασκάλας Φλόρα Κολ και του εργολάβου οικοδομών Έλιας Ντίσνεϋ. Είχε τρεις αδελφούς και μια αδελφή. Σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων, άρχισε να σπουδάζει ζωγραφική στο Ινστιτούτο Τέχνης του Κάνσας Σίτυ (Μιζούρι) και σε ηλικία 20 ετών άρχισε να εργάζεται σε ένα καλλιτεχνικό στούντιο στην ίδια πόλη.
Από το μικρό γκαράζ στην αυτοκρατορία της Ντίσνεϊ
Σχεδόν πριν ακόμη ανδρωθεί, τον Οκτώβριο του 1923, σε ένα γκαράζ στην Καλιφόρνια, ιδρύει την κινηματογραφική εταιρεία Disnay, βάζοντας σε εφαρμογή μια ιδέα που είχε για τη μαζική διασκέδαση, με αθάνατους αγαπημένους ήρωες κινουμένων σχεδίων, που εντυπωσίασαν στην εποχή του και κυριαρχούν ακόμη και σήμερα σε όλο τον κόσμο. Εκεί θα του έρθει η ιδέα να αντικαταστήσει τον «Όσβαλντ το Τυχερό Κουνέλι», που δεν είχε την απήχηση που περίμενε, με το πιο διάσημο ποντίκι, τον Μίκυ Μάους. Μάλιστα, όπως λέγεται, αρχικά μαζί με τη σύζυγό του, τον ονόμασαν Μόρτιμερ Μάους, αλλά η συνεργάτης του Λίλιαν Μπάουντς θεώρησε ότι ήταν πολύ πομπώδες και αντιπρότεινε το Μίκυ, ένα σαφώς πιο οικείο και παιχνιδιάρικο όνομα.
Το πιο χαριτωμένο ποντικάκι θα δώσει μία πρωτοφανή ώθηση στον Ντίσνεϊ, καθιστώντας τον ως τον ρέκορντμαν των Βραβείων Όσκαρ και πολλών άλλων διακρίσεων και βραβεύσεων. Γύρισε συνολικά 600 ταινίες, κερδίζοντας συνολικά 22 Όσκαρ. Μερικές από αυτές θα μείνουν στην ιστορία των κινουμένων σχεδίων, όπως η «Χιονάτη και οι 7 Νάνοι», η «Μπάμπι», «Η Λαίδη και ο αλήτης» και «Το βιβλίο της ζούγκλας»
Από το μικρό γκαράζ έφτασε να γίνει ο “βασιλιάς” της κινηματογραφικής βιομηχανίας, δημιουργώντας τη δική του αυτοκρατορία. Ενδεικτικό είναι πως το 1934, το καλλιτεχνικό και τεχνικό προσωπικό ξεπερνούσε τα 700 άτομα, ενώ η εταιρεία, εκτός από την παραγωγή ταινιών, προώθησε και εμπορικές επιχειρήσεις (παιχνίδια, ρούχα, βιβλία κ.ο.κ.) με σήμα κατατεθέν τους ήρωες. Το 1955 θα ιδρύσει το θεματικό πάρκο Ντίσνεϊλαντ στην Καλιφόρνια, ενώ ακολούθησαν και άλλα σε διάφορα σημεία της γης.
Ο Ντίσνεϊ ήταν μία ιδιοφυία και αυτό κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει. Όμως, ως προσωπικότητα υπήρξε αμφιλεγόμενη. Ειδικά, όταν άρχισαν να αποκαλύπτονται οι σκοτεινές πτυχές του χαρακτήρα του.
Η σκοτεινή πλευρά του “θείου Γουόλτ”
Άνθρωποι που τον γνώρισαν από κοντά, κυρίως στενοί του συνεργάτες και εργαζόμενοι στη Ντίσνεϊ, υποστήριζαν πως όταν έσβηναν τα φώτα της δημοσιότητας, μεταμορφωνόταν από τον “χαμογελαστό θείο Γουόλτ” σε έναν σκληρό και δύσκολο εργοδότη.
Λέγεται πως οι αμοιβές που έδινε στους καρτουνίστες του ήταν πενιχρές, ενώ τα ονόματά τους δεν αναγράφονταν καν στους τίτλους των ταινιών. Συχνά, μάλιστα, ξεσπούσε την οργή του πάνω τους, ενώ από τις επιθέσεις του δεν γλίτωναν ούτε οι καλύτεροι σχεδιαστές του, όπως ο Ουμπ Άιγουερκς, δημιουργός του Μίκυ Μάους. Και όπως λεγόταν, πολλά σχέδια του έχουν καταστραφεί από τον Ντίσνεϊ.
Ακόμα και ο Άλφρεντ Χίτσκοκ σχολίαζε με ειρωνική διάθεση τη σκληρή πλευρά του εργοδότη Ντίσνεϊ. Οι εργαζόμενοι στα στούντιο τον φοβούνται. Και κάθε επίσκεψή του ήταν για εκείνους μια βασανιστική διαδικασία. Μέχρι που λέγεται πως οι εργαζόμενοι είχαν ένα δικό τους σινιάλο κάθε φορά που ο Ντίσνεϊ επισκεπτόταν τα στούντιο για να προετοιμάζονται. Επειδή ήταν χρόνιος καπνιστής, ο βήχας του τον πρόδιδε κάθε φορά που πλησίαζε, οπότε προκειμένου ο ένας εργαζόμενος να προειδοποιεί τον άλλον, είχαν ως σινιάλο την έκφραση, δανεισμένη από την ταινία Μπάμπι, «ο άνθρωπος βρίσκεται στο δάσος».
Άλλες πληροφορίες τον θέλουν μισογύνη και πως παρά τα μυθικά κέρδη του, έτρεμε στην ιδέα να χάσει λίγα δολάρια για μια άδεια τοκετού!
Όμως, η σκοτεινή πλευρά του Ντίσνεϊ είχε και άλλες πτυχές. Την εποχή του πιο σκοτεινού κεφαλαίου του Χόλιγουντ, του γνωστού “Μακαρθισμού”, φέρεται να υπήρξε ένας από τους πιο πρόθυμους καταδότες. Μάλιστα, λέγεται πως έφτασε στο σημείο να καταδίδει ακόμα και τους πιο έμπιστους υπαλλήλους του στις Αρχές, αν υποπτευόταν ότι ήταν κομμουνιστές.
Κατηγορήθηκε, επίσης, ότι υπήρξε μέλος ενός αντισημιτικού λόμπι, αλλά και θαυμαστής του Χίτλερ, καθώς είχε προσκαλέσει την Λένι Ρίφενσταλ, γνωστή κινηματογραφίστρια του ναζιστικού «έπους», στα στούντιο της Ντίσνεϊ λίγο μετά τη Νύχτα των Κρυστάλλων…
Η πιο διάσημη θεωρία συνομωσίας
Ο Γουόλτ Ντίσνεϊ έφυγε από τη ζωή από καρκίνο του πνεύμονα στις 15 Δεκεμβρίου του 1966. Όμως, γύρω από τον θάνατό του και χωρίς κανείς να μπορεί να εξηγήσει το γιατί, δημιουργήθηκε η πιο διάσημη θεωρία συνομωσίας που καλά κρατεί μέχρι και σήμερα.
Σύμφωνα με αυτήν, το σώμα του Γουόλτ Ντίσνεϊ διατηρείται με τη μέθοδο της κρυογονικής έως και σήμερα και, μάλιστα, βρίσκεται μέσα στη Ντίσνεϊλαντ, κάτω από το πλοίο των Πειρατών της Καραϊβικής. Τη θέση αυτή ενισχύουν και ορισμένοι βιογράφοι οι οποίοι υποστηρίζουν πως ο Ντίσνεϊ έπαθε εμμονή με τον θάνατο και με την κρυογονική, αφού μία μάντισσα του είπε πως πρόκειται να πεθάνει στα 35 του.
Η οικογένειά του διέψευδε κατηγορηματικά τη συγκεκριμένη θεωρία, αφού ο Ντίσνεϊ έχει αποτεφρωθεί και οι στάχτες του βρίσκονται στο νεκροταφείο Φόρεστ Λον στο Λος Άντζελες. Όμως, ο συγκεκριμένος αστικός μύθος του θανάτου του για πολλούς είναι πιο ωραίος και ιντριγκαδόρικος, ακόμα και από τα παραμύθια της Ντίσνεϊ και συνεχίζει να κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα!