Δύο μόνο Έλληνες έχουν κατορθώσει μέχρι σήμερα, στη μακρόχρονη ιστορία των βραβείων Νόμπελ, να κατακτήσουν την ύψιστη τιμή για το έργο τους. Ήταν οι δύο ποιητές της Γενιάς του ’30: ο Γιώργος Σεφέρης και ο Οδυσσέας Ελύτης.

Ο διπλωμάτης και ποιητής Γιώργος Σεφέρης ήταν ο πρώτος που τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας, στις 10 Δεκεμβρίου 1963, στην τελετή απονομής που έγινε στη Στοκχόλμη, παραλαμβάνοντας βραβείο από τον βασιλιά της Σουηδίας Γουσταύο.

Η ποίηση του Σεφέρη ήταν γνωστή και αναγνωρισμένη στο εξωτερικό, από τη δεκαετία του ‘50. Το 1955 και το 1961 ήταν υποψήφιος για το Νόμπελ και δύο χρόνια αργότερα, η τρίτη υποψηφιότητά του, μόνο “φαρμακερή” δεν αποδείχτηκε. Οι φήμες επιβεβαιώθηκαν και το μεσημέρι της 24ης Οκτωβρίου, έφτασε στην Αθήνα το τηλεγράφημα της Σουηδικής Ακαδημίας, που ανήγγειλε τη χαρμόσυνη είδηση. Ο Σεφέρης είχε κερδίσει το βραβείο «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες».

Και όπως όλοι λένε και συμφωνούν, η Σουηδική Ακαδημία είχε έτσι “ξεπληρώσει” ένα χρέος της προς την Ελλάδα, καθώς στο παρελθόν είχε παρακάμψει τις υποψηφιότητες του Νίκου Καζαντζάκη και του Άγγελου Σικελιανού.

“Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο…”

Ήταν σαν σήμερα, στις 10 Δεκεμβρίου του 1963 όταν πραγματοποιήθηκε η τελετή απονομής των Νόμπελ. Μια τελετή ιστορική για την Ελλάδα, με τον Γιώργο Σεφέρη να ανεβαίνει στο βήμα και να εκφωνεί μια συγκλονιστική ομιλία. Μια ομιλία που κάθε λέξη της, “φώναζε” Ελλάδα.

Ο σπουδαίος Έλληνας ποιητής είχε πει μεταξύ άλλων στην ιστορική εκείνη ομιλία:

«Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να – εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα πρώτα από τον εαυτό μου.

Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. O ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμη πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: «Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα» λέει ο Ηράκλειτος· «ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν».

Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.

Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Oιδίποδα».

Διαβάστε επίσης