Τα πρώτα δείγματα της κατάθλιψης ήταν άκακα σαν κουτάβι. Τίποτα δεν προμήνυε την κόλαση που θα κρατούσε χρόνια ατέλειωτα.
Τίποτα το σπουδαίο, να, μια βαρεμάρα, ρε παιδί μου. Μια κακοκεφιά. Ένα «πού να τρέχεις τώρα, κάτσε σπιτάκι σου που είναι μια χαρά». Ένα «οχ, μωρέ, πάλι τα ίδια και τα ίδια, έχει και θόρυβο αυτό το μαγαζί». Ή «παίζει ωραία ταινία στην τηλεόραση, θα ψήσω ποπκόρν να την απολαύσω». Μικρά πραγματάκια. Ανώδυνα. Μια χαρά ήμουνα, καλέ, μια χαρούλα. Απλώς κάποιες βραδιές δεν είχα όρεξη να βγω από το σπίτι. Μια στις τόσες, σιγά το πρόβλημα.
Όταν η «μια στις τόσες βραδιές» έγινε περισσότερες, τις βάφτισα «φάση» και πάλι δεν προβληματίστηκα. Φάση είναι θα περάσει, αλλά και να μην περάσει, δεν έγινε και τίποτα. Μια χαρά είμαι κι έτσι.
Καμιά φορά με ρωτάνε γιατί άργησα τόσα χρόνια να ζητήσω βοήθεια από ειδικούς. Η απάντηση είναι απλή: δεν την ήθελα ακόμα αυτή τη βοήθεια. Και δεν την ήθελα γιατί δεν καταλάβαινα τι το τραγικό είχε όλο αυτό. Κατά κανόνα, η κατάθλιψη είναι πιο ύπουλη από σένα. Και πιο έξυπνη επίσης. Στα πρώτα της βήματα σου προσφέρει τόση θαλπωρή, τόση στοργή, που την αντιμετωπίζεις –ή εγώ τουλάχιστον την αντιμετώπισα– σαν μια καινούρια πολύτιμη φίλη. Σε αγκαλιάζει σαν χνουδωτή κουβερτούλα, σε νανουρίζει γλυκά, σου ψιθυρίζει γλυκόλογα. Πού να πας τώρα, πού να τρέχεις, έλα, αγαπούλα μου, να κάτσουμε εδώ παρεούλα να δεις τι ωραία που θα περάσουμε. Κλείσε και την πόρτα μην μπει μέσα κανένας ενοχλητικός, απενεργοποίησε το κινητό μη σε πάρει κάνας μαλάκας. Ωραία δεν είναι έτσι;
Ωραία απλώς; Ζάχαρη. Όλο και πιο συχνά κλεινόμουν μέσα, ενώ παράλληλα εργαζόμουν κι έκανα όλες τις δουλειές μου κανονικότατα. Ένα κλασικό τελετουργικό της «φάσης» –όπως επέμενα να την αποκαλώ– ήταν τα ρούχα που έμπαιναν κι έβγαιναν στην ντουλάπα αφ’ εαυτού τους σχεδόν. Όταν ήταν να βγω το βράδυ, διάλεγα απ’ το πρωί τι θα φορέσω και τα κρεμούσα στο κουρτινόξυλο να αεριστούν. Λίγο πριν φύγω, αποφάσιζα ότι δεν θα πάω πουθενά. Τότε έβαζα πίσω την κρεμάστρα στην ντουλάπα, μπες βγες κάθε τρεις και λίγο κατέληξαν τα ρούχα μου να έχουν πιο έντονη κοινωνική ζωή από μένα. Α, όλα κι όλα, εγώ τα συνολάκια μου τα ήθελα τακτικά και σενιαρισμένα κι ας μην τα φορούσα πια. Όσο για τις τσάντες μου, ακόμα και τώρα τις γεμίζω με χαρτιά για να μη χάσουν τη φόρμα τους. Κοκέτα του χαμού παιδιόθεν.
Από τα δώδεκά μου χρόνια μέχρι τα τριάντα πέντε μου που εκδηλώθηκαν τα πρώτα συμπτώματα, είχα μαζέψει πολύ πράμα μέσα μου. Όλα τα έπνιγα, τα καταπίεζα, όλα τα καταχώνιαζα βαθιά μέσα μου. Ήταν επόμενο λοιπόν να αισθανθώ σχεδόν ανακούφιση όταν άρχισα να κλείνομαι στο κουκούλι μου. Η μεγαλύτερη ευτυχία μου εκείνα τα πρώτα χρόνια της κατάθλιψης δεν ήταν ούτε η δουλειά ούτε η ζωή μου όπως την ήξερα. Ήταν η ώρα που θα πήγαινα στο βίντεο κλαμπ της γειτονιάς μου να νοικιάσω μια αμερικανική σειρά με μπόλικα επεισόδια, να αγοράσω τσίπς Τσακίρης και μια ΙΟΝ από το περίπτερο και να κουκουλωθώ στα ζεστά μου σκεπάσματα. Μέχρι τις τέσσερις-πέντε το πρωί έβλεπα τηλεόραση. Κι όταν πια έπρεπε να κοιμηθώ έστω και για λίγες ώρες γιατί η μέρα ήταν εργάσιμη, κατάπινα το υπνωτικό μου χαπάκι κι έπεφτα ξερή.
Έβαλα τη ζωή μου στον αυτόματο πιλότο και προχωρούσα. Πήγαινα στο θέατρο, γύριζα σίριαλ, φορούσα μια γελαστή μάσκα και δεν έβλεπα την ώρα να πάω σπίτι να τη βγάλω και να βυθιστώ στις αμερικανικές σειρές που μου πρόσφεραν απλόχερα ο Αλέξης και ο Χρήστος, που είχαν το βιντεοκλάμπ δίπλα στο ΑΒ το σουπερμάρκετ.
Ζωάρα. Έτσι την έβλεπα τότε.
Άλλο θλίψη κι άλλο κατάθλιψη, λοιπόν. Η θλίψη είναι ένα φυσιολογικό ανθρώπινο συναίσθημα το οποίο όλοι βιώνουμε κάποια στιγμή στη ζωή μας. Νιώθεις θλιμμένος όταν πεθαίνει ένας δικός σου άνθρωπος, όταν βιώνεις μια τραγωδία, όταν σε διώχνουν από τη δουλειά σου ή όταν δεν καταφέρνεις να μπεις στη σχολή που ήθελες. Νιώθεις θλιμμένος έπειτα από έναν χωρισμό ή ένα διαζύγιο, ή όταν τα οικονομικά προβλήματα δεν σ’ αφήνουν να σηκώσεις κεφάλι. Στις περιπτώσεις αυτές, το ξέσπασμα ή το κλάμα βοηθάει να αισθανθείς ανακούφιση ή και λύτρωση. Δεν είναι τυχαία η ρήση του λαού μας «έκλαψα, έκλαψα, το ευχαριστήθηκα».
Η θλίψη είναι προσωρινή και υποχωρεί σταδιακά. Εάν αυτό δεν συμβεί, τότε και μόνο τότε υπάρχει ο κίνδυνος να μετατραπεί σε κατάθλιψη. Παράδειγμα, χάνεις τη δουλειά σου κι αναμενόμενα νιώθεις θλίψη. Λογικό. Αν όμως μετά προσλαμβάνεσαι σε μια ίδια ή καλύτερη δουλειά και το συναίσθημα της θλίψης δεν υποχωρεί ή και επιδεινώνεται καμιά φορά, τότε καλό είναι να το κοιτάξεις πιο σοβαρά. Και να το κοιτάξεις με τη βοήθεια του ειδικού, όχι πληκτρολογώντας τα συμπτώματά σου στο Google. Ούτε ρωτώντας την κολλητή σου πληροφορίες για εκείνο το σούπερ αγχολυτικό χάπι που έπαιρνε η κουμπάρα της κι έγινε άλλος άνθρωπος.
Μιλώντας για συμπτώματα, όταν έψαξα κι εγώ τα καμπανάκια κινδύνου που υποδηλώνουν την κατάθλιψη, μόνο η φωτογραφία μου έλειπε. Κι ας άργησα τόσο να ψάξω, κι ας αρνιόμουν το πρόβλημά μου όλα τα χρόνια κι ας το χαρακτήριζα μέχρι τότε «φάση», «υπερκόπωση», «ενδοσκόπηση», «αποφόρτιση» κι όλες τις κατ’ ευφημισμό μαλακίες που εργαλειοποιούσα για να κρυφτώ από τον ίδιο τον εαυτό μου.
«Μια γλυκιά μελαγχολία» αποκαλούσα το ζώον την διαταραχή μου επί χρόνια. Είχα άγχος αλλά όχι θυμό, καμιά φορά κι αδιαφορία για ό,τι συνέβαινε γύρω μου, σαν να τα έβλεπα όλα από απόσταση. Μια τανάλια μου έσφιγγε την καρδιά, αλλά κι αυτό ακόμα περνούσε με ένα σίριαλ νοικιασμένο από το βιντεοκλάμπ και δυο πλάκες σοκολάτα. Το συναίσθημα «ανηδονίας» (όταν δεν βρίσκεις ευχαρίστηση σε τίποτα από αυτά που παλιά σου προξενούσαν χαρά), κλασικό σύμπτωμα των καταθλιπτικών, το μπέρδευα με τη βαρεμάρα.
Ποια ήταν αυτά τα συμπτώματα, λοιπόν;
Πρώτη και καλύτερη η αϋπνία. Μελέτες έχουν καταγράψει ότι οι τρεις στους τέσσερις καταθλιπτικούς, το 75% δηλαδή, πάσχουν από διαταραχές ύπνου. Το να κοιμάσαι αργά, να ξυπνάς εκατό φορές μες στη νύχτα, να σηκώνεσαι χαράματα ή αργά το μεσημέρι είναι πασίδηλα δείγματα κατάθλιψης. Από την εποχή που άρχισα να παίρνω υπνωτικά σε μόνιμη βάση, ο ύπνος είχε γίνει το λιμάνι μου.
Αδύναμη να αντιμετωπίσω τον έξω κόσμο, κοιμόμουν με τις ώρες αφού εφάρμοζα μια συγκεκριμένη ιεροτελεστία κινήσεων που, αν δεν γινόταν, δεν μπορούσα να κλείσω μάτι.
Μετά το χάπι, έκλεινα ερμητικά πόρτες, παντζούρια και παράθυρα. Είχα παραγγείλει ειδικές κουρτίνες που κρύβουν το φως έτσι ώστε να μην ξεχωρίζω την ημέρα από τη νύχτα. Κι ακόμα και τότε, παρά το πήχτρα σκοτάδι, έβαζα μάσκα ύπνου και ωτοασπίδες, γιατί δεν μου έφτανε να μη βλέπω, έπρεπε και να μην ακούω το παραμικρό.
Έπειτα ξάπλωνα, κουκουλωνόμουν κάτω από τα σκεπάσματα, γυρνούσα μπρούμυτα και έβαζα το μαξιλάρι πάνω από το κεφάλι μου. Δίπλα μου στο κομοδίνο έπρεπε να υπάρχει ένα μπουκάλι νερό, το κουτάκι από τις ωτοασπίδες κι ένα σημειωματάριο με μολύβι ώστε να σημειώσω κάποια ιδέα για γράψιμο που μου ερχόταν μες στη νύχτα και φοβόμουν πως το πρωί θα την έχω ξεχάσει. Ένα σωρό ιδεοψυχαναγκαστικές εμμονές έπρεπε να τηρηθούν κατά γράμμα για να κατορθώσω να χαλαρώσω και να κοιμηθώ.
Είχα φτάσει πια σε ένα σημείο όπου το μοναδικό μου άσυλο απέναντι σε έναν κόσμο που οριακά μπορούσα να αντιμετωπίσω, ήταν ο ύπνος. Αυτός ο ανάπηρος ύπνος, αυτός ο βαρύς και βαθύς λήθαργος που μου προκαλούσαν τα χάπια και οι τελετουργικές εμμονές μου. Όταν έπρεπε να διανυκτερεύσω σε ξενοδοχείο, όπου πάντα τις σκούρες κουρτίνες τις κάνουν τσουρούτικες για να κερδίσουνν ύφασμα, έβαζα πολυθρόνες και καρέκλες στο παράθυρο ή στο μπαλκόνι για να πατικωθεί το πανί και να πιάσει και τις γωνίες από όπου δραπέτευαν οι άτακτες αχτίδες του ήλιου που με ξυπνούσαν. Για να εξασφαλίσω ακόμα περισσότερο σκοτάδι, έσερνα τις πολυθρόνες κοντά στις κουρτίνες και στοίβαζα πάνω τους τα διακοσμητικά μαξιλαράκια που βάζουν πάνω στο κάλυμμα του κρεβατιού.
Ένα καλοκαίρι, θυμάμαι, στην Κέρκυρα, όταν μπήκα στο μπανγκαλόου του ξενοδοχείου, με τρόμο παρατήρησα πως οι κουρτίνες ήταν βουάλ, λεπτές κι αραχνοΰφαντες. Πήγα στη ρεσεψιόν κι έπεσα στα πόδια τους μήπως μπορέσουν να κάνουν κάτι. Ευγενέστατοι οι άνθρωποι πήγαν κι αγόρασαν από το χαρτοπωλείο μαύρες κόλες σαν αυτές που έβαζαν οι άνθρωποι στην Κατοχή για συσκότιση και τις κόλλησαν σχολαστικά σε όλα τα παράθυρα. Επειδή δεν μπορούσα να τους υποχρεώσω να κολλάνε και να ξεκολλάνε μέρα νύχτα τα χαρτιά, τις άφησα έτσι όπως ήταν. Με αποτέλεσμα να ξυπνάω το πρωί, έξω χαρά Θεού κι εγώ κλεισμένη μέσα στο ολοσκότεινο δωμάτιό μου, ντάλα καλοκαίρι. Θα γελούσα αν δεν ήμουν για κλάματα.
Ένα άλλο σύμπτωμα που σ’ εμάς τους καταθλιπτικούς αλλάζει τα φώτα είναι η διαρκής κούραση. Αυτή η γαμημένη ατονία που σου κόβει τα πόδια, άσχετα αν δεν έχεις κάνει κάτι κοπιαστικό όλη μέρα. Σέρνεσαι απλώς σε δουλειές και υποχρεώσεις ρουτίνας, αλλά νιώθεις πτώμα. Μια ατονία, μια απώλεια ενέργειας, κομμένα τα πόδια σου, αδυναμία στην κίνηση. Πολλές φορές, για να διασχίσω τα τρία μέτρα που χώριζαν την κρεβατοκάμαρα από το μπάνιο, περνούσε ώρα μέχρι να βρω το κουράγιο.
Μη μας λέτε ποτέ «Δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω». Μια χαρά υπάρχει «Δεν μπορώ». Να σας το συλλαβίσω για να το καταλάβετε, «υ-πάρ-χει-δεν-μπο-ρώ», να το γράψω με κεφαλαία, να του βάλω φωτάκια νέον γύρω γύρω να λαμπυρίζει, ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ. Δεν είναι θέμα θέλησης η κατάθλιψη, ούτε θέμα αποφασιστικότητας. Είναι ψυχική νόσος και στη νόσο αυτή όχι μόνο υπάρχει, αλλά κυριαρχεί το «δεν μπορώ».
Μη μας λέτε «Δεν σε φοβάμαι εσένα». Οι περισσότεροι αυτόχειρες κάτι τέτοιο άκουσαν πριν πηδήξουν απ’ τον πέμπτο.
Μη μας λέτε «Είσαι δυνατός εσύ, θα τη βρεις την άκρη». Καθόλου δεν θα τη βρούμε την άκρη, κάτι τέτοια μας λέτε και άθελά σας μας ρίχνετε πιο βαθιά στον λάκκο με τα φίδια.
Μη μας λέτε «μην αγχώνεσαι». Μωρέ, καλά λες, πώς δεν το σκέφτηκα να μην αγχώνομαι, εσένα περίμενα να μου το πεις. Το να λες στον άλλον «μην αγχώνεσαι», «μη στεναχωριέσαι», είναι ό,τι πιο ηλίθιο, ό,τι πιο βλακώδες μπορεί να πει κάποιος στον άλλον. Είτε το πρόβλημά του είναι αληθινό είτε ψυχολογικό, είναι εξίσου αληθινό για τα δικά του μάτια.
Μη μας λέτε «έλα, ηρέμησε λίγο» όταν έχουμε βγει από τα ρούχα μας κι είμαστε κόκκινοι σαν μελιτζάνες. Έλα, ηρέμησε λίγο, ό,τι τι; Έχω επιλογή ανάμεσα στην ηρεμία και στο εγκεφαλικό και διαλέγω το εγκεφαλικό;
Γενικώς, μη μας λέτε μαλακίες, θα μας υποχρεώσετε. Δεν μας φτάνουν τα βάσανά μας, έχουμε κι εσάς. Που αντί να σταθείτε δίπλα μας, μας κάνετε χειρότερα. Τι παναπεί «μη στεναχωριέσαι» όταν εγώ είμαι στα πατώματα, πώς ακριβώς με βοηθάς με την εμπνευσμένη αυτή ατάκα, για να καταλάβω δηλαδή; Οι τάχαμδήθεν συμβουλές αυτού του στιλ δεν είναι μόνο βλακώδεις και αμήχανες, τύπου «λέω κάτι για να πω». Είναι και παντελώς άχρηστες. Με κορυφαίο το «όλα καλά θα πάνε», που είναι η κλασικά ξεπέτα προκειμένου να ξεφορτωθείς τον άλλον που πνίγεται μπροστά στα μάτια σου.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Έλενας Ακρίτα «Μαμά, κοίτα, χωρίς χέρια»
Photo cover:pixabay.com/Inactive account – ID 422694/sunset
Διαβάστε επίσης: