«Όσο θα σε αγαπάω … θα σε μισώ! Και όσο θα σε μισώ… θα σε αγαπώ! Δεν ξέρω πότε σε αγκαλιάζει η καρδιά μου και πότε το μυαλό μου. Είμαι και ο καλός και ο κακός λύκος γονατισμένος στα πόδια σου. Όσο περισσότερο σε αγαπάω τόσο διακινδυνεύω με τον πόνο.
Αλλά είναι και αυτές οι στιγμές, που με το που σε σκέπτομαι, ψιθυρίζω όλα ή τίποτα. Το θέμα είναι τι από τα δύο μπορεί να αντέξει η ψυχή μου.»
Η αμφιθυμία αγάπης – μίσους στις υγιείς συντροφικές σχέσεις
Όλες αυτές οι ερμητικές και αμφιθυμικές συναισθηματικές αλχημείες που πότε τρέχουν προς το μέρος της αγάπης και πότε πέφτουν με μανία στην αγκαλιά του μίσους, είναι απόλυτα αληθινές από την στιγμή που ασυνείδητα οι άνθρωποι τρέφουμε αμφιθυμικά συναισθήματα για αυτούς που αγαπάμε.
Αποκτήστε το βιβλίο Να θέλεις και να ερωτεύεσαι, από το εξειδικευμένο βιβλιοπωλείο ψυχολογίας του Psychology.gr
Το πάθος της Μισαγάπης: Πονάω όταν σε έχω και όταν δεν σε έχω
Η αγάπη και το μίσος είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Τι συμβαίνει όμως όταν αυτή η αμφιθυμία ξεπερνάει τη λεπτή διαχωριστική γραμμή και καταφεύγει στο πάθος, νοθεύοντας, όχι μόνο τη σχέση αλλά και την ίδια την ύπαρξη του ατόμου με το δίπολο της υπερβολικής παρουσίας ή απουσίας; Όλα τα πάθη είναι οι σφυγμοί θαμμένων επιθυμιών που παραμένουν ζωντανές. Τα πάθη αναπτύσσονται με σκοπό να εκπληρώσουν ένα κενό.
Γιατί ο ψυχισμός και η ελπίδα ενός ερωτευμένου ανθρώπου να κρέμεται από την παρουσία του άλλου, την αποδοχή του, και από την άλλη να θέλει να κόψει το νήμα της σχέσης γιατί δεν αντέχει άλλο δίπλα του;
Είναι ένα μαζοχιστικό πάθος; Είναι ο φόβος της μοναξιάς μετά από τον πιθανό αποχωρισμό; Είναι μια σχέση συνεξάρτησης; Είναι ο έρωτας ο «τυφλός» που δεν αφήνει το άτομο να αντικρίσει με γυμνά μάτια τα ελαττώματα του συντρόφου;
Σ αγαπώ: Η βαθύτερη επιθυμία που οδηγεί στην απόλαυση και τον πόνο
Η αγάπη είναι μια βαθύτερη επιθυμία και απόλαυση. Η επιθυμία είναι η κλειδαριά που ανοίγει προς την αναζήτηση ενός άλλου που θα μας συμπληρώσει τις ελλείψεις μας. Η απόλαυση που εμπεριέχεται στην αγάπη αναδύει και τον μεγαλύτερο πόνο. Αν δεν είχαμε κενά δεν θα επιθυμούσαμε.
Γιατί η επιθυμία γεννιέται μέσα από τις ελλείψεις που έχουμε βιώσει, τα τραύματα, αυτά που δεν έχουν ικανοποιηθεί, που δεν έχουν εκπληρωθεί, όλα όσα συνειδητά ή ασυνείδητα μας δίνουν αυτό το έναυσμα που μας συνδέει με τον λόγο για τον οποίο υπάρχουμε. Και αυτή είναι η καύσιμη ύλη του εγώ που ζητάει να συνδεθεί ή να αποσυνδεθεί τόσο από αντικείμενα όσο και από ανθρώπους.
Είναι αυτή που έλκεται από το αδύνατο, το άπιαστο, το εξιδανικευμένο, το απαγορευμένο, ακριβώς επειδή όλα αυτά δε μοιάζουν απτά, είναι σαν φαντασιώσεις, που επιθυμεί κανείς να τις κατακτήσει γιατί δεν τις έχει γευτεί ποτέ, δεν έχουν γίνει ποτέ εμπειρίες ζωής, είναι σαν απωθημένα – κενά – ελλείψεις.
Αυτό συμβαίνει και στις ερωτικές σχέσεις.
Μεγαλωμένοι με τις ελλείψεις, τα ανεκπλήρωτα κενά και ψυχικές ανάγκες, ακόμη και τους νόμους, (τι πρέπει, τι δεν πρέπει), αναφύονται συγκεκριμένες επιθυμίες, φόβοι, επιλογές και έπειτα συμπεριφορές που μπορούν να ευεργετήσουν τη σχέση (εφόσον αποκωδικοποιήσει κανείς τις επιθυμίες του), αλλά και μπορούν να τις καταστρέψουν (εφόσον οι επιθυμίες προκύπτουν μέσα από δυσλειτουργικά μοτίβα αγάπης και φόβους δέσμευσης-αποχωρισμού).
Όλα ή Τίποτα μαζί σου
Το «όλα» που θα σήμαινε αγάπη και το «τίποτα» θάνατο.
Έρωτα ανίκητε στη μάχη… ή μήπως έρωτα ηττημένε από τον εαυτό…;
Είναι αυτό που με πολεμά, αυτό που παράλληλα με κάνει πότε να χάνομαι στο πένθος και πότε στην αθανασία. Αυτό που με κάνει να βλέπω τον κόσμο πότε λευκό και πότε μαύρο. Μη μπορώντας να συμβιβαστώ με το γκρίζο γιατί δεν με ικανοποιεί. Δεν ψάχνω αυτό το κάτι, ψάχνω μόνο αυτό το τέλειο, το μοναδικό, που αν δεν το έχω είναι καλύτερα να μην έχω τίποτα.
Ο έρωτας για να ειπωθεί χρειάζεται να έχει μια αυθεντικότητα.
Ειδάλλως, το όλα ή τίποτα δεν είναι έρωτας πραγματικός, αλλά είναι μια σύγχυση μέσα σε ένα πάθος όπου το άτομο από τη μια δείχνει πιστή προσκόλληση στον σύντροφο και από την άλλη βιώνει αισθήματα πένθους σε περίπτωση που χάσει τον άλλον από τη ζωή του.
Τα αισθήματα αυτά έρχονται και παρέρχονται ακόμη και εάν δεν δείχνει σημάδια ρήξης η σχέση.
Ο φόβος της απώλειας
Υποβόσκει, δηλαδή, κάτω από το πέπλο της τρυφερότητας, ένας υποσυνείδητος φόβος και ένα ριζωμένο άγχος που γεννά συνεχώς αμφιβολίες για την παντοτινή σύνδεση.
Το άτομο ονειρεύεται την αθάνατη σύνδεση με τον άλλον. Το για πάντα όπως αυτό οραματίζεται από το άτομο. Μια ακλόνητη επιθυμία που δεν αντέχει ματαιώσεις στο όνειρο. Φοβάται λοιπόν το άτομο τον πιθανό αποχωρισμό. Ο αποχωρισμός από τον άνθρωπό του θα σήμαινε θάνατο, το όνειρο που καταρρέει, μια προσωπική καταστροφή.
Είναι μια ανασφάλεια, στον πυθμένα των τραυμάτων του, που είναι ικανή να ενεργοποιήσει στο άτομο το μίσος, ώστε να αμυνθεί μπροστά σε αυτή τη σύγχυση. Να υποκινήσει δηλαδή την επιθετικότητα, πράξεις και λέξεις απέχθειας, κακίας, αδικίας χάνοντας έτσι την αυτοκυριαρχία του.
Αντικαθιστά λοιπόν την αγάπη με το μίσος για να προστατέψει τη ψυχή του από τον πόνο ενός βασανιστικού χωρισμού. Θέλει να μισήσει τον σύντροφό του, υποτιμώντας τον, γιατί μόνον έτσι θα πέσει στα μάτια του ο σύντροφός του, από είδωλο θα γίνει ένα μισητό πλάσμα, και έτσι δεν θα βρίσκει πια νόημα σε έναν άνθρωπο που μισεί.
Είναι σαν να αναγκάζεται να στραφεί προς την απέχθεια.
«Θα σε μισήσω για να μπορέσω να κρατηθώ μακριά από αυτό που πραγματικά θέλω». «Θέλω εσένα, αλλά προτιμώ να σε μισήσω και να τραβηχτώ, από το να σε χάσω αγαπώντας σε», «γιατί αυτό θα με πονούσε περισσότερο».
Πώς βιώνει την αμφιθυμία το εσωτερικό παιδί μέσα μας
Όσον αφορά την παιδική ανάπτυξη, η αντίληψη για την αμφιθυμία σχηματίζεται στο επίπεδο που κατασκευάζεται το εγώ, και την επεξεργασία της καταθλιπτικής διάθεσης που συμβαίνει στο πρώτο έτος ζωής.
Η αγάπη και το μίσος είναι για αρχή ένα ενιαίο αντικείμενο, το οποίο στη συνέχεια διασπάται σε καλό και κακό. Όπως ακριβώς η μητέρα μας. Το απόλυτο αρχέτυπο, η σπουδαιότερη πηγή έμπνευσης τόσο της σιγουριάς όσο και του φόβου. Το βρέφος όπως το μεγαλύτερο παιδί, απολαμβάνει την αγάπη και το δόσιμο όμως ταυτόχρονα βιώνει και τον έντονο θυμό όταν απογοητεύεται ή όταν απορρίπτεται από αυτήν.
Ακόμη και σε περιπτώσεις κακοποιημένων παιδιών, βλέπουμε πως τα ίδια ενώ φοβούνται ή μισούν τη μητέρα που συμπεριφέρεται με τη βία από την άλλη την εξιδανικεύουν, την ειδωλοποιούν, και για αυτό το λόγο συνεχίζουν να εξαρτώνται από αυτήν και να μην μπορούν να φύγουν από εκείνη.
Έτσι, λοιπόν, για να μπορέσει το βρέφος να αγαπήσει στη ζωή του θα πρέπει να στηρίξει την αμφιθυμία, το πρωτογενές μίσος προτού να μπορέσει να βιώσει τον διαχωρισμό και την απώλεια της μητέρας.
Ο μεγαλύτερος φόβος του παθιασμένου και ερωτευμένου, όπως και του μικρού παιδιού, είναι να μην χάσει το ποθητό του αντικείμενο, αυτό που το αγαπά.
Το μίσος, ως παρενέργεια του φόβου αυτού έρχεται καθώς απειλείται η υπόστασή του, η ύπαρξή του από την εξαφάνιση. Φοβάται ότι θα πεθάνει και αυτό θα είναι για πάντα. Είναι όπως το βρέφος που δεν κατάφερε να διαφοροποιήσει τις φαντασιώσεις του από την καταστροφή και την πραγματικότητα.
Είναι όπως το βρέφος 7-8 μηνών, που μόλις συνειδητοποιεί πως είναι ένα ξεχωριστό ον από την μητέρα φοβάται περισσότερο από ποτέ την απουσία της. Κατανοεί σιγά-σιγά πως δεν την ελέγχει και φοβάται χωρίς αυτήν. Κλαίει, αγχώνεται, διαμαρτύρεται, υποφέρει γιατί μπορεί να λείπει η μαμά του, η αγάπη του.
Και στον αγώνα για να την διατηρήσει ή να την κατακτήσει επιστρατεύει την επιθετικότητα. Έτσι, αυτό το σενάριο φόβων και επιθυμιών αναπαράγεται και στις μετέπειτα ερωτικές σχέσεις. Με αυτές που παθιαζόμαστε, πιστεύουμε πως ταυτιζόμαστε, και αγαπάμε.
Όμως, όσο πιο τραυματική υπήρξε η εμπειρία διαχωρισμού από την μητέρα (μιας μητέρας που έρχεται και φεύγει, μιας μητέρας που απουσιάζει στις πιο κρίσιμες ψυχοκοινωνικές φάσεις του βρέφους, μιας μητέρας αδιάφορης στα αιτήματα-επιθυμίες του βρέφους, μιας μητέρας ανίκανης να προσφέρει, να δώσει νόημα, να συνδεθεί με το βρέφος), τόσο περισσότερο κινδυνεύουμε από το μίσος, την επιθετικότητα, την οργή και το θυμό που δεν ξεσπούν μόνο στους συντρόφους αλλά στρέφονται απέναντι και στον ίδιο μας τον εαυτό.
Η Μισαγάπη και στα ψυχοπαθολογικά προβλήματα
Συνεπώς, αυτή η μισαγάπη, το σε θέλω-δεν σε θέλω, το σ’ αγαπώ-δεν σ’ αγαπώ, επειδή τη μια με φροντίζεις και την άλλη με βάζεις στην άκρη, γεννά και άλλα ψυχοπαθολογικά προβλήματα.
Την μισαγάπη την παρατηρούμε μέσα από παραδείγματα βουλιμίας, νευρικής ανορεξίας, αυτοτραυματισμών, εθισμών που ουσιαστικά γίνονται μηχανισμοί ελέγχου της υπαρξιακής σύγχυσης. Όλα αυτά τα προβλήματα είναι προσπάθειες να διαχειριστεί ο άνθρωπος και να ελέγξει την αμφιθυμία απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό.
Να κοντρολάρει την αγάπη και το μίσος που νιώθει αλλεπάλληλα με τον εαυτό. Άλλωστε, ως γνωστόν, οι άνθρωποι τείνουν να αναγάγουν συμπεριφορές, πεποιθήσεις και μοτίβα που τους είναι οικεία, που έχουν μάθει μέσα από τα κύρια πρόσωπα ταύτισης (μητέρα-πατέρας). Τείνουν να ακολουθούν τον περπατημένο δρόμο επιβεβαιώνοντας πως τίποτα δεν μοιάζει ξεπερασμένο. Τίποτα ακόμη δεν κατάφερε η ψυχή να χωνέψει.
«Αν αυτό που έμαθα εγώ στη ζωή μου είναι μια μαμά που όποτε την είχα ανάγκη εκείνη αποσυρόταν πώς να μην φοβηθώ για τον σύντροφό μου ή φίλο μου όταν μου κλείνει το τηλέφωνο; Όταν τόσες ώρες λείπει από το σπίτι; όταν τον βλέπω με καινούργιες παρέες; Να μην φοβηθώ πως τον χάνω; Αφού αυτό που έμαθα είναι το πόσο μικροπρεπής είμαι. Πόσο αδιάφορος φαίνομαι ακόμη και όταν ζητάω την προσοχή του άλλου. Πώς να με αγαπήσω αφού δεν υπήρξα ούτε ένιωσα για κανέναν σημαντικός; Πώς να μην με μισήσω που σε αναζητώ συνέχεια και δεν σε βρίσκω; Αν είναι να σε αποχωριστώ, θα πρέπει να μισήσω. Δεν γίνεται αλλιώς. Πρέπει από κάπου να κρατηθώ, κάτι να κάνω για να μην σε θέλω άλλο. Να κάνω μια στροφή τις επιθυμίες μου».
Όταν η αγάπη διαψεύδεται μέσα από τον αποχωρισμό, μισώ γιατί απογοητεύτηκα. Επαληθεύτηκε για ακόμη μια φορά μια ανεκπλήρωτη επιθυμία. Μια επιθυμία που έσυρε μαζί της και την επιθετικότητα, εάν η στέρηση και η απουσία είναι κάτι που ο ερωτευμένος, ως άνθρωπος, δεν μπορεί να την αντέξει.
Εγκέφαλος: Το ένστικτο της επιβίωσης πίσω από την αμφιθυμία μισαγάπης
«Πάντα», «κανένας», «ποτέ», «όλοι», «όλα», «τίποτα», «κάθε φορά», είναι λέξεις που ενεργοποιούν αρνητικά τον σκελετό των συναισθημάτων στον εγκέφαλο, καθώς αυτόματα μεταβάλλονται οι λειτουργίες και κινητοποιούνται οι άμυνες που θα αποφύγουν το δυσάρεστο συναίσθημα.
Η αμυγδαλή στον εγκέφαλο ευθύνεται ακριβώς για αυτή τη διεργασία. Να τροφοδοτήσει το υπόλοιπο σύστημα με το κατάλληλο υλικό ώστε να διατηρηθεί το ένστικτο της επιβίωσης. Για αυτό και οι μνήμες ενεργοποιούνται χωρίς να το προκαλούμε, αυθόρμητα, όπως αναδεικνύονται και τα συναισθήματα αλλά και το σώμα που δεν ξεχνά ποτέ.
Καταλαβαίνουμε, συνεπώς, πως η διχότομη σκέψη του «όλα ή τίποτα», η σκέψη που κυμαίνεται σε δύο άκρα, όπως της υπερβολικής παρουσίας ή πλήρους απουσίας, θα οδηγήσουν σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια και στα αμφιθυμικά συναισθήματα και τις ακραίες συμπεριφορές.
Ιδιοσυγκρασία και παράγοντες που διαμορφώνουν τη αμφιθυμία της μισαγάπης
Σημασία βέβαια έχει το πόσο έχουμε εξιδανικεύσει τον σύντροφό μας, πόσο δυνατά έχουμε ταυτισθεί μαζί του, τις πρώιμες μνήμες που μας ξυπνά, τι συμπεριφορές μας δείχνει, πόσο μας έχει κάνει να δεθούμε, ώστε να δημιουργηθεί ένας ισχυρός δεσμός-εξάρτηση από τον άλλον που αντίστοιχα θα φέρει και μεγαλύτερο πόνο τόσο στην αγάπη που θα αναπτυχθεί όσο και το μίσος που θα χρειαστεί να αντλήσει το άτομο για να καταπολεμήσει τον αποχωρισμό και τις απανωτές ανασφάλειες.
Ο μεσάζοντας ρόλος που παίζει η ιδιοσυγκρασία και τα στοιχεία προσωπικότητας του ατόμου μπορούν να κατευθύνουν την ποιότητα και την ένταση που θα αναδείξει την αμφιθυμία.
Μία προσωπικότητα, που ήδη από την βρεφική ηλικία προμηνύει έντονη διεκδικητικότητα, ισχυρογνωμοσύνη, αντιδραστικότητα, ανυπομονησία, παρορμητικότητα και απογοήτευση ή θυμό όταν δεν μπορεί να διαχειριστεί αυτά που του αρνούνται οι γονείς είναι πιο πιθανό να βιώσει την αμφιθυμία στις σχέσεις με μεγάλες εξάρσεις και επιθετικότητα, σε σύγκριση με μια ευάλωτη προσωπικότητα, εσωστρεφή που γίνεται εύκολα εύθραυστη και συναισθηματική.
Πώς θα απελευθερωθώ από το σύμπλεγμα του «σ’ αγαπώ και σε μισώ»
Μάλλον, ακόμη και η έκφραση «αγαπώ και μισώ» δεν θα έπρεπε να λέγεται ακριβώς έτσι. Το σε «ποθώ και σε μισώ» ή το σε «ερωτεύομαι και σε μισώ» θα ήταν πιο σωστό, αν λύσουμε την εξίσωση της αυθεντικής διάστασης της αγάπης.
Και αυτό διότι η αγάπη για να δοθεί στον άλλον, πρέπει να υπάρχει μέσα μας, ως βίωμα. Όχι να χρησιμοποιείται μέσω της συνεξαρτητικής συμπεριφοράς μας στις σχέσεις. Ούτε ως καραμέλα για να γλυκαίνει την αίσθηση ότι δίνουμε και αξίζουμε.
Θέλει δουλειά πρωτίστως με τον εσωτερικό εαυτό μας.
Αν έρθουμε σε επαφή με τις ελλέιψεις, τα κενά και τα τραύματά μας, τα αποδεχτούμε και τα αγαπήσουμε, τότε θα μπορούμε να ανοίξουμε την καρδιά μας στον άλλον πιο αληθινά. Και όχι μόνο να αγαπήσουμε αλλά και να «χαλαρώσουμε» τους κόμπους που μας σφίγγουν με το μίσος, να μετριάσουμε την επιθετική μας τάση στον άλλον.
Και αυτό γιατί αποκτώντας μια κάποια αυτογνωσία αρχίζουμε να αναζητούμε αυτό που πραγματικά έχουμε ανάγκη, και όχι υποκατάστατα που μας βολεύουν σε έναν φαύλο κύκλο, σε ένα περπατημένο μοτίβο, γιατί φοβόμαστε να μείνουμε μόνοι με τους εαυτούς μας.
Για να είσαι μέσα σε όλα αυτά που εσένα σου έχουν λείψει, πρέπει να λείψεις από όλους και από όλα.
Μόνο αν λείψεις, θα γνωρίσεις το κενό σου, μόνο αν αποξενωθείς από όλους
Εσύ, ο εαυτός σου και η αλήθεια σου…
Συγγραφή – Επιμέλεια Άρθρου
Παναγιώτα Ντελιοπούλου
BSc University of Sheffield (UK), MSc Κλινική Ψυχολόγος, University of Central Lancashire (UK). Εκπαίδευση στις τεχνικές αποτελεσματικού γονέα της Gordon Hellas. Εμπειρία στη στήριξη κακοποιημένων παιδιών και εφήβων. Θεραπευτικές προσεγγίσεις μέσω της Τέχνης.
Photo cover:pixabay.com/Bingo Naranjo
Διαβάστε επίσης: