Ο Άρθουρ Άσερ Μίλερ (Arthur Asher Miller) ήταν ένας από τους κορυφαίους Αμερικανούς θεατρικούς συγγραφείς και διανοούμενους,. Τα έργα του ασκούσαν κριτική στις Ηνωμένες Πολιτείες, την κυβέρνηση και τον τρόπο ζωής των κατοίκων της, ενώ εξέθεταν και τα ψεγάδια του λεγόμενου “Αμερικανικού ονείρου” κάτι για το οποίο είχε δεχτεί κριτική στις ΗΠΑ. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο βιογράφος του, Μάρτιν Γκότφριντ, “σπάνια ένας καλλιτέχνης έχει δεχτεί τόσες πολλές επιθέσεις και συκοφαντίες στην πατρίδα του και ταυτόχρονα έχαιρε βαθιάς εκτίμησης σε όλον τον κόσμο”.

Θεωρείται από τους σημαντικότερους αμερικανούς συγγραφείς της μεταπολεμικής γενιάς, μαζί με τον Τενεσί Γουίλιαμς. Ο Αρθουρ Μίλερ υπήρξε επιβλητική προσωπικότητα στον χώρο της τέχνης και της πολιτικής. Μέσα στα έργα του αποτύπωσε την Αμερική έτσι όπως την γνώρισε και τη βίωσε, ενώ το μοτίβο των σχέσεων, της οικογένειας και του θανάτου αποτελούσε μόνιμη αναφορά του.

Η καθιέρωση του ήρθε με το κλασικό έργο «Ο Θάνατος του Εμποράκου», σημείο αναφοράς του θεάτρου του 20ού αιώνα, ίσως το καλύτερό του έργο κατά τους ειδικούς, μια ιστορία για μια μικροαστική Αμερικανική οικογένεια που συνεθλίβη υπό το βάρος του Αμερικανικού καπιταλισμού. Κατά σύμπτωση, η 10η Φεβρουαρίου, ημερομηνία θανάτου του, ήταν η 56η επέτειος από την πρεμιέρα του έργου αυτού. 

Είχε πέσει θύμα του μακαρθισμού, καθώς καταδικάστηκε επειδή αρνήθηκε να καταδώσει συναδέλφους του με κομμουνιστική δράση στην Επιτροπή Αντι-Αμερικανικών Δραστηριοτήτων. Παρ’ όλο που ενστερνίστηκε ιδέες της αριστεράς και σχετιζόταν με άτομα του Κομμουνιστικού Κόμματος, αρνήθηκε ότι ήταν ποτέ μέλος του. Επίσης, αν και δεν υπήρξε θρησκευόμενος, απέκτησε συνείδηση της εβραϊκής του ταυτότητας, αντιμετωπίζοντας τον αντισημιτισμό των προπολεμικών χρόνων και το Ολοκαύτωμα στη συνέχεια

«Ήταν βράχος και έμοιαζε με βράχο, εννοώ ότι και η φυσική παρουσία του ήταν επιβλητική», είχε δηλώσει για τον Μίλερ ο θεατρικός συγγραφέας Χάρολντ Πίντερ στην είδηση του θανάτου του. «Ήταν ηγέτης… Απόλυτα ανεξάρτητος, με μια αταλάντευτη κριτική ευφυΐα». 

Κυρίως μαζί με τον Τένεσι Ουίλιαμς και λιγότερο με τον Ευγένιο Ο’Νιλ, ο Μίλερ θεωρούνταν ένας από τους πιο γνωστούς και επιτυχημένους Αμερικανούς συγγραφείς μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ορισμένα από τα έργα του έγιναν κινηματογραφικές ταινίες, από σκηνοθέτες όπως ο Τζον Χιούστον, ο Σίντνεϊ Λουμέτ και ο Κάρελ Ράιζ.

Ο Άρθουρ Μίλερ γεννήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1915 στη Νέα Υόρκη, ανατολικά της 12ης Οδού και ήταν το ένα από τα τρία παιδιά μιας μεσαίας εβραϊκής οικογένειας. Η οικογένειά του είχε εβραϊκές ρίζες και μεγάλωσε με θρησκευτική ανατροφή. Ο πατέρας του, Ισιντόρ Μίλερ, μετανάστης από την Πολωνία, είχε αποκτήσει μεγάλη περιουσία από μια βιοτεχνία και κατάστημα γυναικείων ρούχων, ενώ η μητέρα του, Ογκούστα Μπάρνετ, ήταν Αμερικανίδα που είχε εργαστεί ως δασκάλα στο δημόσιο, ενώ ο πατέρας της είχε ρίζες από την ίδια πόλη της Πολωνίας απ’ όπου κατάγονταν και οι Μίλερ.

Το 1935 γράφεται στη Δημοσιογραφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, απ’ όπου αποφοίτησε τρία χρόνια αργότερα, έχοντας περάσει από σπουδές αγγλικής φιλολογίας και θεατρικής γραφής, όπου είχε καθηγητή τον Κένεθ Ρόου. Κατά τα φοιτητικά του χρόνια, αρχίζει να ξεχωρίζει σαν συγγραφέας. Εργάζεται ως δημοσιογράφος στη φοιτητική εφημερίδα “Michigan Daily”, ενώ το 1936, κερδίζει το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό Χόπγουντ με το θεατρικό έργο “No villain”, το οποίο το επεξεργάζεται και το παρουσιάζει για δεύτερη φορά το 1937, αυτή τη φορά με τον τίτλο “They too arise”. Την ίδια χρονιά, ξανακερδίζει το βραβείο Χόπγουντ με το έργο “Τιμές την αυγή” (“Honors at dawn”), χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο “Corona”, από τη μάρκα της γραφομηχανής του. Από το 1938 ως το 1943 ακολουθούν άλλα 5 θεατρικά έργα, τα οποία δεν έγιναν ιδιαιτέρως γνωστά ούτε ανεβάστηκαν από κάποιον επαγγελματικό θίασο.

Επιτυχία και κινηματογράφος

Το 1955 ανεβαίνουν τα δυο του μονόπρακτα “Από Δευτέρα σε Δευτέρα” (“A memory of two Mondays”), στο οποίο σκηνικό αποτελεί η αποθήκη στην οποία εργαζόταν τον καιρό της Ύφεσης, και “Ψηλά από τη Γέφυρα” (“A view from the bridge”), το οποίο ασχολείται με τους παράνομους Ιταλούς μετανάστες στη Νέα Υόρκη που στέλνουν χρήματα στην πατρίδα τους, τη Σικελία. Διασκευάζεται σε έργο δυο πράξεων και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία σε Λονδίνο και Παρίσι. Γίνεται επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, του απονέμεται τιμητική διάκριση από το Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ και το 1956, ύστερα από τη γνωριμία τους το 1951, παντρεύεται την ηθοποιό Μέριλιν Μονρόε, η οποία μεταστράφηκε στον Ιουδαϊσμό. 

Ο γάμος με την Μέριλιν Μονρόε που «στοίχειωσε» και τους δυο 

Ο συγγραφέας Νόρμαν Μέιλερ περιέγραψε γλαφυρότατα τη σχέση αυτή ως “τη στιγμή που το Μεγάλο Αμερικανικό Μυαλό συνάντησε το Μεγάλο Αμερικανικό Κορμί”. Χωρίζουν το 1961, ένα χρόνο πριν το θάνατό της, λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων και τρόπου ζωής. Για τη Μέριλιν έχει δηλώσει ο ίδιος: «H Μέριλιν ήταν μια γυναίκα στοιχειωμένη από τα φαντάσματα μιας δυστυχισμένης παιδικής ηλικίας, την οποία δεν κατάφερε να βάλει ποτέ πίσω της και να δει τον κόσμο σαν αναγεννημένη ενήλικη. Κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου μας δεν ήμουν τίποτε περισσότερο από ένας ανήμπορος παρατηρητής, και αφού δεν κατάφερα να την βοηθήσω, ήταν επόμενο να στραφεί σταδιακά εναντίον μου. Ηταν η πιο δυστυχισμένη γυναίκα που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου και όλα όσα βίωσα μέσα σε αυτά τα τέσσερα χρόνια ήταν εξίσου έντονα με τα μεγαλύτερα δράματα που έχει επινοήσει η πένα μου», ρίχνοντας, ουσιαστικά, όλο το άδικο για τον ατυχή γάμο τους στην Μέριλιν.

Στην προσωπική του ζωή δέσποσε ο γάμος του με τη Μέριλιν Μονρόε (1956), αν και δεν διήρκεσε πολύ (1960), μόνο τέσσερα χρόνια. Είχε προηγηθεί ο γάμος του με τη Μαίρη Σλέτερ, με την οποία απέκτησε δύο παδιά. Το 1962 παντρεύτηκε τη φωτογράφο Ινγκε Μόρατ και απέκτησε μια ακόμη κόρη, τη Ρεμπέκα (σύζυγο σήμερα του ηθοποιού Ντάνιελ Ντέι Λιούις).

Σε ηλικία 89 ετών, το 2004, ο Αρθουρ Μίλερ, επέστρεψε με ένα νέο θεατρικό έργο για ένα θέμα που τον είχε ήδη απασχολήσει λογοτεχνικά το 1964: τον γάμο του με την Μέριλιν Μονρόε. Οι New York Times τον είχαν τότε συναντήσει στο μικρό του διαμέρισμα στο Μανχάτταν και μίλησαν μαζί του.
Αλλά, όπως πολλοί διανοούμενοι, ο Αρθουρ Μίλερ δεν έδειξε πάντα σοφία όταν επρόκειτο για γυναίκες. Οταν το θεατρικό του έργο After the Fall (Μετά την πτώση) ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ το 1964, πολλοί θεατές το βρήκαν σοκαριστικό. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς ένας θεατρικός συγγραφέας, γνωστός για την άκαμπτη συνείδησή του και για τις υψηλές αρχές που προέτασε, μπόρεσε να περιγράψει με τόσο σκληρό τρόπο την πρώην σύζυγό του: την διασημότερη ξανθιά του Χόλιγουντ, την Μέριλιν Μονρόε.

Στις 29 Ιουνίου 1956 σ’ ένα δικηγορικό γραφείο της Νέας Υόρκης παντρεύτηκαν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας ο Άρθουρ Μίλερ και η Μέριλιν Μονρόε. Ο λαμπρός θεατρικός συγγραφέας και το απόλυτο σύμβολο του σεξ. Εκείνος ήταν 41 ετών και εκείνη 30. Ο μύθος του Πυγμαλίωνα αναβίωνε στη σύγχρονη Αμερική, που εξεπλάγη μόλις έμαθε το νέο. Η δημοσιότητα, κατόπιν εορτής, μεγάλη. Οι κακές γλώσσες δεν έδιναν μεγάλη διάρκεια στον γάμο, εξαιτίας των διαφορετικών χαρακτήρων των νεονύμφων.

Ο Μίλερ και η Μονρόε γνωρίστηκαν το 1951, όταν και οι δύο ήταν παντρεμένοι. Είχαν έναν εφήμερο έρωτα, αλλά φρόντισαν να κρατήσουν τη φλόγα αναμμένη έως το 1956, όταν και παντρελυτηκαν, έχοντας μέχρι τότε ένα διαζύγιο ο Μίλερ και δύο η Μονρόε.

Λίγο μετά το γάμο, ο Μίλερ φρόντισε να ξεκαθαρίσει το πλαίσιο της σχέσης του: «Η Μέριλιν θα γυρίζει μία ταινία κάθε 18 μήνες, τα γυρίσματα της οποίας δεν θα διαρκούν πάνω από 2 μήνες. Το επόμενο διάστημα θα είναι η σύζυγός μου και το εννοώ θα είναι πλήρους απασχόλησης». Ανόητο πλαίσιο για έναν διανοούμενο.
Ωστόσο η σταρ ήταν αλλιώς μαθημένη στη ζωή της. Και φρόντισε να το συνεχίσει, ακολουθώντας τους εξωστρεφείς ρυθμούς της, που δεν συμβάδιζαν αναγκαστικά με την «εσωστρέφεια» ενός συγγραφέα. Το ζευγάρι σύντομα μετακόμισε στο Λονδίνο, όπου η Μέριλιν γύρισε με τον Λόρενς Ολίβιε την ταινία «Ο Πρίγκηπας και η Χιονάτη».

Το ζευγάρι, όμως, χρόνο με το χρόνο αποξενωνόταν. Ο Μίλερ αφοσιώθηκε στη δουλειά του και η Μέριλιν το έριξε στο ποτό. Ο διαφορετικός τρόπος ζωής και των δύο προκάλεσε τελικά ανεπανόρθωτη ρήξη στη σχέση τους. Από τον Νοέμβριο του 1960 βρίσκονταν σε διάσταση, γεγονός που φάνηκε και στα γυρίσματα της ταινίας του Τζον Χιούστον «Οι αταίριαστοι» («The Misfits»), όπου η Μέριλιν παραλίγο να τινάξει όλη την παραγωγή στον αέρα με την εσωστρεφή συμπεριφορά της, ενώ κάθε απόγευμα αδυνατούσε να παίξει γιατί ήταν μεθυσμένη.

Ηδη , λίγα χρόνια μετά τον γάμο τους είχε γράψει το σενάριο για την ταινία στην οποία πρωταγωνίστησε η σταρ, «The Misfits» [Οι Αταίριαστοι], ένα μελαγχολικό γουέστερν το οποίο είχε συλλάβει ο Μίλερ για την εκρηκτική σύζυγό του. Λένε ότι ήταν η καλύτερη ερμηνεία της, πιθανόν γιατί εκεί έπαιξε πραγματικά τον εαυτό της. Στην οθόνη ενσάρκωνε την Ρόζλιν, μια νεαρή και αισθησιακή γυναίκα, με εκρηκτικά ξανθά μαλλιά και ψιθυριστή φωνή, ευάλωτη, και μόνιμα απορημένη. Λίγο χαζή σέξι ξανθιά, με άλλα λόγια.
Την ταινία σκηνοθέτησε ο Τζον Χιούστον, με πρωταγωνιστές τον Καρλ Γκέημπρ και την Μέριλιν Μονρόε. Είναι η τελευταία μεγάλη ταινία και για τους δύο.
Στα γυρίσματα της ταινίας ο απογοητευμένος Μίλερ βρήκε παρηγοριά στην αγκαλιά της 37χρονης αυστριακής φωτογράφου Ίνγκε Μόρατ, κόβοντας κάθε γέφυρα επικοινωνίας με τη γυναίκα του. Το διαζύγιο ήταν η μόνη λύση και βγήκε με συνοπτικές διαδικασίες στο Μεξικό στις 24 Ιανουαρίου 1961, με την κλασική αιτιολογία της ασυμφωνίας χαρακτήρων.

Ήδη, όμως, Μέριλιν Μονρόε είχε πάρει την κατιούσα και ένα χρόνο αργότερα βρέθηκε νεκρή από υπερβολική χρήση βαρβιτουρικών, λίγο μετά την επανασύνδεσή της με τον δεύτερο σύζυγό της Τζο Ντι Μάτζιο και αφού, εν τω μεταξύ, είχε μια μικρή ερωτική περιπέτεια με τον αμερικανό πρόεδρο Τζον Κένεντι. Ο Άρθουρ Μίλερ παντρεύτηκε σε τρίτο γάμο την Ίνγκε Μοράτ ( που είναι απόκάθε άποψη μάλλον το αντίθετο της Μέριλιν) και έζησαν μαζί έως τον θάνατό της το 2002.

Πέντε δεκαετίες μετά τον θάνατό της, το 2010, η Μέριλιν Μονρόε ξεδιπλώθηκε μέσα από τις λέξεις της: μια γυναίκα αυτοκαταστροφική, ανασφαλής και στοχαστική που φοβάται μη χάσει τα λογικά της, ειδικά την περίοδο που ήταν παντρεμένη με τον Αρθουρ Μίλερ και μετά το διαζύγιό τους.

Τα γραπτά της, τα οποία εκδόθηκαν με τον τίτλο «Αποσπάσματα» και πρόλογο του γνωστού συγγραφέα Αντόνιο Ταμπούκι, αποκαλύπτουν πως τα τελευταία χρόνια της ζωής της η σταρ μελετούσε με πάθος. Μέσα στην απελπισία της επικαλείται τον λογοτέχνη Τζον Μίλτον και τον Σίγκμουντ Φρόυντ. Η φωνή της ηθοποιού ηχεί μέσα από σημειώματα, γράμματα και ποιήματα που κληροδότησε στον Λι Σράσμπεργκ, τον δάσκαλο υποκριτικής.

Η Μέριλιν Μονρόε έγραφε ποιήματα. Τα έδειχνε μόνο στους στενούς της φίλους, εκ των οποίων ο νεοϋορκέζος συγγραφέας Νόρμαν Ρόστεν που έλεγε γι’ αυτήν: «Είχε το ένστικτο και τα αντανακλαστικά του ποιητή, αλλά της έλειπε η τεχνική».

Οι επόμενες δεκαετίες μέχρι το θάνατο του

Όταν ο Άρθουρ Μίλερ εμφανίζεται στη θεατρική σκηνή των ΗΠΑ, το θέατρο στις Ηνωμένες Πολιτείες κυριαρχείται από τα είδη του μελοδράματος και του μιούζικαλ: αν και κάποια άλλα είδη κάνουν την εμφάνισή τους, η σύνδεσή τους με το γερμανικό εξπρεσιονισμό τα καθιστά βραχύβια.

Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Άρθουρ Μίλερ, ο Ευγένιος Ο’Νιλ και ο Τένεσι Ουίλιαμς ανανεώνουν την εργογραφία και το ύφος του αμερικανικού θεάτρου. Ο Μίλερ αντλεί τη θεματογραφία του μέσα από τη ζωή και προβάλλει το ανθρώπινο δίλημμα για την εκλογή ανάμεσα στο καλό και το κακό. Τα έργα του περιέχουν αξίες για την ανθρώπινη ύπαρξη και την εξάρτηση του ατόμου από τον κοινωνικό του περίγυρο, ενώ δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην οικογένεια, την ηθική και την ατομική υπευθυνότητα. Ο παραγωγός του Μπρόντγουεϊ Ρόμπερτ Γουάιτχεντ, που είχε συνεργαστεί πολλάκις με το Μίλερ, αναφέρει ότι στο έργο του “υπάρχει μια σχεδόν συνειδητή ανάγκη να γίνει το φως που θα λάμψει μες στον κόσμο. Προσπάθησε να βρει απαντήσεις σε αυτό που έβλεπε γύρω του και χαρακτηριζόταν ως ένας κόσμος όπου δεν υπήρχε δικαιοσύνη”

Παράλληλα, πηγάζουν από βιώματα του ίδιου ή από σκηνές στην ίδια την πόλη στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε, τη Νέα Υόρκη.

Στα έργα του, ο Άρθουρ Μίλερ ποικίλει σε ύφος, μεταβαίνοντας από το ρεαλισμό στον εξπρεσιονισμό (“Ο θάνατος του εμποράκου”) και τον ιμπρεσιονισμό (“Μετά την πτώση”). Όσον αφορά τις πηγές έμπνευσης και επιρροής του, είχε δηλώσει ο ίδιος ότι αποτελούσε πρότυπό του η αρχαία ελληνική τραγωδία, ενώ φαίνεται ότι έχει επηρεαστεί πολύ και από το έργο του Ίψεν. Ανανέωσε το “κοινωνικό δράμα”, καταγγέλλοντας τα οξεία ζητήματα της εποχής του και ασκώντας κριτική στην αμερικανική κοινωνία: στο ρατσισμό της, την κερδοσκοπία, τη μισαλλοδοξία και την αναισθησία μπροστά στην αποτυχία και ανημποριά

Η θεατρική του δραστηριότητα επανήλθε το 1964 με τα έργα “Επεισόδιο στο Βισύ” (“Incident at Vichy”) και “Μετά την πτώση” (“After the fall”), το πιο προσωπικό και ενδοσκοπικό έργο του, στο οποίο διακρίνονται αυτοβιογραφικά στοιχεία από το γάμο του με τη Μονρόε, κάτι για το οποίο επικρίθηκε, αλλά το έργο στάθηκε και η αφορμή να επανενωθεί με τον Ελία Καζάν. Συνεχίστηκε το ανέβασμα θεατρικών έργων κατά τις επόμενες δεκαετίες, τα οποία ωστόσο δεν καταφέρνουν να φτάσουν τις προηγούμενες επιτυχίες του. Το 1965, αποδέχτηκε την προεδρία στον οργανισμό PEN International, την ένωση ποιητών, συγγραφέων, δοκιμιογράφων και άλλων εκπροσώπων της λογοτεχνίας, και έγινε ολοένα και πιο δραστήριος στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των λογοτεχνών.

Παράλληλα, ο Μίλερ ξεχώρισε και για την αρθρογραφία του σε αμερικανικές εφημερίδες και περιοδικά, όπου εξέφρασε την άποψή του για κρίσιμα πολιτικά, κοινωνικά και καλλιτεχνικά ζητήματα, όπως για τον πόλεμο στο Βιετνάμκαι την κρίση μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης, τη λογοκρισία και τη φυλάκιση καλλιτεχνών, ενώ πιο πρόσφατα για τον πόλεμο στο Ιράκ.

Το 1984, ο Άρθουρ Μίλερ τιμήθηκε με το Kennedy Center Honors για την ανεκτίμητη προσφορά του στο αμερικανικό και το παγκόσμιο θέατρο. Το 1987, εκδίδει την αυτοβιογραφία του με τίτλο “Στη δίνη του χρόνου” (“Timebends”), ενώ το 2002 λαμβάνει το Βραβείο Πρίγκιπας των Αστουριών και το 2003 το Βραβείο Ιερουσαλήμ για τη συγγραφική του πορεία

Ο Μίλερ ανακοίνωσε τα Χριστούγεννα του 2004 ότι στο τέλος Φεβρουαρίου του επόμενου χρόνου θα παντρευόταν τη συμβία του, την 34χρονη ζωγράφο Άγκνες Μπάρλεϊ. Δεν πρόλαβε, καθώς πέθανε στις 10 Φεβρουαρίου 2005 από καρδιακή ανεπάρκεια στο σπίτι του στο Ρόξμπερι του Κονέκτικατ, σύμφωνα με τη βοηθό του τρία χρόνια μετά το θάνατο της προηγούμενης συζύγου του, Ίνγκε. Έπασχε από πνευμονία και καρκίνο. Ηταν ο τελευταίος των μεγάλων θεατρικών συγγραφέων. «Ο θάνατος του εμποράκου», το θεατρικό έργο που του χάρισε, το 1949, το βραβείο Πούλιτζερ, του άνοιξε και τις πόρτες του Μπρόντγουεϊ, σε σκηνοθεσία Ελία Καζάν.

Δυο χρόνια, μετά το θάνατό του, αποκαλύφθηκε ότι εκτός από τα τρία του παιδιά από την πρώτη και τρίτη του σύζυγο, είχε αποκτήσει κατά τη δεκαετία του ’60 άλλο ένα γιο με την Ίνγκε Μόρατ, τον Ντάνιελ, ο οποίος έπασχε από Σύνδρομο Ντάουν. Ο Ντάνιελ είχε μεγαλώσει σε ιδρύματα και ανάδοχες οικογένειες, καθώς ο Μίλερ αρχικά τον είχε απορρίψει, ωστόσο τον δέχτηκε σταδιακά κατά τη δεκαετία του ’90 και τον συμπεριέλαβε στη διαθήκη που υπέγραψε έξι εβδομάδες πριν πεθάνει.

Δείτε επίσης