Έμαθα να βάφομαι για να κρύβω τις μελανιές.
Μόνο που δεν έπρεπε να φαίνομαι βαμμένη.
Είχα μάθει το μάθημά μου, άλλωστε, βλέποντας το δίλημμα της Δώρας – της μάνας μου, ντε.
Όσο ήταν μες στο σπίτι, μόνη της, ή με τις φίλες της(αν είχε φίλες, δηλαδή, και τολμούσε να τις μαζέψει για
καφέ – αν, με άλλα λόγια, οι γυναίκες δεν ήταν όλες καριόλες, που είχαν το μυαλό τους στο κουτσομπολιό
και στο κέρατο), μπορούσε να βαφτεί κάγκελο, στ’ αρχίδια του, ας φόραγε και λαμέ, και ξώβυζα και δεκάποντα (όχι ότι είχε τέτοια ρούχα η Δώρα: Θου Κύριε), έτσι κι αλλιώς, και σαν κλόουν να μπογιατιζόταν, ποιος
θα την έβλεπε;
Αλλά τη μία και μοναδική φορά –θα ’μουν εφτά; Οχτώ;– που ’χε πάει στο καφενείο με γαλάζια σκιά, ασορτί με τα μάτια της, και κοραλλί κραγιόν, και λίγο ρουζ στα χλομά της μάγουλα, την είχε αρπάξει απ’ τον γιακά (τον έσκισε κιόλας) κι έβαλε τις φωνές: «Πού πας έτσι, μωρή; Δεν ντρέπεσαι, να μου γυρνάς σαν την πουτάνα; Κάτσε να σε κάνω άνθρωπο, γαμώ το στανιό σου!», κι αρπάζοντας μια λερή πετσέτα, που ’χε για να καθαρίζει τα τραπέζια (λέμε τώρα), μια πετσέτα άπλυτη μπορεί και κάνα χρόνο, την έφτυσε καλά καλά κι άρχισε να της τρίβει με λύσσα τα μούτρα, κι εκείνη πρώτα έπαθε σοκ κι έμεινε σύξυλη, κι έπειτα άρχισε να κλαψουρίζει, γιατί πονούσε έτσι άγρια που την έτριβε, χώρια που βλέπανε οι πελάτες, κι αςήταν μισοάδειο το μαγαζί ως συνήθως, και πάλι τόσα
μάτια κοιτούσαν γουρλωμένα την ταπείνωσή της, πουδεν είχε τελειωμό, γιατί όσο άπλωναν με τα σάλια οι
μπογιές, τόσο ο άλλος γινόταν τούρμπο, και την έφτυνε στα μούτρα και δώσ’ του τρίψιμο με την πετσέτα,
και συγχρόνως τη γαμωσταύριζε, εννοείται, ώσπου την έδιωξε με μια κλοτσιά στον κώλο, κι όταν γύρισε ήταν
λες και της είχε γδάρει το πρόσωπο με γυαλόχαρτο, έτσουζαν ακόμα και τα δάκρυα. Δόλια Δώρα, χαζή, καλόπιστη, ανήμπορη Δώρα.
Αλλά είχε και το ανάποδο συνέπειες. Πες ότι ένα πρωί είχε να πάει στο σούπερ, κι ήταν μπαϊλντισμένη,
άυπνη, είχε σιχτιρίσει τη ζωή της, και δεν είχε κουράγιο να φτιαχτεί, κι έβγαινε με τις φόρμες του σπιτιού,
ξεχτένιστη, χωρίς να ’χει πλύνει καν τα μούτρα, χωρίς λίγο μολύβι στα πρησμένα της μάτια, ή ένα ζευγάρι γόβες, χαμηλές, αντί για λαστιχένιες παντόφλες – έτσι και το ’παιρνε γραμμή ο άλλος από κανέναν καλοθελητή («Λίγο ταλαιπωρημένη την είδα τη Δώρα»), γύριζε ταύρος: «Μωρή χαμούρα, ποιος σου είπε ότι έχεις το δικαίωμα να βγαίνεις σαν τη γύφτισσα, αναμαλλιασμένη κι άπλυτη, και να με εκθέτεις; Ε; Δεν μιλάς, σκρόφα;». Και σατ!, πάρε έναν χάστουκο, να μάθεις έστω να σιάχνεις το μαλλί πριν ξεμυτίσεις απ’ το σπίτι.
Μονά ζυγά δικά του. Κακός μπάτσος, κακός μπάτσος. (Καλός δεν έπαιζε.) Κολόνα του σπιτιού, αν κι οι
κολόνες δεν βαράνε, εκτός αν τις φας στο κεφάλι. (Που κι αυτό γινόταν: αν σωριαζόταν απ’ το πιόμα, έπρεπε
να τον σηκώσεις και να τον καθίσεις πριν ξυπνήσει, γιατί αν συνερχόταν μπρούμυτα στο χαλί, τη γάμησες.
Και ζύγιζε όσο δυο κολόνες μαρμάρινες, ο πούστης, ασήκωτος, κήτος, γερανό ήθελε.)
Και που λες, το πρώτο μακιγιάζ. Δώδεκα χρονώ, Α΄ Γυμνασίου.
Η μικρή λέξη αγάπη συγγραφέας Κορτώ Αύγουστος, εκδόσειςΕκδόσεις Πατάκη, απόσπασμα
Photo cover:pixabay.com
Διαβάστε επίσης: