Όσο κι αν πιεστείς. Ούτε το κοινόχρηστο όνομά του ούτε το επιστημονικό. Όσο κι αν φυλλομετράς τις πίσω σελίδες της ζωής σου. Θυμάσαι όμως το χρώμα του, τη φωνή του, το πέταγμά του.
Τα θυμάσαι όλα πολύ καθαρά. Εξάλλου αυτά τα μαύρα στιλπνά πουλιά με το γαμψό κίτρινο ράμφος χαρακτηρίζουν ακόμη την πόλη όπου γεννήθηκες. Άλλες πόλεις είναι γνωστές για τα ποτάμια ή τα βουνά τους, άλλες για τους ευεργέτες τους, άλλες για τους κακοποιούς τους, άλλες για τις πόρνες τους, άλλες για τους νουνεχείς κατοίκους τους, άλλες για τα τυριά ή τα κρασιά τους.
Η πόλη όπου γεννήθηκες είναι γνωστή, κάποιος χολερικός θα υποσημείωνε αφανής, για τα μαύρα πουλιά της. Κανένας δεν σε σφράγισε όπως αυτά. Ούτε οι γονείς σου, ούτε οι συμμαθητές σου, ούτε οι γείτονές
σου. Κανένας. Ούτε καν οι άντρες που αγάπησες ή πλήγωσες. Παρ’ όλα αυτά αναπολείς, αν και δεν είναι η πλέον
ενδεδειγμένη λέξη, το πέταγμά τους κατά σμήνη. Πόσο τέλειους ρόμβους, κώνους, σφαιρικούς μηνίσκους, δελτοειδή τετράπλευρα ή άρτια εξάγωνα σχημάτιζαν στον ουρανό. Μολονότι, όταν ήσουν μικρή, η σκοτεινή γεωμετρία τους σε τρόμαζε. Περισσότερο όμως σε τρόμαζε η φωνή τους.
Οι ανυπόφορες φωνές αυτών των μικρών
στιγμάτων σκοταδιού στην αιθριότητα· μεταλλικές οιμωγές που άλλοτε θύμιζαν μαχαίρι που ακονίζεται με
μαχαίρι, άλλοτε σφυρί που σπάει κάτι που πονάει κι άλλοτε σαρκαστική στριγκλιά. Μεγαλώνοντας απορούσες
πώς υπήρχαν πουλιά με τόσο δυσάρεστη φωνή.
Η συνεννόηση μεταξύ τους, οι ερωτοτροπίες τους, οι έριδές
τους σου προκαλούσαν ίλιγγο κι έδεναν κόμπο το στομάχι σου. Ίσως και λόγω αυτού του απωθητικού ήχου, ειδικά όταν πετούσαν σε σχηματισμούς, θύμιζαν ασυντόνιστη χορωδία· τότε, μέσα σου, το ρίζωμα και το ξερίζωμα από τα οικεία χώματα δεν ήταν διακριτά, μπερδεύονταν, μ’ αποτέλεσμα εδώ και χρόνια να αισθάνεσαι ότι
βαδίζεις ανάμεσα στη μνήμη και στη λήθη, βαδίζεις σχήμα λόγου, καθώς ουσιαστικά βουλιάζεις σ’ ένα γκρίζο,
παχύρρευστο πράγμα που δεν ξέρεις αν θες να ξεχάσεις ή να θυμηθείς, σ’ έναν αηδιαστικό πολτό όπου με δυσκολία κατορθώνεις πλέον να κρατάς το κεφάλι σου πάνω από την κολλώδη στάθμη του.
Κύριε Κ.,
Tα παλιά χρόνια, τότε που τα ονόματα είχαν βάρος άφθαρτων νοημάτων και τα πράγματα δεν ήταν έκπτωτες λέξεις, δηλαδή τότε που ο χρόνος ονειρευόταν το πέρασμα ή την ακινησία του χρόνου, σας έλεγαν Anschel.
Το ασκεναζίμ όνομά σας το κληρονομήσατε από τον παππού της μητέρας σας, από τον μητρικό της κλώνο,
και σημαίνει Μαυροπούλι (Κοτσύφι). Εξού κι έτσι φώναζαν κάποιον που του άρεσε να τραγουδάει ή αυτόν
που είχε ως επαγγελματικό προσωνύμιο το κυνηγός πουλιών.
Η ερευνήτρια
Συγγραφέας Φάις Μισέλ Εκδόσεις Πατάκη
Photo cover:pixabay.com/christoph_mschrd/link
Διαβάστε επίσης: