Βρήκα τον αγαπημένο μου σταθμό, εκείνον που έπαιζε τα πάντα, από ποπ μέχρι παλιά κομμάτια, ακόμη και χιπ χοπ. Το σλόγκαν τους ήταν: «Παίζουμε τα πάντα». Ο Τομ Πέτι τραγουδούσε το Free falling. Τραγούδησα κι εγώ μαζί. «Είναι καλό κορίτσι, τρελαίνεται για τον Έλβις, αγαπάει τα άλογα, αγαπάει και το αγόρι της».


Ο Στίβεν πήγε ν’ αλλάξει σταθμό και του χτύπησα το χέρι. «Μπέλι, αν συνεχίσεις να γκαρίζεις έτσι, θα ρίξω τ’ αυτοκίνητο στη θάλασσα». Έκανε πως του έφυγε το τιμόνι δεξιά.
Άρχισα να φωνάζω ακόμη πιο δυνατά, ξύπνησε η μητέρα μου κι άρχισε να τραγουδά κι εκείνη μαζί μου. Είχαμε κι ο
δυο φριχτές φωνές κι ο Στίβεν κούνησε το κεφάλι του, όπως κάνει πάντα όταν ενοχλείται. Δεν του άρεσε καθόλου να είναι ένας εναντίον όλων. Αυτό τον πείραζε και με το διαζύγιο των γονιών μας. Χωρίς τον πατέρα μας να παίρνει το μέρος του, ήταν ο μόνος άντρας στο σπίτι.


Διασχίσαμε την πόλη αργά και, παρ’ όλο που μόλις είχα κοροϊδέψει τον Στίβεν που πήγαινε σαν κότα, δε με πείραζε
καθόλου. Εκείνη τη στιγμή μου άρεσε αυτή η βόλτα. Μου άρεσε να βλέπω ξανά την πόλη, το Κραμπ Σακτου Τζίμι, το
Πατ Πατ, όλα τα μαγαζιά του σερφ. Ένιωθα σαν να επέστρεφα σπίτι μου ύστερα από πολύ καιρό. Άραγε πώς θα ήταν αυτό το καλοκαίρι;


Καθώς πηγαίναμε στο σπίτι ένιωθα εκείνο το γνώριμο φτερούγισμα στο στήθος. Είχαμε σχεδόν φτάσει.
Κατέβασα το παράθυρο και πήρα βαθιά ανάσα. Ο αέρας είχε την ίδια αίσθηση, το ίδιο άρωμα. Ο αέρας που έκανε τα μαλλιά μου να κολλάνε, η αλμυρή θαλασσινή αύρα, όλα ήταν τέλεια. Σαν να περίμεναν όλα την επιστροφή μου.
Ο Στίβεν μου έδωσε μια αγκωνιά. «Σκέφτεσαι τον Κόνραντ;» ρώτησε κοροϊδευτικά.


Για πρώτη φορά η απάντηση ήταν αρνητική. «Όχι» απάντησα κοφτά.
Η μητέρα μου πρόβαλε το κεφάλι της ανάμεσα στα δυο καθίσματα. «Μπέλι, σου αρέσει ακόμα ο Κόνραντ; Πέρυσι το καλοκαίρι νόμιζα πως κάτι έτρεχε ανάμεσα σε σένα και τον Τζερεμάια».


«Τι; Εσύ κι ο Τζερεμάια;» έκανε ο Στίβεν αηδιασμένος.


«Τι τρέχει με σένα και τον Τζερεμάια;»


«Τίποτα» απάντησα και στους δυο.


Ένιωσα να κοκκινίζω. Ήθελα ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί. «Μαμά, το ότι δυο άνθρωποι είναι καλοί φίλοι δε σημαίνει ότι τρέχει και κάτι μεταξύ τους. Σε παρακαλώ, να μη μου ξαναμιλήσεις γι’ αυτό ποτέ, εντάξει;»


Η μητέρα μου κάθισε πίσω στο κάθισμα. «Έγινε» είπε. Η φωνή της είχε κάτι το οριστικό και ήξερα πως ο Στίβεν δε θα κατάφερνε να της πάρει κουβέντα. Επειδή όμως ο Στίβεν δεν το βάζει εύκολα κάτω, επέμεινε. «Τι συνέβη ανάμεσα σε σένα και τον Τζερεμάια; Δεν μπορείς να λες κάτι τέτοιο και μετά να μην εξηγείς».

Το καλοκαίρι που ξύπνησα όμορφη (βιβλίο 1)

Συγγραφέας Han Jenny

Εκδόσεις Πατάκη

Photo cover:pixabay.com/stux/colour

Διαβάστε επίσης: