Ο θρύλος της τυφλής αγάπης.
Μια φορά και ένα καιρό…συγκεντρώθηκαν σε ένα μέρος της γης όλα τα αισθήματα και τα χαρίσματα των ανθρώπων. Όταν η πλήξη παρουσιάστηκε, για τρίτη συνεχή φορά, η τρέλα όπως πάντα πρότεινε: “Παίζουμε κρυφτό;”
Το ενδιαφέρον σήκωσε το φρύδι του και η περιέργεια, χωρίς δεύτερη κουβέντα, ρώτησε: “Κρυφτό; Τι είναι αυτό;” Είναι ένα παιχνίδι – εξήγησε η τρέλα – όπου εγώ κλείνω τα μάτια μου και αρχίζω να μετρώ μέχρι το 100 ενώ οι υπόλοιποι κρύβεστε και, όταν θα έχω τελειώσει το μέτρημα, τον πρώτο που θα βρω θα πάρει την θέση μου για να συνεχίσει το παιχνίδι.
Ο ενθουσιασμός άρχισε να χορεύει συνοδευόμενος από την ευφορία. Η χαρά άρχισε να πηδά για να πείσει την αμφιβολία μέχρι και την απάθεια την οποία δεν την ένοιαζε ποτέ τίποτε… Αλλά όχι όλοι ήθελαν να παίξουν: η αλήθεια δεν θέλησε να κρυφτεί, η υπερηφάνεια σκέφτηκε πως ήταν ένα χαζό παιχνίδι και η δειλία προτίμησε να μην το ριψοκινδυνέψει. Ένα, δύο, τρία…”η τρέλα άρχισε να μετρά.
Ο πρώτος που κρύφτηκε ήταν η τεμπελιά, που έπεσε πίσω από την πρώτη πέτρα που βρήκε στον δρόμο της, η πίστη πέταξε στον ουρανό και η ζήλια κρύφτηκε στην σκιά του θριάμβου που με την σειρά του σκαρφάλωσε στην κορυφή ενός δένδρου.
H γενναιοδωρία σχεδόν δεν μπορούσε να κρυφτεί, κάθε μέρος που έβρισκε της φαινόταν υπέροχο για τους φίλους της. Τι θα λέγατε για μια κρυστάλλινη και πεντακάθαρη λιμνούλα; Ιδανικό μέρος για να κρυφτεί η ομορφιά. Τα φύλλα ενός δένδρου; Τέλειο για την ντροπή. Tα φτερά μιας πεταλούδας; Το καλύτερο για την απόλαυση. Το φύσημα του ανέμου; Υπέροχο για την ελευθερία. Και η γενναιοδωρία κατέληξε να κρυφτεί πίσω από μια ακτίνα του ήλιου.
Ο εγωισμός, αντίθετα, βρήκε αμέσως μια καλή κρυψώνα, αεριζόμενη, άνετη και όλη δική του, το ψέμα κρύφτηκε στο βάθος του ωκεανού, το πάθος και η επιθυμία στο κέντρο του ηφαιστείου.
Η λήθη…δεν ξέρω…που! Όταν η τρέλα έφτασε να μετρά 99, η αγάπη δεν είχε προλάβει να κρυφτεί ακόμα γιατί όλα μέρη τα είχαν καταλάβει οι άλλοι, μέχρις ότου είδε μια τριανταφυλλιά και αποφάσισε να κρυφτεί ανάμεσα στα τριαντάφυλλα. “Εκατό”- μέτρησε η τρέλα , και άρχισε να ψάχνει. Τον πρώτο που βρήκε ήταν η τεμπελιά, μόλις τρία βήματα πιο εκεί… Μετά άκουσε την πίστη που μίλαγε με τον Θεό, μετά άκουσε την δόνηση του πάθους και της επιθυμίας στο βάθος του ηφαιστείου.
Κατά τύχη βρήκε την ζήλια και μπορούσε να υποπτευθεί που ήταν ο θρίαμβος. Τον εγωισμό δεν κατάφερε να τον βρει γιατί είχε φύγει από την κρυψώνα του, λόγω του ότι υπήρχε μια σφηκοφωλιά. Μετά από πολύ δρόμο, η τρέλα δίψασε και φτάνοντας στην λίμνη βρήκε την ομορφιά. Με την αμφιβολία τα πράγματα ήταν εύκολα, αφού τον βρήκε να κάθετε σε ένα φράκτη χωρίς να έχει αποφασίσει σε πια μεριά ήθελε να κρυφτεί.
Στο τέλος τους βρήκε σχεδόν όλους: το ταλέντο μέσα στην φρέσκια χλόη, την αγωνία μέσα σε μια σκοτεινή σπηλιά, το ψέμα στο βάθος του ωκεανού και τέλος την λήθη που είχε ξεχάσει πως παίζανε κρυφτό. Μονάχα την αγάπη δεν μπορούσε να την βρει πουθενά.
Η τρέλα έψαξε παντού και εκεί που φαινόταν πως θα έχανε είδε την τριανταφυλλιά και άρχισε να κουνά τα κλαδιά , όταν ξαφνικά, άκουσε μια κραυγή πόνου: τα αγκάθια είχαν πληγώσει τα μάτια της αγάπης. Η τρέλα δεν ήξερε πια τι να κάνει : άρχισε να κλαίει και να ζητά συγγνώμη…έφθασε στο σημείο να της υποσχεθεί πως θα την ακολουθούσε για πάντα.
Η Αγάπη δέχθηκε την συγγνώμη και από τότε η Αγάπη είναι πάντα τυφλή και η Τρέλα την συνοδεύει πάντα.
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Photo cover:pexels.com/pixabay