Η Κατερίνα Γώγου σαν σήμερα το 1993 έφυγε από τη ζωή. Τα σκοτάδια της, ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας της και η κλονισμένη ψυχολογία της την οδήγησαν, σε ηλικία μόλις 53 ετών, στην αυτοκτονία…

Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε στην Αθήνα την 1 Ιουνίου του 1940 και ήταν Ελληνίδα ποιήτρια και ηθοποιός. Ξεκίνησε από μικρή την καριέρα στην ηθοποιία αλλά αργότερα στράφηκε στην ποίηση.

Ξεκίνησε σε ηλικία μόλις 5 ετών να παίζει σε διάφορες παιδικές παραστάσεις, όπου την χαρακτήριζαν παιδί-θαύμα. Παρόλα αυτά, δεν πέρασε όμορφα παιδικά χρόνια, ελέω Κατοχής και Εμφυλίου Πολέμου. Στην εφηβεία της, η Κατερίνα έμενε με τον πατέρα της, ο οποίος ήταν πολύ αυστηρός απέναντι της, κατόπιν έμεινε με τη μητέρα της. Ο πατέρας της, πάντως, αν και αυστηρός, την υποστήριξε πραγματικά, στην επιθυμία της να ακολουθήσει την υποκριτική. Σπούδασε στη σχολή του Τάκη Μουζενίδη, η οποία εθεωρείτο μια από τις καλύτερες της εποχής. Παράλληλα τελείωσε και τη σχολή χορού Πράτσικα Ζουρούδη και Βαρούτη.

Η Κατερίνα Γώγου πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο με τον θίασο Ντίνου Ηλιόπουλου, το 1961, στο έργο των Ευαγγελίδη – Μαρή «Ο Κύριος πέντε τοις εκατό». Οι περισσότερες ταινίες όπου συμμετείχε, ήταν παραγωγής Φίνος Φιλμ.

Ως ηθοποιός είναι γνωστή περισσότερο για δευτερεύοντες ρόλους, όπως στην ταινία το Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο ή το Μια τρελή τρελή οικογένεια. Οι ρόλοι της συνήθως απεικόνιζαν αστείες και ανέμελες γυναίκες. Στην πραγματικότητα όμως η Κατερίνα Γώγου ήταν το ακριβώς αντίθετο από αυτό. Της έχει απονεμηθεί, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το Βραβείο Α΄ Γυναικείου ρόλου, για την ταινία Το βαρύ πεπόνι. Έκανε την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση στην ταινία Ο Άλλος.

Ως ποιήτρια, από την άλλη, είναι γνωστή για τον αντισυμβατικό και συνειρμικό τρόπο γραφής της, καθώς και τις αναρχικές της ιδέες. Οι στίχοι της ήταν γεμάτοι οργή και επαναστατικότητα. Η μεγάλη της αγάπη ήταν ανέκαθεν η ποίηση.

Η ίδια έγραψε για την ποίηση:

«Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ είναι μη γίνω «ποιητής». Μην κλειστώ στο δωμάτιο ν’ αγναντεύω τη θάλασσα κι απολησμονήσω. Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις. Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλιωσε για να με χρησιμοποιήσει. Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα για να κοιμίζω τους δικούς μου. Μη μάθω μέτρο και τεχνική και κλειστώ μέσα σε αυτά για να με τραγουδήσουν».

“Παγιδευμένο αγρίμι” με ασίγαστο πάθος η Κατερίνα Γώγου δεν επέλεξε εύκολο δρόμο… Συναναστάφηκε συνειδητά ανθρώπους του “περιθωρίου”, καταφέρνοντας να μαζέψει όλες τις φωνές και να τις εκφράσει σε μια, έγραφε για να ζήσει και ζούσε για να γράφει, αποτύπωνε τις σκέψεις τις με αυθόρμητο ή και απότομο τρόπο, αλλά έτσι ήταν. Μια φύση ανήσυχη, θυμωμένη, βαθιά και αληθινά αναρχική ψυχή.
Ξεδίπλωσε τον εαυτό και την ιδιοσυγκρασία της μέσα από τα ποιήματα και τους στίχους της.

Διαβάστε κάποια αποσπάσματά από συνεντεύξεις, ποιήματα, κείμενα και στίχους της:

“Πάρε με λοιπόν από δω. Θέλω να σου δείξω τα καλοκαιριάτικα θέατρα, πώς ζούνε το χειμώνα. Πόσο άδεια είναι τα σχολικά όταν έχουν αργία κι όλους τους φίλους που φύγανε και δεν μπορούν πια να με προδώσουν. Πάμε από δω πάμε εκδρομή σε μέρος που δεν έγινε, αφού στο ‘χω γράψει στο ‘χω πει, όπου κι αν πάτησα άφηνα αίμα, γι’ αυτό δεν μπορώ ποτέ πού να σταθώ κι όλο αλλάζω σεντόνια.” -Ιδιώνυμο-

“Ο καιρός σκουλήκιασε πυρηνικές δοκιμές, λαϊκά μέτωπα, μπορντέλα και πολυεθνικές, δεν μας αφήνουνε ν’ αγαπήσουμε. -Α, ρε σύντροφε-”

“Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ είναι μη γίνω “ποιητής” μην κλειστώ στο δωμάτιο ν’ αγναντεύω τη θάλασσα
κι απολησμονήσω.”

Κάθε φορά που βγάζω ένα βιβλίο νομίζω ότι είναι το τελευταίο, και όταν πίνω σκίζω τα βιβλία μου. Έπειτα μου ξανάρχεται η διάθεση…”

“Τρομοκρατία: εξουσιάζω δια της βίας. Τρόμου. Και τρομοκράτης τι θέλει να πει; Δε θέλω απάντηση απ’ αυτούς που την επινοήσανε. Ζητάω απάντηση απ’ τους λαχανιασμένους”. – Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών-

“Η μοναξιά. Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά και μετριέται πιάτο πιάτο μαζί με τα κομμάτια τους στον πάτο του φωταγωγού.” -Ιδιώνυμο-

“Οι ρίζες είναι για να βγάζουμε κλαδιά και όχι για να επιστρέφουμε σ’ αυτές.” -Τρία κλικ αριστερά-

“Η ζωή μας είναι άσκοπα λαχανητά σε κανονισμένες απεργίες ρουφιάνους και περιπολικά. Γι’ αυτό σου λέω. Την άλλη φορά που θα μας ρίξουνε να μην την κοπανήσουμε. Να ζυγιαστούμε. Μην ξεπουλήσουμε φτηνά το τομάρι μας ρε!” -Τρία κλικ αριστερά-

“Το «Κλικ» ήταν σε μια εποχή οριακή, αγωνιστική, επαναστατική. Υπήρχε μια έξαρση, όλοι πιστεύαμε τότε ότι μπορούμε, και καλά κάναμε δηλαδή και το πιστεύαμε. Κι εγώ πιστεύω τώρα με την ίδια δύναμη, αλλά αλλιώς, κι έχω τις ίδιες ηθικές αξίες μέσα μου. Δηλαδή όπως σ’ ένα στίχο εκεί που λέω «Στάθηκα στη σιωπή να ακούσω τη σιωπή μου». Πρέπει να το κάνουμε όλοι μας… Με βάζεις τώρα να κάνω τη δασκάλα, που τάχα τα ξέρει όλα… Αν πάντως πιστεύουνε κάποιοι ότι μ’ αυτό το βιβλίο έσπασα και δεν είμαι ο βράχος που θα ήθελαν, ίσως… Τώρα μπορώ περισσότερα. Τώρα μπορώ πολύ πιο καθαρά να αγαπήσω τον άνθρωπο. Τώρα είμαι πιο καθαρή όταν λέω εμείς…” (Από συνέντευξη)

Τα σύνορα της πατρίδας μου

“Τα σύνορα της πατρίδας μου αρχίζουνε απ τα ψητοπωλεία του Μινιόν περνάνε από τα καμένα ξύλα του Περοκέ και πέρα … Η ζωή από κει παίζει βρώμικο ξύλο με τη ζωή στριμώγνει τα καλύτερα παιδιά της σε φαγωμένες σκάλες
τους στρώνει στο ” Θανάση ” σημαδεμένη τράπουλα από χέρι τους περνάει μπρασελέ και ματωμένους σουγιάδες
και μπότες γυαλιστερές πορτοκαλιές με 10 πόντους τακούνι Ζόρικο αντριλίκι τα γεννητικά τους όργανα
τα Άγια των Αγίων κι αλλιώτικο φιλότιμο ώσπου μια μέρα – Παρασκευή μπορεί – τους ρίχνει από κοντά επιδέξιους κώλους καρφώνουνε τον αντρισμό τους τους φέρνει καπάκι κι ύστερα ευνουχισμένοι με τη γλώσσα κολλημένη στον ουρανίσκο με το μαντήλι που σκουπίστηκαν ένα με την καφέ του ρίγα περιθώριο γύρω γύρω πνίγουν με ισόβια φωταγωγημένα καράβια εφοπλιστικά κεφάλαια ξωτικές θάλασσες Παναμαικές σημαίες χρεωμένες τραγουδίστριες και τα δικά τους ταξίδια στη θάλασσα με καρπουζόφλουδες το ξεχειλωμένο μαγιώ απ το περίπτερο
και την τσατσάρα – πουτάνα ζωή – μαγκιά τους στο πλάι – κανείς δεν ξέρει – κανείς δεν είδε 19 20 21 χρονώ και τέλος.”

Θέλω να κουβεντιάσω

“Θέλω να κουβεντιάσω σ’ ένα καφενείο που να ‘χει πόρτα ανοιχτή και να μην έχει θάλασσα μονάχα άντρες άνεργους σκόνη με ήλιο και σιωπή να μπαίνει ο ήλιος στο κονιάκ κ’ η σκόνη μαζί με τα τσιγάρα στα πλεμόνια μας
κι ας μην πάρουμε και σήμερα βρε αδερφέ προφύλαξη για την υγεία μας κι ούτε να δίνεις συμβουλές το πως το κατεβάζω έτσι και πως σκορπιέμαι έτσι και να αφήσεις ήσυχα στα μούτρα τις μπογιές τις μύξες και τα κλάματα
να τρέξουνε. Μονάχα να κοιτάζεις ήρεμα τα νύχια τα μαλλιά μου και τα χρόνια πού ‘ναι βρώμικα
και γώ να μη δίνω φράγκο για όλα αυτά. Μόνο το κόμμα, το χριστουλάκο τους γιατί δε φτιάχτηκε το κόμμα τόσα χρόνια και σύ να σαι φίλος. Φίλος-φίλος έτσι όπως το λέει ο Καζαντζίδης και το κονιάκ να ναι σκατά
και εργολάβος πουθενά δε φάνηκε έχει δωμάτιο για παράνομους πάνω απ’ το καφενείο θα σου τα ρίξω σε μια δόση το συνηθίζω άμα μεθάω – έτσι για να σε λιανίσω- να σε δω χωρίς βρακί να δούμε τι θα κάνεις εσύ όμως λέει δεν θα σαι απ’ αυτούς θα σηκωθείς και θα χορέψεις παραγγελιά…βεργούλες και με δείρανε.. και θα κρατάς στις χούφτες σου μ’ αγάπη και με προσοχή το μυαλό μου είναι έτοιμο να διαλυθεί στα χίλια. Με πονάει.
Κι όταν έρθουνε να σου πουν εδώ δεν είναι τόπος και χρόνος για τέτοια πράγματα τράβηξε τη φαλτσέτα και θέρισε”

Δείτε επίσης