Ο θάνατος ήταν γρήγορος αλλά ανακουφιστικός, σαν την αίσθηση που έχουμε όταν φτάνουμε με τα δάχτυλα το
σημείο εκείνο της πλάτης μας που μας τρώει ώρες τώρα. Τόσο καταπραϋντικός, ακαριαίος, σχεδόν χυμώδης.
Δεν υπήρξε αγωνία, ούτε γιατρός ούτε φίλος ή συγγενής για να τον κλάψει, ούτε κοράκια για να μεταφέρουν
το φέρετρο, ούτε άλογα στολισμένα με μαύρα φτερά, ούτε χήρα με βέλο επικεφαλής κάποιας πομπής. Η κρίσιμη στιγμή τον βρήκε καθιστό. Ύστερα τον κουβάλησαν δύο άτομα και τον έβγαλαν από το σπίτι του μέσα σε ένα
σακί. Όσα ακολούθησαν δεν ήταν σιωπή, μα ο θόρυβος από το κοινότοπο τράνταγμα ενός κάρου, ένας θόρυβος
που δεν άρμοζε καθόλου στο πένθιμο φορτίο του.
Είχε πια νυχτώσει όταν το τραμπαλιζόμενο εκείνο όχημα σταμάτησε. Οι δύο άντρες κατέβηκαν, άνοιξαν το σακί και ο πεθαμένος πάτησε τα πόδια του στο έδαφος. Τον προσκάλεσαν να μπει σ’ ένα μέρος εντελώς άγνωστο. Εκ
πρώτης όψεως ήταν ένα ερειπωμένο σπίτι, ίσως μια αγροικία. Μύριζε σβουνιές γελάδας και δεν είχε παρά ελάχιστα
έπιπλα. Όπως το υπερπέραν, σ’ έκανε ασφαλώς να χάνεις την πίστη σου.
Ο ένας από τους άντρες που τον συνόδευαν στάθηκε στο πιο ευρύχωρο δωμάτιο και άναψε μια λάμπα πετρελαίου
«Πώς νιώθετε;». Ο πεθαμένος έκανε έναν μορφασμό που δήλωνε κόπωση και αδιαφορία. Εκείνο το ετοιμόρροπο και αφιλόξενο σπίτι δεν τον κέντριζε καθόλου. Αναπολούσε τη γεμάτη δραστηριότητα ζωή του, και ακόμα και η στιγμή της αστραπής του τέλους φάνταζε συγκριτικά πολύ πιο αυθεντική και απολαυστική από κείνο το σκονισμένο τίποτα (αλήθεια, αναρωτιόταν, πού να είχε τρυπώσει το κορίτσι που είχε προκαλέσει τον θάνατό του;). Όμως ούτε ολόκληρη η επιστήμη του 19ου αιώνα που γνώριζε ο πεθαμένος, με τα πολυμήχανα τεχνάσματά της, με τις θεωρίες για άθεους πιθήκους και με την αγγλικανική της θρησκεία, δε χρησίμευε για να του εξηγήσει πώς θα ήταν η ζωή έχοντας διαβεί το τελευταίο κατώφλι. Υπέθεσε πως θα συνήθιζε. Δεν υπήρχε πια τίποτα καλύτερο, μα ούτε και χειρότερο.
Επιπλέον –κι όταν το έμαθε αυτό χάρηκε υπερβολικά– υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να μην ήταν για πολύ καιρό
μόνος. Του το είπε ο άντρας λίγο μετά. «Θα ’ρθουν κι άλλοι πεθαμένοι».
Ένιωσε ανακούφιση. Το πτώμα, μες στην απέραντη μοναξιά του, χάρηκε που θα είχε συντρόφους.
Σπουδή στο μαύρο
Συγγραφέας Somoza José Carlos Εκδόσεις Πατάκη
Photo cover:pixabay.com/shell_ghostcage/western
Διαβάστε επίσης: