Σαν σήμερα το 1983 πέθανε η Έλλη Λαμπέτη, μια από τις μεγαλύτερες Ελληνίδες ηθοποιούς. Η τραγική μοίρα, η ζωή που ξεπερνά και το πιο ευφάνταστο σενάριο και ο θυελλώδης έρωτας με τον Δημήτρη Χορν…
Η Έλλη Λαμπέτη (Έλλη Λούκου όπως ήταν το πραγματικό της όνομα) γεννήθηκε στα Βίλια Αττικής, στις 13 Απριλίου του 1926. Η Αναστασία Λούκου έφερε στον κόσμο τα δίδυμα παιδιά της. Ο γιος γεννήθηκε υγιής, όμως, το δεύτερο μωρό από τα δίδυμα αργούσε να βγει από την κοιλιά της μάνας. Μία ώρα πήρε για να δει το πρώτο φως του κόσμου, η Έλλη.
Σχεδόν δεν ανέπνεε και οι ελπίδες για να ζήσει, έμοιαζαν λίγες. Αλλά η μικρή Ελένη Λούκου ( το όνομα Λαμπέτη ήταν δανεισμένο από τους ήρωες του Αστραπόγιαννου στο ομώνυμο ποίημα του Βαλαωρίτη) τους διέψευσε. Και κέρδισε την πρώτη “μάχη” για τη ζωή. Γενναία από γεννησιμιού της ήταν, λοιπόν, η εγγονή του Καπετάν-Σταμάτη, ο οποίος είχε πολεμήσει στο πλευρό του Κολοκοτρώνη, κατά την επανάσταση του 1821.
Ο πατέρας της Κώστας Λούκος είχε ταβέρνα στα Βίλια και η μητέρα της ήταν η Αναστασία Σταμάτη. Είχε 6 αδέρφια, εκ των οποίων ένα δίδυμο αδελφό, που πέθανε από φυματίωση το 1941.
Δύο χρόνια μετά τη γέννηση της, η πολύτεκνη οικογένεια του Κώστα Λούκου εγκατέλειψε τα Βίλια κι εγκαταστάθηκε το 1928 μόνιμα στην Αθήνα, αφού η ταβέρνα δε μπορούσε να θρέψει τα 8 στόματα. Επιπλέον, η μητέρα της ήθελε τα παιδιά της να πάρουν μόρφωση και μόνο στα σχολεία της πρωτεύουσας θα μπορούσαν να είχαν την καλύτερη δυνατή.
Επαγγελματική σταδιοδρομία
Το 1941 έδωσε εξετάσεις έπειτα από παρότρυνση του θείου της και απέτυχε, τόσο στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όσο και στη σχολή Κοτοπούλη. Η ίδια η Μαρίκα Κοτοπούλη, όμως, αναγνώρισε το ταλέντο της και την έκανε δεκτή στη σχολή της. Άλλαξε το επώνυμό της από Λούκου σε Λαμπέτη, όταν διάβασε το βιβλίο “Αστραπόγιαννος” του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Πρώτη της θεατρική εμφάνιση το 1942 στο έργο “Η Χάνελε πάει στον Παράδεισο” του Γκέρχαρτ Χάουπτμαν. Η συνεργασία της με το Θέατρο Τέχνης το διάστημα ’46-’48, είναι αυτή που την καθιερώνει ως εξαίρετη ηθοποιό.
Ξεχώρισαν οι ερμηνείες της στον “Γυάλινο κόσμο”, στην “Αντιγόνη” και στο πρώτο ανέβασμα του “Ματωμένου Γάμου” στην Ελλάδα, παράσταση για την οποία έγραψε τη γνωστή πλέον μουσική ο Μάνος Χατζιδάκις. Ακολούθησαν οι συνεργασίες της με τον θίασο της Κατερίνας (1948) και το Εθνικό Θέατρο (1948). Από το 1949 ανήκει στο θίασο του Κ. Μουσούρη, όπου οι μεγαλύτερες επιτυχίες της ήταν το “Πεγκ καρδούλα μου” και η “Κληρονόμος”, έργα που ξανανέβασε αρχές ’60. Το 1952 συγκροτεί με τον Δημήτρη Χορν και τον Γιώργο Παππά τον θίασο Λαμπέτη – Παππά – Χορν και από το 1956 τον θίασο Λαμπέτη-Χορν. Ανέβασαν με μεγάλη επιτυχία κλασικά έργα, όπως το “Νυφικό κρεβάτι”, “Αριστοκρατικός δρόμος”, “Το παιχνίδι της μοναξιάς” και περιόδευσαν σε Αίγυπτο, Κωνσταντινούπολη και Κύπρο.
Η αφίσα της ταινίας “Το Τελευταίο Ψέμμα”
Μετά τον χωρισμό της με τον Χορν το 1959, συνεχίζει τη θεατρική της πορεία τη δεκαετία του ’60 με δικό της θίασο, με μεγαλύτερή της επιτυχία, καλλιτεχνικά το “Λεωφορείον ο πόθος” (της είχε στείλει και συγχαρητήρια επιστολή ο Γιώργος Σεφέρης) και εμπορικά το “Πέπσι” (έκανε 400 παραστάσεις, αριθμό ρεκόρ για την εποχή). Όμως η πιο ώριμη επαγγελματική δεκαετία της ήταν του ’70, παρ’ όλα τα προσωπικά της προβλήματα. Ανέβασε με εξ ίσου μεγάλη επιτυχία από μιούζικαλ (“Η γλυκιά Ιρμα”, 1972) μέχρι Τσέχωφ (“Βυσσινόκηπος”, 1974 με το Δημήτρη Παπαμιχαήλ). Το 1977 συνεργάστηκε στη “Φθινοπωρινή ιστορία” με τον Μάνο Κατράκη, που επιπλέον τους συνέδεε βαθιά φιλία. Ανεπανάληπτες οι ερμηνείες της στο “Δεσποινίς Μαργαρίτα”, στη “Φιλουμένα Μαρτουράνο” και στα “Μονόπρακτα”. Τελευταία της παρουσία στο θέατρο ήταν το 1981 στο έργο “Σάρα – Τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού”, υποδυόμενη με επιτυχία την κωφάλαλη Σάρα. Και στον ελληνικό κινηματογράφο οι επιτυχίες της δεν ήταν λίγες, ιδιαίτερα σε ταινίες όπως “Το Κορίτσι με τα μαύρα”, “Κυριακάτικο ξύπνημα” και “Η Κάλπικη λίρα”.
Για την ερμηνεία της στο “Τελευταίο ψέμα”, ήταν υποψήφια για βραβείο BAFTA (British Academy of Film and Television Arts) A’ γυναικείου ρόλου.
Ο γάμος της με τον Μάριο Πλωρίτη (ο οποίος παρέμεινε φίλος της και στάθηκε δίπλα της μέχρι το τέλος της ζωής της) το 1950 υπήρξε ατυχής. Χώρισαν το 1953, όταν γνωρίστηκε με τον Δημήτρη Χορν και μαζί έγραψαν μία από τις πιο λαμπρές σελίδες στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου και υπήρξαν αγαπημένο ζευγάρι στη ζωή και στη σκηνή.
Από τον Χορν χώρισε το 1959, όταν γνώρισε τον Αμερικανό συγγραφέα Φρέντερικ Γουέικμαν (Frederic Wakeman), τον οποίο παντρεύτηκε, αλλά χώρισε το 1976 μετά από πολλά προβλήματα και όντας χρόνια σε διάσταση. Ο καρκίνος κάνει την εμφάνιση του στη ζωή της ηθοποιού το 1969, αφού της στέρησε τις αγαπημένες της αδερφές, τις οποίες έχασε όλες (εκτός από την αδερφή της Αντιγόνη, η οποία έζησε αρκετά χρόνια και μετά τον θάνατο της Έλλης) από καρκίνο του μαστού. Μετά την εγχείρηση (ολική μαστεκτομή) στην οποία υποβλήθηκε στις ΗΠΑ, επιστρέφει και προσπαθεί να το ξεπεράσει.
Μια προσπάθεια υιοθεσίας (της μικρής Ελίζας) από κοινού με τον Γουέικμαν, της δημιούργησε πλείστα προβλήματα, όταν δικαστική απόφαση την υποχρέωσε να επιστρέψει το παιδί, μετά παρέλευση 4 χρόνων, στους φυσικούς γονείς του. Η περιπέτεια αυτή της δημιούργησε γενική κατάπτωση και μελαγχολία, που την κράτησε μακριά από το θέατρο.
Ο καρκίνος έκανε την επανεμφάνισή του μετά από 11 χρόνια, το 1980. Οι μεταστάσεις ήταν συνεχείς. Οι χημειοθεραπείες, στις οποίες υποβλήθηκε, έπληξαν τις φωνητικές της χορδές, με αποτέλεσμα σταδιακά να χάσει και τη φωνή της. Η τελευταία παράσταση στην οποία πρωταγωνίστησε στην Αθήνα ήταν το “Σάρα – Τα Παιδιά ενός κατώτερου Θεού” στον ρόλο της κωφής Σάρα.
Ο μοιραίος έρωτας με τον Δημήτρη Χορν
“Το ότι αγαπήθηκα πολύ, είναι κάτι. Επίσης, το ότι αγάπησα τόσο. Έδωσα και πήρα – it’s a fair game (ένα τίμιο παιχνίδι)” είχε δηλώσει κάποτε η Έλλη Λαμπέτη, κάνοντας έναν σύντομο απολογισμό της ζωής της.
Αρχής γενομένης από τη θυελλώδη σχέση της με τον Χορν, ο οποίος είχε βρεθεί στο δρόμο της χρόνια πριν, τότε που έδωσε εξετάσεις στη Σχολή της Κοτοπούλη κι εκείνος ήταν ανάμεσα στα μέλη της επιτροπής, που ομόφωνα συμφώνησαν ότι το νεαρό κορίτσι «δεν το είχε». Και διαψεύστηκαν περίτρανα, πολύ σύντομα.
Όπως διαψεύστηκε και το μίσος που υπήρχε έκτοτε μεταξύ τους, που εξελίχθηκε σε έναν μεγάλο έρωτα. Δύο διαφορετικοί κόσμοι, δύο διαφορετικές κουλτούρες, δύο εντελώς αντίθετοι χαρακτήρες (ακόμη και πολιτικά ήταν αντίθετοι: ο Χορν επιστήθιος φίλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή και η Λαμπέτη αριστερή) που «παραδόθηκαν» αμαχητί στο μεγαλείο του έρωτα και του πάθους, στη μυστηριακή Αίγυπτο.
Λαμπέτη και Χορν έγιναν το αγαπημένο ζευγάρι του θεάτρου, του κινηματογράφου και του κοινού. Το “θείο ζεύγος”, όπως τους αποκαλούσαν. Ωστόσο, μέσα στα έξι χρόνια της σχέσης τους, οι τραγωδίες στη ζωή της Έλλης διαδέχονταν η μία την άλλη.
Πόσο άδικη στάθηκε η ζωή απέναντί της
Μίας ζωής, που τα είχε όλα σε υπερθετικό βαθμό: επιτυχία, δόξα, φήμη, αναγνώριση, ταλέντο, ομορφιά, καταξίωση, αγάπη, λατρεία, έρωτα, πάθος, αλλά και πόνο.
Πολύ πόνο σε προσωπικό επίπεδο, που θαρρείς ότι το σενάριο της ζωής της το έγραψε ένας αρχαίος τραγωδός. Προτού καν αντικρίσουν τα μεγάλα, μαύρα μάτια του το φως του κόσμου, το καχεκτικό μωρό της οικογένειας Λούκου έπρεπε να δώσει την πρώτη του μεγάλη μάχη για να ζήσει.
Όπως ανέφερε ο Φρέντυ Γερμανός στο βιβλίο του “Έλλη Λαμπέτη” (εκδ. Καστανιώτη), για μια ώρα η ζωή της κρεμόταν από έναν αόρατο ιστό. Και όπως η ίδια είχε γράψει σε ιδιόχειρο σημείωμα, ήταν ένα λυμφατικό πιθηκάκι που φαινόταν αναποφάσιστο να ζήσει. Σαν να ’ξερε τους αμείλικτους κανόνες του παιχνιδιού που θα ’πρεπε να παίξει στα επόμενα πενήντα εφτά χρόνια.
Δεκατρία χρόνια μετά και η Έλλη κόντρα στην επιθυμία των γονιών της, αποφάσισε να γίνει ηθοποιός. Έδωσε εξετάσεις στο Εθνικό, αλλά απέτυχε. Όμως, το άφθονο ταλέντο της αναγνωρίστηκε από τη σπουδαία Μαρίκα Κοτοπούλη, η οποία την πήρε υπό την προστασία της. Στο μεταξύ, ο θείος της είχε αλλάξει το επίθετο της ανιψιάς του από Λούκου, σε Λαμπέτη από τον “Αστραπόγιαννο” του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.
Η πλοκή του δράματος, είχε ξεκινήσει να εκτυλίσσεται. Το 1941 πέθανε από φυματίωση ο δίδυμος αδελφός της, Τάκης. Το χτύπημα για την Έλλη ήταν δυνατό. Έχασε το άλλο της μισό. Ήταν, τότε, μόλις 15 ετών. Τον θάνατο του αδελφού της δεν τον ξεπέρασε ποτέ. Πάντα, ένιωθε τον πόνο της απουσίας του.
Αλλά, τα χτυπήματα της μοίρας δε σταμάτησαν σε αυτή την απώλεια. Κατά τα Δεκεμβριανά σκοτώθηκε από αδέσποτη σφαίρα η μητέρα της. Η απώλεια την τσακίζει. Τα μεγάλα μαύρα μάτια της βυθίζονται όλο και περισσότερο στη μελαγχολία.
Στο μεταξύ, στη ζωή της είχε μπει ο έρωτας, που την ταξίδεψε σε δρόμους που δεν είχε ξαναδιαβεί. Ο πρώτος και μεγαλύτερος -κατά δική της ομολογία- έρωτάς ήταν ο Θ. Σγουρδέλης, διπλωμάτης και ποιητής που ζούσε μόνιμα στη Γαλλία και βρέθηκε στην Ελλάδα λόγω του πολέμου. Η σχέση τους ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 1943 και κράτησε λιγότερο από 2 χρόνια.
“Ήμουν ένα παιδί και μέσα σε λίγες μέρες έγινα γυναίκα” είχε δηλώσει η ηθοποιός για τον άνδρα εκείνο. Για χάρη του αποφάσισε να τα παρατήσει όλα και να τον ακολουθήσει. Αλλά εκείνος στο τέλος την πρόδωσε.
Η αέρινη φιγούρα της Λαμπέτη, η γοητευτική, η σαγηνευτική, η ερωτική μαγνήτιζε τα βλέμματα εντός κι εκτός σκηνής. Το 1948 ο έρωτας μπήκε και πάλι στη ζωή της. Αυτή τη φορά τον γνώρισε στο πρόσωπο του νεαρού ηθοποιού, Αλέκου Αλεξανδράκη. Αλλά και αυτή η σχέση δεν είχε μέλλον. Κράτησε, μόλις, έξι μήνες.
Και τότε μπήκε στη ζωή της ο Μάριος Πλωρίτης. Παντρεύτηκαν το 1950 και ο γάμος τους κράτησε τρία χρόνια. Όμως, από αυτή τη σχέση είχε αποκτήσει έναν σημαντικό στη ζωή της άνθρωπο, πιστό φίλο, που στάθηκε δίπλα της μέχρι το τέλος της ζωής της.
Η μοίρα στη ζωή της Λαμπέτη έπαιζε απίστευτα παιχνίδια. Σαν να είχαν μεταξύ τους έναν άτυπο αγώνα εξουσίας, για το ποια θα κυριεύσει ποιαν. Και τα χρόνια που ακολούθησαν, μάλλον το αποδεικνύουν.
Πριν γίνει επίσημα ζευγάρι με τον Χορν, έχασε τον πατέρα της, τον Μάρτιο του 1953. Δύο χρόνια αργότερα κι ενώ η ευτυχία της στο πλευρό του Χορν έχει φτάσει στην κορύφωσή της, χάνει την αδελφή της Κούλα από καρκίνο. Το χτύπημα ήταν μεγάλο. Δεν μπορεί να διαχειριστεί και αυτή την απώλεια.
Παθαίνει πάρεση (παράλυση του Bell), η οποία προκαλεί παράλυση της μιας πλευράς του προσώπου. Στην Έλλη είχε ως αποτέλεσμα να χάσει παροδικά το φως της. Ο θάνατος των αγαπημένων της προσώπων δε μαύρισε μόνο την ψυχή της, αλλά δημιούργησε προβλήματα και στη σχέση της.
Το 1958 χάνει από καρκίνο και την άλλη αδελφή της. Ο φόβος ότι θα αρρωστήσει και εκείνη από την “παλιαρρώστεια” φωλιάζει μέσα της. Στο μεταξύ, έχει προχωρήσει σε έκτρωση στο παιδί του Χορν, αφού και οι δύο δεν ήθελαν να γίνουν γονείς, ενώ διάφορα προβλήματα έφεραν το οριστικό τέλος της σχέσης τους.
Μεγαλώνοντας, η επιθυμία της για την απόκτηση παιδιού γινόταν κι αυτή όλο και μεγαλύτερη. Και αυτό ήρθε με αναπάντεχο τρόπο στη ζωή της, όταν ένας παντρεμένος συνεργάτης της απέκτησε παιδί εκτός γάμου. Η Λαμπέτη πρότεινε στο ζευγάρι να της δώσουν το μωρό μέχρι εκείνος χωρίσει και παντρευτεί τη νεαρή ερωμένη του. Όπως κι έγινε.
Μέρα με τη μέρα, όμως, εκείνη δενόταν όλο και πιο πολύ με το κοριτσάκι και όταν οι βιολογικοί του γονείς ήρθαν να το πάρουν πίσω, έμπλεξε σε μία δικαστική ιστορία που στο τέλος δεν τη δικαίωσε. Και κλόνισε την εύθραυστη ψυχική υγεία της. Στο μεταξύ είχε χωρίσει με τον Ουέηκμαν και αποφάσισε να αφιερωθεί στο θέατρο. Έτσι, θα ξεχνούσε και την απώλεια της μικρής Ελίζας.
Η επιστροφή της στο θέατρο στέφθηκε από επιτυχία, αλλά την ίδια περίοδο επέστρεψε και ο καρκίνος. Πιο άγριος, πιο επιθετικός, πιο αποφασισμένος αυτή τη δεύτερη φορά.
Έφυγε πάλι για το εξωτερικό και ξεκίνησε ένα νέο κύκλο θεραπειών. Οι μεταστάσεις, όμως, ήταν πολλές και χτύπησαν ακόμη και τις φωνητικές χορδές της, με αποτέλεσμα να χάσει σταδιακά τη φωνή της. Το γλυκό ψεύδισμα του ελληνικού κινηματογράφου «χάθηκε» με τρόπο άδικο. Αλλά και πάλι, εκείνη δεν το έβαλε κάτω. Το θεατρικό σανίδι ήταν αυτό που της έδινε δύναμη.
Αποφάσισε, λοιπόν, να ανεβάσει την παράσταση “Παιδιά ενός κατώτερου Θεού”, όπου υποδύθηκε την κωφάλαλη Σάρα. Μάλιστα, για να ανταπεξέλθει στο ρόλο, όπως εκείνη ήθελε, διδάχθηκε τέλεια και σε σύντομο διάστημα τη γλώσσα τον κωφάλαλων. Το κοινό έμοιαζε να καταλαβαίνει ότι εκείνο ήταν το κύκνειο άσμα της. Κι εκείνη το ήξερε. Και όλοι τους έζησαν μέσα στο θέατρο μαγικές στιγμές με τη μοναδική ερμηνεία της Λαμπέτη, που έκανε τους πάντες να υποκλιθούν γι’ ακόμη μία φορά, στο ανυπέρβλητο ταλέντο της. “Είσαι η πιο ερωτική κωφάλαλη που έχει περάσει από το θέατρο” της είχε δηλώσει μαγεμένος από την ερμηνεία της ο Μάνος Χατζηδάκις.
Τους τελευταίους μήνες της ζωής της, τους πέρασε σε νοσοκομεία της Ελλάδας και της Αμερικής. Έφυγε από τη ζωή, σαν σήμερα στις 3 Σεπτεμβρίου του 1983 και σε ηλικία 57 ετών, σε νοσοκομείο της Αμερικής, έχοντας στο πλευρό της τη μοναδική αδελφή που της είχε απομείνει, την Αντιγόνη.
Προηγουμένως είχε αποφασίσει να δωρίσει τα μάτια της. Εκείνα τα θλιμμένα και υγρά μάτια του ελληνικού κινηματογράφου, που είδαν έρωτες, επιτυχίες και τραγωδίες να εκτυλίσσονται μπροστά τους καθοδηγούμενα από τη μοίρα.
*”Ο χρόνος με βοήθησε να γνωρίσω τον εαυτό μου. Γι’ αυτό δεν με τρομάζει.” Έλλη Λαμπέτη.
“Ήταν μια ύπαρξη απλή, αιθέρια, σαγηνευτική, με μια βαθύτατη όμως πνευματική και καλλιτεχνική καλλιέργεια, ειδικότερα σε ό,τι αφορούσε το θέατρο και την υποκριτική τέχνη. Αργούσε συχνά στην πρόβα. Όταν έφτανε, καθόταν ανέμελα σε μια καρέκλα, χωρίς να τραβήξει καλά την κοντή φούστα της. Άφηνε -άθελά της, φαντάζομαι- να φαίνονται τα όμορφα πόδια της. Αυτό, βέβαια, δημιουργούσε κάποια προβλήματα στα μάτια των ανδρών του θιάσου. Πάντως όλοι οι άντρες του θιάσου ήταν βαριά ερωτευμένοι μαζί της. Με λίγα λόγια η Έλλη ήταν – εκτός απ’ όλα τ’ άλλα – και το ωραιότερο, το σαγηνευτικότερο θηλυκό που υπήρχε σ’ όλο το θέατρο. Κι όμως, όσο απλή, φευγαλέα και ακαθόριστη ήταν στη ζωή, πάνω στη σκηνή έπαιρνε μια εντελώς άλλη διάσταση. Γινόταν ένα πλάσμα αγγελικό, ανάλαφρο, γοητευτικό και με μια ακτινοβολία που σε καθήλωνε. Μετουσιωνόταν στον κάθε ρόλο που ερμήνευε και μάγευε το κοινό με την παρουσία της”.
Λυκούργος Καλλέργης. (“Στο διάβα του πολυτάραχου 20ού αιώνα” Εκδόσεις Λιβάνη.)
Το τέλος
Η Έλλη Λαμπέτη, “το κορίτσι με τα μαύρα”, η κορυφαία ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο «Mount Sinai Hospital» της Αμερικής, όπου είχε μεταβεί λίγες εβδομάδες πριν, στις 3 Σεπτεμβρίου του 1983 στις 7:30 το πρωί.
Στις 5 Σεπτεμβρίου 1983 η σορός της μεταφέρθηκε στην Αθήνα και στις 6 Σεπτεμβρίου 1983 κηδεύτηκε με δημόσια δαπάνη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Την ίδια χρονιά δημοσιεύτηκε η βιογραφία της από τη δημοσιογράφο Φρίντα Μπιούμπι, με τίτλο: “Έλλη Λαμπέτη: Η Τελευταία Παράσταση” στην οποία η συγγραφέας παραθέτει κομμάτια από τη ζωή της ηθοποιού όπως εκείνη της τα αφηγήθηκε, μερικούς μήνες πριν φύγει από τη ζωή.
Το ομορφότερο ψεύδισμα του θεάτρου θα έχει πια χαθεί για πάντα, αλλά όχι και τα μελαγχολικά, υγρά, γεμάτα αγάπη και πόνο μάτια της, τα οποία όπως λέγεται δωρίζονται προς μεταμόσχευση. Η τελευταία προσφορά της στον άνθρωπο, η τελευταία της συμβολή στην ποίηση ήθους.
Δείτε επίσης