Ξέρει καλά πως δεν είναι του χαρακτήρα μου να διώχνω άρον άρον τους ασθενείς μου. Συνεννοούμαστε χωρίς να
χρειάζονται εξηγήσεις και χωρίς να τους μετράμε, τρεις είναι αρκετοί, παραταγμένοι σε αναμονή… Τα υπόλοιπα είναι ζήτημα βλεμμάτων, εμπιστοσύνης, συνενοχής. Κανένας άντρας δε θα μπορέσει να μπει ποτέ ανάμεσά μας! Πρέπει να κρατάω μια κενή θέση στο κρεβάτι μου για τον Εστεμπάν, τα ξημερώματα που έρχεται να με βρει. Κανένας εραστής δε θα μπορέσει ποτέ να με ξυπνήσει το πρωί μ’ ένα τόσο
κρυστάλλινο σ’ αγαπώ.
Ψαχουλεύω γρήγορα μέσα στην τσάντα μου και δίνω στον Εστεμπάν ένα νόμισμα του ενός ευρώ.
«Θα φέρεις μια μπαγκέτα;». Ακόμα μια ιεροτελεστία μας, από τότε που ο Εστεμπάν πέρασε στην πέμπτη δημοτικού, στους μεγάλους! Μετά το πρωινό μας μπάνιο σκουπίζεται, φοράει την μπλούζα του
και τρέχει να πάρει ψωμί. Μόνος του! Ένα λεπτό και τριάντα πέντε δεύτερα με γοργό ρυθμό. Έτσι έχει χρόνο ακόμα
και για να βάλει στο τραπέζι το πρωινό πριν εγώ τελειώσω το ντους μου: μαρμελάδα από μαύρα κεράσια, γιαούρτι
πρόβειο, φρουτοχυμούς στυμμένους από την προηγουμένη.
Τρώμε μαζί, κάνει ντους ενώ εγώ μακιγιάρομαι και φεύγουμε και οι δύο, χέρι χέρι, εγώ για το ιατρείο, εκείνος για το
σχολείο.
Ο Εστεμπάν σφίγγει το νόμισμα στη γροθιά του.
Γιατί βιαζόμουν τόσο να γυρίσουμε σπίτι εκείνο το πρωί;
Αφού δε θα κάναμε μπάνιο, είχαμε όλο τον χρόνο στη διάθεσή μας.
Γιατί περιορίστηκα στο να τινάξω τους κόκκους της άμμου από τον ώμο του, να γλιστρήσω το βλέμμα μου στο επάνω μέρος του μαγιό του και να εξετάσω από συνήθεια την εξέλιξη του αγγειώματος στον βουβώνα του, πριν τον αφήσω;
Γιατί δεν ξαναγύρισα κοντά του; Γιατί δεν έλεγξα αν μάζεψε την πετσέτα του; Αν φόρεσε την μπλούζα του; Αν πήγε
στον φούρνο από την οδό Κορντερί;
Μήπως επειδή για όλα επινοούμε ιεροτελεστίες; Για να έχουμε την ησυχία μας; Για να ελέγχουμε τα πάντα; Για να
πείθουμε τον εαυτό μας ότι κανένα ατύχημα δεν πρόκειται να συμβεί; Μήπως επειδή νιώθουμε ασφαλείς ακολουθώντας στερεοτύπως την ίδια διαδρομή;
Στην πραγματικότητα το μόνο που κάνουμε είναι να χαλαρώνουμε τη φύλαξη. Να υποβιβάζουμε, από τεμπελιά, το
επίπεδο επαγρύπνησης. Και ν’ αποφεύγουμε τις ευθύνες μας.
«Εστεμπάν;»
Βγάζω μονάχα το κεφάλι μου έξω απ’ το ντους, αφήνοντας το καυτό νερό να κυλάει πάνω στο δέρμα μου. Ο τοίχος του μπάνιου, τίποτε παραπάνω από μερικά τιρκουάζ πλακάκια ζελίζ κολλημένα γύρω από έναν καθρέφτη δύο επί τρία, μου στέλνει πίσω την εικόνα του κορμιού μου, που είναι ήδη μαυρισμένο από τις πρώτες ανοιξιάτικες αποδράσεις μας, από το σκαρφάλωμά μας με τα πόδια ως την κορφή του Λαρούν, τη διέλευσή μας μέσ’ από τα γάργαρα νερά του Νιβ, την αδέξια πρώτη σου επαφή με την όρθια κωπηλασία στη λίμνη Σαιν-Πε, με το σερφ στο Γκεταρύ, με το τζάι αλάι* στο Αρκάνγκ. Έχουμε μπροστά μας μια ολόκληρη ζωή,
Εστεμπάν, για να γίνουμε πρωταθλητές.
«Εστεμπάν;»
Το χέρι μου αναζητά στα τυφλά τη βρύση και καταφέρνει να την κλείσει προτού πιτσιλίσει τα πάντα. Τυλίγω το
βρεγμένο κορμί μου σε μια πετσέτα. Με την πλάτη στον καθρέφτη. Θα επιθεωρήσω αργότερα τις ατέλειές μου.
«Εστεμπάν, γύρισες;»
Μόνο ο Πατρίκ Κοέν μού απαντά, η ώρα στον σταθμό Φρανς Ιντέρ είναι οκτώ και τριάντα και ο δημοσιογράφος
ξεκινά την εκπομπή του ανακοινώνοντας ότι η ποδοσφαιρική ομάδα της Γαλλίας, στη Νότια Αφρική, αρνήθηκε να κατεβεί από το λεωφορείο για να προπονηθεί. Άραγε δε συμβαίνει τίποτα πιο ενδιαφέρον σε κάποια από τις πέντε ηπείρους; Κι έπειτα, τι διάολο γυρεύει ο Πατρίκ Κοέν στο σαλόνι μου;
«Εστεμπάν;»
Κάθε πρωί, με το που επιστρέφει από τον φούρνο, ο Εστεμπάν βρίσκει ευκαιρία, όσο εγώ είμαι στο ντους, ν’ αλλάξει
σταθμό, να βάλει Fun, Sky, NRJ ή, συχνότερα ακόμα, να κλείσει τελείως το ραδιόφωνο, για να γρατζουνίσει μερικά ακόρντα στην κιθάρα. Καμιά φορά, γράφει τις συνθέσεις του σπαρτιτούρα. Ο Εστεμπάν είναι προικισμένο παιδί, είμαι βέβαιη πως έχει απόλυτο αυτί, αν και ποτέ δεν είχα τον χρόνο να το ελέγξω.
Συγγραφέας Bussi Michel
Photo cover:pixabay.com/PublicDomainPictures/fractal
Διαβάστε επίσης: