Μια γυναίκα καθόταν στο μπαρ ενός ξενοδοχείου και κοιτούσε την πόρτα. Η εμφάνισή της απλή και περιποιημένη: άσπρη μπλούζα, μαλλιά ανοιχτόχρωμα, περασμένα από τα αυτιά. Έριξε μια ματιά στο κινητό της, σε
κάποια εφαρμογή μηνυμάτων, κι ύστερα κοίταξε ξανά προς την πόρτα. Ο Μάρτιος έφτανε στο τέλος του, το μπαρ
ήταν ήσυχο και έξω από το παράθυρο στα δεξιά της ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει πάνω απ’ τον Ατλαντικό. Ήταν
εφτά και τέσσερα λεπτά, κι ύστερα και πέντε, και έξι. Για μια στιγμή και χωρίς κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον, η γυναίκα περιεργάστηκε τα νύχια της. Στις εφτά και οχτώ λεπτά, ένας άντρας μπήκε από την πόρτα. Ήταν αδύνατος, με μακρόστενο πρόσωπο και σκούρα μαλλιά. Κοίταξε γύρω του, σκανάροντας τα πρόσωπα των άλλων πελατών, κι ύστερα έβγαλε το τηλέφωνό του κι έριξε μια ματιά στην οθόνη. Η γυναίκα δίπλα στο παράθυρο τον είδε αλλά, εκτός από το ότι το βλέμμα της στάθηκε πάνω του, δεν έκανε καμιά επιπλέον προσπάθεια να τραβήξει την προσοχή του. Έδειχναν να έχουν παρόμοια ηλικία, ή είκοσι φεύγα ή τριάντα κάτι. Η γυναίκα τον άφησε να περιμένει, μέχρι που εκείνος την είδε και την πλησίασε.
Η Άλις; της είπε.
Εγώ είμαι, ναι, του απάντησε.
Ωραία, εγώ είμαι ο Φίλιξ. Σόρι που άργησα.
Του απάντησε με έναν ήρεμο τόνο στη φωνή της: Δεν πειράζει. Εκείνος τη ρώτησε τι ήθελε να πιει και πήγε στο
μπαρ για να παραγγείλει. Η σερβιτόρα τον ρώτησε πώς πάει και της απάντησε: Καλά, ωραία, εσύ; Παράγγειλε
μια βότκα τόνικ και ένα μεγάλο ποτήρι μπίρα. Αντί να πάρει μαζί του το μπουκάλι με το τόνικ στο τραπέζι, το
άδειασε μέσα στο ποτήρι με μια γρήγορη και πεπειραμένη κίνηση του καρπού. Η γυναίκα που καθόταν στο τραπέζι τον περίμενε χτυπώντας τα δάχτυλα στο σουβέρ. Από τη στιγμή που είχε μπει στην αίθουσα ο άντρας, η στάση
της έδειχνε περισσότερη εγρήγορση και ζωντάνια. Κοιτούσε έξω το ηλιοβασίλεμα, σαν να την ενδιέφερε, παρότι προηγουμένως δεν του είχε δώσει την παραμικρή σημασία. Όταν ο άντρας επέστρεψε και ακούμπησε τα ποτά
στο τραπέζι, μια σταγόνα μπίρας ξεχείλισε από το ποτήρι κι εκείνη έμεινε να την κοιτάζει καθώς κυλούσε βιαστικά επάνω στο γυαλί.
Αν θυμάμαι καλά, μόλις μετακόμισες εδώ, της είπε.
Σωστά;
Εκείνη κούνησε το κεφάλι, ήπιε μια γουλιά από το ποτό, έγλειψε το πάνω χείλος της.
Γιατί το έκανες αυτό; τη ρώτησε.
Τι εννοείς;
Θέλω να πω, δεν είναι και πολύ συνηθισμένο να μετακομίζει κόσμος εδώ. Συνήθως ο κόσμος φεύγει από δω,
αυτό είναι το κανονικό. Δεν έχεις έρθει για δουλειά, έτσι;
Μπα, όχι.
Όμορφε κόσμε, πού είσαι
Συγγραφέας Rooney Sally
Photo cover:pixabay.com/SummerGlow/background
Διαβάστε επίσης: