ΣΕ ΜΙΑ ΆΚΡΗ ΤΗΣ ΠΌΛΗΣ, μέσα σε ένα ψηλό, στενό οίκημα στον αριθμό 4 της οδού Βομπορέλ, στον πέμπτο και τελευταίο όροφο, μια αόμματη δεκαεξάχρονη που λέγεται Μαρί Λορ Λεμπλάν σκύβει γονατιστή πάνω από ένα χαμηλό τραπέζι που καλύπτεται εξ ολοκλήρου από μια μακέτα.
Η μακέτα είναι μια μινιατούρα της πόλης όπου βρίσκεται και περιέχει μικρογραφίες των εκατοντάδων σπιτιών, καταστημάτων και ξενοδοχείων περικλείονται στα τείχη της. Ο καθεδρικός με το διάτρητο βέλος του, ο ογκώδης παλιός Πύργος του Σαιν Μαλό και σειρές από παραθαλάσσια μέγαρα με τις καμινάδες τους. Μια λεπτή ξύλινη προβλήτα εκτείνεται τοξωτά από μια παραλία που ονομάζεται Πλαζ ντι Μολ· ένα ντελικάτο δικτυωτό καφασωτό αψιδώνεται πάνω από την ψαραγορά· λιλιπούτεια παγκάκια, τα πιο μικρά σαν κουκούτσια μήλων, διαστίζουν τις μικροσκοπικές δημόσιες πλατείες.
Η Μαρί Λορ διατρέχει με τα ακροδάχτυλά της το στηθαίο των επάλξεων που έχει πλάτος ένα εκατοστό, σχηματίζοντας ένα ακανόνιστο αστέρι γύρω από τη μακέτα. Βρίσκει το άνοιγμα πάνω στα τείχη όπου τα τέσσερα κανόνια είναι στραμμένα προς τη θάλασσα.
«Ο Ολλανδικός Προμαχώνας» ψιθυρίζει, και τα δάχτυλά της κατεβαίνουν τη σκαλίτσα. «Οδός Κορντιέρ. Οδός Ζακ Καρτιέ». Σε μια γωνιά του δωματίου βρίσκονται δύο μεταλλικοί κουβάδες ξέχειλοι με νερό. Να τους γεμίζεις, την έχει ορμηνέψει ο θείος της, όποτε μπορείς. Και την μπανιέρα του δεύτερου πατώματος. Ποιος ξέρει πότε θα κοπεί πάλι το νερό.
Τα δάχτυλά της επιστρέφουν στο βέλος του καθεδρικού.
Πηγαίνουν στην Πύλη της Ντινάν. Όλο το βράδυ περιδιάβαινε με τα δάχτυλά της τη μακέτα περιμένοντας τον αδερφό του παππού της, τον θείο Ετιέν, ιδιοκτήτη αυτού του σπιτιού, που βγήκε χτες το βράδυ ενώ εκείνη κοιμόταν και δεν έχει επιστρέψει ακόμα. Και τώρα έγινε πάλι νύχτα, άλλη μια περιστροφή του ρολογιού, και όλη η γειτονιά είναι ήσυχη, μα αυτή δεν μπορεί να κοιμηθεί. Ακούει τα βομβαρδιστικά μόλις φτάνουν στα πέντε χιλιόμετρα. Σαν παράσιτα που αυξάνονται. Σαν βουητό μέσα σε κοχύλι.
Μόλις ανοίγει το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας ο ήχος των αεροπλάνων γίνεται πιο δυνατός. Κατά τα άλλα η νύχτα είναι τρομερά σιωπηλή: ούτε μηχανές, ούτε φωνές, ούτε φασαρία. Ούτε σειρήνες. Ούτε βήματα στα πλακόστρωτα. Ούτε καν γλάροι. Μόνο η παλίρροια, ένα τετράγωνο μακριά και πέντε ορόφους πιο κάτω, που παφλάζει στα ριζά των τειχών της πόλης. Και κάτι ακόμα.
Κάτι που κροταλίζει απαλά, πολύ κοντά. Ανοίγει το αριστερό παντζούρι και περνάει τα δάχτυλά της πάνω από τις γρίλιες του δεξιού. Εκεί έχει πιαστεί ένα φύλλο χαρτί. Το φέρνει στη μύτη της. Μυρίζει φρέσκο μελάνι. Βενζίνη
ίσως. Το χαρτί είναι κολλαριστό δεν έχει μείνει πολλή ώρα έξω. Η Μαρί Λορ διστάζει στο παράθυρο με τα καλτσωμένα πόδια της, την κρεβατοκάμαρα πίσω της, τα κοχύλια που είναι παραταγμένα πάνω στο ερμάρι, τα βότσαλα στις άκρες του πατώματος. Το μπαστούνι της είναι όρθιο στη γωνία· ένα μεγάλο μυθιστόρημα σε γραφή Μπράιγ περιμένει αναποδογυρισμένο πάνω στο κρεβάτι.
Όλο το φως που δεν μπορούμε να δούμε (e-book / epub)
Photo cover:pixabay.com/jplenio/trees
Διαβάστε επίσης: