ΑΡΧΙΖΕΙ ΜΕ ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΜΑΣ. Δέρμα πάνω στο δέρμα.
Το σώμα μου ξεπροβάλλει μέσα από το δικό σου. Ασφαλείς μαζί, στο βιολετί σκοτάδι, κι όμως ήδη αρχίζουν ανάμεσά μας να ανοίγουν κενοί χώροι. Είμαι υγρή και γυαλιστερή σαν παντζάρι που πάλλεται στο χώμα. Πνίγομαι,
αγωνίζομαι να πάρω ανάσα. Έχεις πληγές στην κοιλιά και οι θηλές σου είναι πρησμένες και μαβιές.
Σ’ εμένα οφείλονται, όπως εγώ οφείλομαι σ’ εσένα. Μας συνδέουν λιωμένα ποτάμια, σαν τη λάβα που κυλάει κάτω από την κρούστα της γης. Μετατόπιση. Πετρέλαιο παγιδευμένο κάτω από τη θάλασσα. Πολύτιμο υγρό που ρέει μέσα από ρωγμές. Αυτή η αγάπη είναι βαριά· αλμυρή και παχύρρευστη, μυρίζει φύκια και μαγιά. Ο ιδρώτας είναι θρεπτικός, το ίδιο κι εκείνη η αψιά κολπική μυρωδιά που αργότερα οι άντρες θα μου πουν ότι έχει γεύση υγρού μπαταρίας. Δεν υπάρχουν όμως άντρες, όχι ακόμα. Για τώρα, τα μυστικά μας είναι μόνο δικά μας.
Με πιέζεις πάνω στο στήθος σου, είμαι εσύ και δεν είμαι εσύ, δε θα ανήκουμε για πάντα η μια στην άλλη, αλλά για τώρα είμαστε εγώ κι εσύ κι είναι ήσυχα εδώ. Ανεβοκατεβαίνω ταυτόχρονα με την ανάσα σου, πάνω σ’ αυτό το κρεβάτι. Είμαστε ασφαλείς μαζί, στο ροζ.
Το πρώτο μου νεκρό σώμα ήταν του παππού μου. Η μητέρα μου κι εγώ καθίσαμε στο γραφείο κηδειών στην αγρυπνία του στην Ιρλανδία για δύο μερόνυχτα, ενώ έρχονταν να πουν το τελευταίο αντίο άνθρωποι που δεν είχα ξαναδεί ποτέ. Πήγα στο βάθος της αίθουσας γιατί φοβήθηκα ότι αν καθόμουν πολύ κοντά για πολλή ώρα το μπλε των βλεφάρων του θα τρυπούσε το δέρμα μου.
Την τελευταία φορά που τον είδα ζωντανό, βρισκόταν στο νοσοκομείο. Τον αποχαιρέτησα με ένα φιλί κι άφησα το
αποτύπωμα των χειλιών μου πάνω στο μάγουλό του. Το κατακόκκινο κραγιόν μου έκανε το δέρμα του να φαίνεται
γκρίζο. Προσπάθησα να το σκουπίσω με το μανίκι μου και τότε εκείνος είπε «Όχι, άφησέ το. Θα το κρατήσω μέχρι να ξανάρθεις». Χάιδεψα το παγωμένο χέρι που τρεμούλιαζε πάνω στα απαλά σεντόνια.
Θαλασσινό νερό
Συγγραφέας Άντριους Τζέσσικα Εκδόσεις Πατάκη
Photo cover:pixabay.com/008wer/seawater
Διαβάστε επίσης: