Σαν σήμερα το 1969 κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην ελληνική αγορά η Coca-Cola το γνωστότερο αναψυκτικό όλων των εποχών.
Η Coca-Cola εφευρέθηκε στις 8 Μαΐου του 1886 από τον Τζον Στιθ Πέμπερτον (John Pemberton), αρχικά προοριζόμενη ως φάρμακο. Ο Πέμπερτον ξεκίνησε να ψάχνει στα λιμάνια της Σαβάννα της πολιτείας Τζόρτζια, αναζητώντας το ιδανικό μείγμα φρέσκων συστατικών και μπαχαρικών από όλο τον κόσμο. Τελικά, τον Μάιο του 1886 δημιούργησε στο εργαστήριό του την Coca-Cola.
Όταν το πείραμα ολοκληρώθηκε, το πήγε στο φαρμακείο του Τζέικομπς, που βρισκόταν λίγο παρακάτω. Εκεί πρόσθεσαν στο μείγμα ανθρακούχο νερό και το έδωσαν στους πελάτες να το δοκιμάσουν. Όλοι συμφώνησαν ότι αυτό το νέο αναψυκτικό, το οποίο στην αρχική μορφή του και ως το 1903 περιείχε και ποσότητα κοκαΐνης, ήταν κάτι το ξεχωριστό. Έτσι, το φαρμακείο του Τζέικομπς άρχισε να το πουλά προς πέντε σεντς το ποτήρι. Ο λογιστής του Πέμπερτον, Φρανκ Ρόμπινσον, έδωσε στο μείγμα το όνομα Coca-Cola και το έγραψε με τον χαρακτηριστικό γραφικό του χαρακτήρα. Αυτός είναι ο λογότυπος που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα.
Κατά το πρώτο έτος, η εταιρία πουλούσε 9 ποτήρια Coca Cola την ημέρα. Έναν αιώνα αργότερα, είχαν παραχθεί πάνω από 10 δισεκατομμύρια γαλόνια σιρόπι. Όμως, ο Πέμπερτον ήταν περισσότερο εφευρέτης παρά επιχειρηματίας και δεν είχε ιδέα ότι είχε εφεύρει ένα από τα σπουδαιότερα προϊόντα στον κόσμο. Τρία χρόνια αργότερα πούλησε την εταιρία του σε έναν επιχειρηματία της Ατλάντα, τον Άσα Γκρίγκς Κάντλερ, έναντι 2.300 δολαρίων. Γεννημένος πωλητής, ο Κάντλερ μεταμόρφωσε την Coca-Cola από εφεύρεση σε μια μεγάλη επιχείρηση.Γνώριζε πως υπήρχαν πολλοί “διψασμένοι” τριγύρω και βρήκε αποτελεσματικούς και καινοτόμους τρόπους να τους γνωρίσει αυτό το νέο αναψυκτικό. Χάριζε κουπόνια για τη δωρεάν δοκιμή της Coca Cola και εξόπλιζε τα φαρμακεία που διέθεταν το προϊόν με ρολόγια, υδρίες, ημερολόγια και φαρμακευτικές ζυγαριές, που έφεραν το σήμα της.
Ήταν μια επιθετική πρακτική, που αποδείχθηκε άκρως αποτελεσματική. Ως το 1895, ο Κάντλερ είχε κατασκευάσει εργοστάσια παραγωγής του σιροπιού στο Σικάγο, το Ντάλας και το Λος Άντζελες. Ο Τζόζεφ Βίντενχαρμ, ένας επιχειρηματίας από το Μισισίπι, ήταν ο πρώτος που εμφιάλωσε το αναψυκτικό. Το πρώτο μπουκάλι πωλήθηκε στις 12 Μαρτίου του 1894, ενώ έστειλε 12 φιάλες και στον Κάντλερ, ο οποίος, όμως, δεν ανταποκρίθηκε με ενθουσιασμό. Παρότι ήταν ένας πανέξυπνος και καινοτόμος επιχειρηματίας, δεν κατάλαβε τότε ότι το μέλλον βρισκόταν στα εμφιαλωμένα αναψυκτικά, που θα μπορούσαν οι πελάτες να τα παίρνουν μαζί τους οπουδήποτε. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1899, δύο δικηγόροι από την Τσατανούγκα, ο Μπέντζαμιν Φ. Τόμας και ο Τζόζεφ Β. Γουάιτζεντ, εξασφάλισαν το αποκλειστικό δικαίωμα εμφιάλωσης και πώλησης του αναψυκτικού, έναντι ενός δολαρίου.
Η επιτυχία του αναψυκτικού συνοδεύτηκε – μεταξύ άλλων – και από την εμφάνιση πολλών απομιμήσεων, γεγονός που δεν άρεσε καθόλου στην εταιρία. Έτσι, η διαφήμιση άρχισε να εστιάζει στην αυθεντικότητα της Coca Cola, παροτρύνοντας τους καταναλωτές να «Απαιτούν το Γνήσιο» και «Να μην δέχονται υποκατάστατα». Για το σκοπό αυτό αποφασίστηκε η δημιουργία κι ενός μπουκαλιού με χαρακτηριστικό σχήμα. Το 1916, η Εταιρία Ρουτ Γκλας από την Ιντιάνα άρχισε να παράγει το διάσημο μπουκάλι με τις καμπύλες, το οποίο αποδείχτηκε εξαιρετικά επιτυχημένο (και εξακολουθεί να υπάρχει έως και σήμερα) χάρη στην ελκυστική του εμφάνιση, το πρωτότυπο σχέδιο και το γεγονός ότι ακόμη και στο σκοτάδι μπορούσες να αναγνωρίσεις το γνήσιο προϊόν. Στις επόμενες δεκαετίες, η Coca Cola άρχισε να εισχωρεί στην Κούβα, στο Πουέρτο Ρίκο, στη Γαλλία και σε άλλες χώρες, για να κατακτήσει τελικά όλο τον κόσμο.
Τον Απρίλιο του 1985 αποφασίστηκε η αλλαγή της σύνθεσης του διάσημου αναψυκτικού, για πρώτη φορά έπειτα από 99 χρόνια. Σε δοκιμές γεύσης ο κόσμος ενθουσιάστηκε, αλλά στον πραγματικό κόσμο οι άνθρωποι είχαν αναπτύξει ένα βαθύ συναισθηματικό δέσιμο με την αυθεντική Coca Cola και εκλιπαρούσαν να τους τη δώσουν πίσω. Οι κριτικοί αποκάλεσαν την κίνηση αυτή ως τη μεγαλύτερη γκάφα στο μάρκετινγκ που είχε γίνει ποτέ. Έτσι, τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου η αυθεντική συνταγή επέστρεψε στην αγορά ως Coca Cola Classic, και τοποθετήθηκε δίπλα στη New Coke.
The Coca-Cola Company
Η μητρική επιχείρηση The Coca-Cola Company παράγει τη συμπύκνωση για τη Coca-Cola, η οποία στη συνέχεια πωλείται στους διάφορους εξουσιοδοτημένους εμφιαλωτές Coca-Cola ανά τον κόσμο, όπως η Coca-Cola HBC AG. Οι εμφιαλωτές, που κρατούν εδαφικά τις αποκλειστικές συμβάσεις με την επιχείρηση, παράγουν το ολοκληρωμένο – τελικό προϊόν σε μεταλλικά κουτιά και φιάλες αναμιγνύοντας τη συμπύκνωση με καθορισμένη αναλογία με φιλτραρισμένο νερό και γλυκαντικές ουσίες. Οι εμφιαλωτές πωλούν και έπειτα διανέμουν την Coca-Cola σε μεταλλικά κουτιά και φιάλες στα λιανικά καταστήματα και τις αυτόματες μηχανές πώλησης. Η επιχείρηση Coca-Cola πωλεί επίσης τη συμπύκνωση σε αλυσίδες εστιατορίων και υπηρεσίες διανομής τροφίμων.[12]
Η επιχείρηση Coca-Cola, περιστασιακά, έχει εισαγάγει άλλα αναψυκτικά τύπου κόλα (π.χ. Coca Cola Zero, Diet Coke κ.α.). Η επιχείρηση Coca-Cola παράγει και άλλα μη αλκοολούχα ποτά – αναψυκτικά που δεν φέρνουν το μεγάλο εμπορικό σήμα Coca-Cola, όπως Sprite, Fanta, Pibb, και άλλα, αλλά το σήμα κατατεθέν της επιχείρησης Coca-Cola συνήθως βρίσκεται αναγραμμένο στη συσκευασία.
Η Coca-Cola έχει δεχθεί σοβαρές κριτικές για αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, για υψηλά επίπεδα εντομοκτόνων στα προϊόντα της, για την κατασκευή εργοστασίων στη ναζιστική Γερμανία στα οποία εργάζονταν σκλάβοι, για την καταστροφή του περιβάλλοντος, για μονοπωλιακές πρακτικές, και για την πρόσληψη παραστρατιωτικών μονάδων με σκοπό την εκτέλεση των ηγετών εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Δείτε επίσης