Η Άνvα κι εγώ είχαμε γνωριστεί στη Φιλοσοφική Σχολή. Από τότε μοιραζόμασταν έναν συγχρονισμό προσωπικών κολάσεων. Το ίδιο κι αυτή τη φορά. Όταν η μητέρα μου μπήκε στη Μονάδα Παρηγορητικής Φροντίδας, τα Παιδιά της Επανάστασης συνέλαβαν τον Σαντιάγο, τον αδερφό της Άνα. Εκείνη τη μέρα έπιασαν δεκάδες φοιτητές. Κανένας δεν αφέθηκε ελεύθερος. Κατέληξαν με την πλάτη τους κομμάτια από τα σκάγια, δαρμένοι σε μια γωνιά ή βιασμένοι με την κάννη κάποιου ντουφεκιού. Του Σαντιάγο του έτυχε ο Τάφος, ένας συνδυασμός και των τριών σε σωστές δόσεις.

Πέρασε πάνω από έναν μήνα σ’ εκείνη τη φυλακή, τη χτισμένη πέντε επίπεδα κάτω από την επιφάνεια
της γης. Δεν υπήρχαν ήχοι ούτε παράθυρα, ούτε φυσικό φως ή αερισμός. Άκουγε μόνο το πέρασμα του μετρό και τον κρότο που έκαναν οι ράγες πάνω από το κεφάλι του. Ο Σαντιάγο καταλάμβανε ένα από τα επτά
κελιά, ευθυγραμμισμένα το ένα πίσω από το άλλο, έτσι που δεν μπορούσε να δει ή να μάθει ποιοι άλλοι κρατούνταν δίπλα του. Κάθε μπουντρούμι ήταν δύο μέτρα επί τρία. Το δάπεδο και οι τοίχοι, λευκά. Και τα κρεβάτια επίσης, και τα κάγκελα από τα οποία τους περνούσαν έναν δίσκο με τρόφιμα. Ποτέ δεν τους έδιναν
κουταλοπίρουνα: αν ήθελαν να φάνε, έπρεπε να το κάνουν με τα χέρια τους.

Η Άνα δεν είχε νέα από τον Σαντιάγο για εβδομάδες. Δε λάβαινε πια ούτε καν το τηλεφώνημα για το
οποίο πλήρωναν χρηματικά ποσά κάθε βδομάδα· ούτε τη σακατεμένη απόδειξη ζωής που της ερχόταν υπό
μορφή φωτογραφιών, από έναν αριθμό τηλεφώνου που ποτέ δεν ήταν ο ίδιος.


Δεν ξέραμε αν είναι ζωντανός ή πεθαμένος. «Δεν ξέρουμε τίποτα γι’ αυτόν» μου είπε ο Χούλιο πολύ σιγανά, απομακρυνόμενος από την καρέκλα όπου η Άνα κοίταζε τα πόδια της επί μισή ώρα. Σε όλο αυτό το διάστημα, σήκωσε το βλέμμα για να κάνει τρεις ερωτήσεις.


«Τι ώρα θα θάψουν την Αδελαΐδα;»
«Στις δύο και μισή».
«Ναι» μουρμούρισε. «Πού;»
«Στο νεκροταφείο της Λα Γουαϊρίτα, στο παλιό τμήμα. Η μαμά μου αγόρασε αυτή τη θέση πριν από πολύ
καιρό. Έχει ωραία θέα».
«Ναι…» Η Άνα έμοιαζε να καταβάλλει επιπρόσθετη προσπάθεια, λες και η επεξεργασία αυτών των λέξεων
ήταν τιτάνιος κόπος γι’ αυτή. «Θέλεις να μείνεις μαζί μας σήμερα, ώσπου να περάσει το πιο βαρύ;»
«Θα φύγω για το Οκουμάρε αύριο πολύ νωρίς, να δω κάτι θείες μου και να τους αφήσω κάποια πράγματα» – ψέμα.

«Σ’ ευχαριστώ. Ούτε και για σένα είναι εύκολο».
«Ναι». Η Άνα μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο κι έφυγε. Ποιος θα ήθελε να αγρυπνήσει έναν νεκρό όταν
προαισθάνεται τον δικό του θάνατο;

Θα ‘ναι νύχτα στο Καράκας

Συγγραφέας Sainz Borgo Karina Εκδόσεις Εκδόσεις Πατάκη

Photo cover:pixabay.com/Inactive account – ID 12019/venezuela

Διαβάστε επίσης: